8. (1) Για την έκδοση δικαστικού διατάγματος δυνάμει της παραγράφου (α) εδαφίου (1) του άρθρου 7, που να απαγορεύει συγκεκριμένη προτιθέμενη αποξένωση περιουσίας του από πρωτοφειλέτη, ο χρόνος που λαμβάνεται υπόψη -
(α) για σκοπούς υπολογισμού των οικονομικών υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη έναντι του πιστωτή δυνάμει της συμφωνίας δανείου, όπως διαλαμβάνεται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 πιο πάνω, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο εκδικάζεται η αίτηση,
(β) για σκοπούς κρίσης του ζητήματος κατά πόσο αν διενεργηθεί η προτιθέμενη αποξένωση αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα να παραμείνει ο πρωτοφειλέτης άνευ επαρκούς περιουσίας που θα υπόκειτο κανονικά σε εκτέλεση για είσπραξη της οφειλής, αν υπήρχε δικαστική απόφαση εναντίον του πρωτοφειλέτη και υπέρ του πιστωτή για είσπραξή της, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο σκοπείται να διενεργηθεί η προτιθέμενη αποξένωση.
(2) Δικαστήριο που εκδίδει διάταγμα δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, με το οποίο κηρύττεται άκυρη διενεργηθείσα από πρωτοφειλέτη αποξένωση περιουσίας που του ανήκει λόγω του ότι συνιστά πράξη καταδολίευσης του εγγυητή, δύναται να διατάξει επίσης, όπως ακυρωθεί η σχετική εγγραφή ή επιβάρυνση της περιουσίας ή η με άλλο τρόπο αποξένωσή της επ’ ονόματι ή προς όφελος τρίτου, και όπως επανεγγραφεί αυτή επ’ ονόματι του πρωτοφειλέτη, ή όπως εγγραφεί επ’ ονόματι αυτού χωρίς τη σχετική επιβάρυνση προς όφελος τρίτου, ανάλογα με την περίπτωση.