Επειδή, λόγω των δικοινοτικών ταραχών της περιόδου 1963-1964 και 1967 όπως και της Τουρκικής εισβολής της 20ής Ιουλίου 1974 και της συνεπεία αυτών δημιουργηθείσας κατάστασης, αριθμός πολιτών της Δημοκρατίας ελλείπει και η κυβέρνηση της Δημοκρατίαςδεν έχει αποδεικτικά στοιχεία κατά πόσο ευρίσκονται εν ζωή ή απεβίωσαν, και
Επειδή δυνάμει του περί Αγνοουμένων (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου από την κινητή περιουσία του αγνοούμενου οι διαχειρισταί καταβάλλουν στη σύζυγο (περιλαμβανομένης μνηστής η οποία απέκτησε τέκνο από τον αγνοούμενο), τα τέκνα και τους γονείς, εάν αυτά ήταν ή θα καθίσταντο, λαμβανομένων υπόψη των επικρατουσών συνθηκών, πλήρως ή κυρίως εξαρτώμενοι από τον αγνοούμενο, τέτοιο ποσό και κατά τέτοιο τρόπο όπως θα ενέκρινε η Επιτροπή που συστάθηκε με βάση το Νόμο αυτό, και
Επειδή, ένεκα της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τις δικοινοτικές ταραχές της περιόδου 1963-64 και 1967 όπως και της Τουρκικής εισβολής της 20ής Ιουλίου 1974 και κατ’ ακολουθίαν της ενηλικιώσεως των τέκνων των αγνοουμένων, τα οποία λαμβανομένωνυπόψη των επικρατουσών συνθηκών δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πλήρως ή κυρίως εξαρτώμενα από τον αγνοούμενο, ώστε να μπορεί να τους καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό από την κινητή περιουσία του αγνοουμένου για σκοπούς επαγγελματικής ή οικογενειακής αποκατάστασης, και
Επειδή σε σχέση με την ακίνητη περιουσία του αγνοούμενου, δυνάμει των διατάξεων του πιο πάνω Νόμου οι διαχειριστές διαχειρίζονται αυτήν κατά τον πλέον επωφελή για τον αγνοούμενο τρόπο χωρίς όμως να μπορούν οι οικογένειές τους να αξιοποιήσουν την περιουσία τους και για την κάλυψη δικών τους οικογενειακών, επαγγελματικών ή άλλων αναγκών, και
Επειδή τούτο δικαιολογημένα δε φαίνεται να ανταποκρίνεται στην καθ΄ υπόθεση πραγματική βούληση του αγνοουμένου, εάν ο τελευταίος ζει, ως πρέπει να θεωρείται μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, και
Επειδή καθίσταται αναγκαία η παροχή νομικής δυνατότητας αξιοποιήσεως της κινητής και ακίνητης περιουσίας των αγνοουμένων κατά τρόπο συνάδοντα με την τεκμαιρομένη βούλησή τους, έτσι ώστε τα προσφιλή τους πρόσωπα να μπορέσουν να την αξιοποιήσουν προς ικανοποίηση δικών τους αναγκών, και
Επειδή τούτο δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου, στο οποίο η έννοια της αφάνειας, όπου ο άφαντος τεκμαίρεται ζων, είναι άγνωστη, και
Και επειδή κατ΄ ακολουθίαν καθίσταται αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση του θέματος,
Για όλα αυτά η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ρυθμίσεως Ορισμένων Θεμάτων σε σχέση με τις Περιουσίες των Αγνοουμένων Νόμος του 2003.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
ʺαγνοούμενοςʺ σημαίνει πολίτη της Δημοκρατίας, ο οποίος λόγω των δικοινοτικών ταραχών της περιόδου 1963-1964 και 1967 όπως και της Τουρκικής εισβολής της 20ής Ιουλίου 1974 και της συνεπεία αυτών δημιουργηθείσας κατάστασης ελλείπει και για τον οποίο η κυβέρνηση της Δημοκρατίας δεν έχει αποδεικτικά στοιχεία κατά πόσο αυτός ζει ή απεβίωσε·
"ακίνητη περιουσία" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο·
"δικαιούχος" σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο θα αποκτούσε δικαίωμα κληρονομικής διαδοχής εάν ο αγνοούμενος απέθνησκε την ημέρα συμπληρώσεως της πενταετούς χρονικής περιόδου που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 και περιλαμβάνει μνηστή, εάν η τελευταία απέκτησε τέκνο από τον αγνοούμενο και παρέμεινε άγαμη μέχρι την ημέρα τελεσιδικίας του διατάγματος·
"Δικαστήριο" σημαίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία ο αγνοούμενος είχε τον τελευταίο πριν από την εξαφάνισή του τόπο διαμονής του στη Δημοκρατία, και αν αυτός δεν είναι στη Δημοκρατία, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας·
"κινητή περιουσία" σημαίνει πάσης φύσεως περιουσία, η οποία δεν είναι ακίνητη περιουσία·
"περιουσία" περιλαμβάνει κινητή και ακίνητη περιουσία.
3. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 14 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, πρόσωπο το οποίο είναι αγνοούμενο δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, να κηρυχτεί άφαντο με διάταγμα Δικαστηρίου.
(2) Η κήρυξη της αφάνειας δύναται να γίνει μετά την πάροδο πέντε ετών από την τελευταία αξιόπιστη είδηση για το πρόσωπο αυτό.
(3) Πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Αγνοουμένων για την ημερομηνία της τελευταίας, πριν από την έκδοση του πιστοποιητικού, αξιόπιστης είδησης για τον αγνοούμενο, είναι δεκτό ως μαρτυρία και αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σ΄ αυτό.
(4) (α)Αν κριθεί ότι τα γεγονότα που αναφέρει η αίτηση για την αφάνεια αποδείχθηκαν εκδίδεται το διάταγμα κήρυξης της αφάνειας.
(β)Η κήρυξη αφάνειας δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι το πρόσωπο που είναι αγνοούμενο κατέστη άφαντο κατά την ορισμένη στο διάταγμα κήρυξης της αφάνειας ημερομηνία.
(5) Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός προσώπων η αμφισβήτηση ως προς το πιο από τα δύο ή περισσότερα πρόσωπα εξαφανίστηκε πρώτο, ο ισχυριζόμενος ότι η εξαφάνιση του ενός από αυτά προηγήθηκε, οφείλει να προσαγάγει απόδειξη του ισχυρισμού του. Με την έλλειψη απόδειξης τεκμαίρεται ότι όλα τα πρόσωπα κατέστησαν άφαντα ταυτόχρονα.
(6) Διάταγμα κήρυξης της αφάνειας δύναται να εκδοθεί μόνο από Δικαστήριο και μόνο με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή του δικαιούχου. Στην τελευταία περίπτωση η αίτηση επιδίδεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο οποίος δύναται να εμφανιστεί στο Δικαστήριο και να εκθέσει τις απόψεις του.
4. Αν κατά τη διάρκεια της δίκης της αφάνειας εμφανιστεί ο αγνοούμενος ή φτάσουν αξιόπιστες ειδήσεις γι΄ αυτόν ή αποδειχτεί ο θάνατός του, η αίτηση απορρίπτεται.
5. (1) Ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το Δικαστήριο μπορεί να άρει την κατάσταση της αφάνειας. Η αίτηση κατονομάζει ως καθ΄ ους η αίτηση τον οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον και, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Η επίδοση της κλήσεως γίνεται με τον ίδιο τρόπο που καθορίζουν οι Θεσμοί της Πολιτικής Δικονομίας για την επίδοση κλητηρίων ενταλμάτων.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) αίτηση επιτυγχάνει αν αποδειχθεί ότι ο αγνοούμενος ζει ή ότι έχει αποθάνει. Αν αποδειχθεί θάνατος, θεωρείται ότι:
(α) Οι διορισθέντες δυνάμει του παρόντος Νόμου διαχειριστές έχουν διορισθεί από της αποδοχής της αιτήσεως άρσεως της αφάνειας δυνάμει του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου.
(β) Κάθε τι, το οποίο έγινε δυνάμει και σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, περιλαμβανομένης και διανομής περιουσίας, θεωρείται νόμιμα γενόμενο.
(γ) Αν κατά τη χρονική στιγμή της άρσης της αφάνειας οι διορισθέντες δυνάμει του παρόντος Νόμου διαχειριστές έχουν απαλλαγεί, λόγω αποπερατώσεως του έργου τους, δε διορίζονται νέοι διαχειριστές, εκτός όπου σε περίπτωση διαχειριστών περιουσίας που έχουν απαλλαγεί δυνάμει του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου θα μπορούσε να αναβιώσει η διαχείριση.
(δ) Το δικαίωμα, που έχει δυνάμει του παρόντος Νόμου, η μνηστή, διατηρείται.
6. (1) Μετά την έκδοση του τελεσίδικου διατάγματος που κηρύσσει την αφάνεια μπορούν να ασκηθούν όλα τα δικαιώματα που εξαρτώνται από την αφάνεια του αγνοουμένου δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Τα αποτελέσματα της κήρυξης της αφάνειας αρχίζουν από την ημέρα της τελεσιδικίας του διατάγματος.
7. (1) Μετά την έκδοση του διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο κηρύσσεται η αφάνεια διορίζονται διαχειριστές για τη διαχείριση της περιουσίας του άφαντου κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου:
Νοείται ότι μέχρις ότου διοριστούν διαχειριστές σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου οι διαχειριστές που τυχόν διορίστηκαν σύμφωνα με τον περί Αγνοουμένων (Προσωριναί) Διατάξεις Νόμο συνεχίζουν να είναι διαχειριστές και υπέχουν τις υποχρεώσεις του Νόμου αυτού.
(2) Διαχειριστές οι οποίοι διορίστηκαν είτε δυνάμει του παρόντος Νόμου είτε δυνάμει του περί Αγνοουμένων (Προσωριναί) Διατάξεις Νόμου θα έχουν, σε σχέση με την περιουσία του άφαντου, τις ίδιες εξουσίες και υποχρεώσεις που υπέχουν οι διαχειριστές περιουσίας αποβιώσαντος.
(3) Σε περίπτωση διορισμού διαχειριστών δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, οι διαχειριστές που τυχόν είχαν διοριστεί δυνάμει του περί Αγνοουμένων (Προσωριναί) Διατάξεις Νόμου υποχρεούνται να παραδώσουν την περιουσία σ΄ αυτούς, χωρίς επηρεασμό των υποχρεώσεών τους αναφορικά με την γενομένην από αυτούς διαχείριση και κατάθεση λογαριασμών, σύμφωνα με το άρθρο 8 του εν λόγω Νόμου.
(4) Οι διαχειριστές ετοιμάζουν και καταθέτουν στο δικαστήριο εκτίμηση της περιουσίας του αγνοουμένου προτού προβούν στη διανομή της.
8. Το μερίδιο εκάστου δικαιούχου καθορίζεται κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου:
9. (1) Αν εμφανιστεί ο αγνοούμενος ή αναγνωριστεί ότι τρίτοι έχουν υπέρτερα δικαιώματα, αυτοί που άντλησαν δικαίωμα από την κήρυξη της αφάνειας έχουν υποχρέωση να αποδώσουν ό,τι πήραν.
(2) Αν ληφθείσα περιουσία εξακολουθεί να είναι στα χέρια προσώπων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα παραδόσεώς της, αν όχι, το Δικαστήριο καθορίζει την αξία της και εκδίδει απόφαση αντίστοιχη με αυτήν, εκτός αν ο λαβών την περιουσία εισέπραξε μεγαλύτερο ποσό για τη διάθεσή της, οπότε η απόφαση αντιστοιχεί στο τελευταίο.
10. Η περιουσία του αγνοουμένου κατά τη διαχείριση αυτής, μετά την έκδοση του διατάγματος κήρυξης της αφάνειας με βάση τον παρόντα Νόμο, απαλλάσσεται από την επιβολή οποιασδήποτε φορολογίας ή τέλους ή επιβάρυνσης που επιβάλλονται δυνάμει των πιο κάτω Νόμων, από την ημερομηνία κήρυξης της αφάνειας με βάση το διάταγμα:
(α)Των περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμων·
(β)των περί Φορολογίας των Κληρονομιών Νόμων·
(γ)των περί Φορολογίας Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμων, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 3: