1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμος του 2003.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια : -
«αποξένωση» σημαίνει μεταβίβαση, επιβάρυνση ή με άλλο τρόπο αποξένωση περιουσίας, περιλαμβανομένης της δωρεάς, πώλησης, ενεχυρίασης και υποθήκευσής της·
«δάνειο» σημαίνει δανεισμό οποιουδήποτε ποσού χρημάτων που παραχωρείται δυνάμει συμφωνίας δανείου σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και περιλαμβάνει γραμμάτιο και οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική διεύκολυνση·
«εγγυητής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο που εγγυάται την αποπληρωμή μέρους ή του όλου ποσού δανείου που συνάπτει πρωτοφειλέτης δυνάμει συμφωνίας δανείου με πιστωτή·
«οφειλή» σημαίνει το δυνάμει συμφωνίας δανείου εκάστοτε οφειλόμενο ποσό δανείου και τόκων και άλλων εξόδων που αποτελεί αντικείμενο σύμβασης εγγύησης·
«περιουσία» σημαίνει κινητή και ακίνητη περιουσία και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο·
«πιστωτής» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που παρέχει δάνειο σε άλλο πρόσωπο και περιλαμβάνει Τράπεζα με την έννοια των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων, συνεργατική εταιρεία εγγεγραμμένη δυνάμει των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων, την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δημοτικό συμβούλιο, και περιλαμβάνει πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου δικαίου·
«πρωτοφειλέτης» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει δάνειο από πιστωτή·
«συμφωνία δανείου» σημαίνει γραπτή συμφωνία δυνάμει της οποίας παραχωρείται δάνειο, και περιλαμβάνει συμφωνία ενοικιαγοράς, συναλλαγματική και γραμμάτιο·
«σύμβαση εγγύησης» σημαίνει τη σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο.
3. (1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται αναφορικά με συμβάσεις εγγύησης με την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου, στις περιπτώσεις που ο εγγυητής είναι φυσικό πρόσωπο το οποίο με τη σύμβαση εγγύησης εγγυάται σε πιστωτή, να εκπληρώσει την υπόσχεση ή υποχρέωση αποπληρωμής ολόκληρου ή μέρους του ποσού δανείου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσής της από τον πρωτοφειλέτη στον οποίο παραχωρείται το δάνειο:
(2) Στον παρόντα Νόμο οι όροι «εγγυητής», «πιστωτής», και «πρωτοφειλέτης» αφορούν συμβάσεις εγγύησης στις περιπτώσεις στις οποίες κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται ο παρών Νόμος.
4. (1) Σύμβαση εγγύησης δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή με την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου, εκτός αν συνάπτεται γραπτώς και φέρει την υπογραφή του εγγυητή και την ημερομηνία κατά την οποία την υπέγραψε.
(2) Έκαστος των συμβαλλομένων σε μη έγκυρη και εκτελεστή σύμβαση εγγύησης, λόγω του ότι δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, έχει έναντι του αντισυμβαλλομένου του τις θεραπείες, τις υπερασπίσεις, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, ανάλογα με την περίπτωση, που παρέχονται δυνάμει του περί Συμβάσεων Νόμου.
5. Προτού ο προτιθέμενος εγγυητής υπογράψει σύμβαση εγγύησης σε σχέση με την παραχώρηση δανείου για ποσό πέραν των πέντε χιλιάδων λιρών, ο προτιθέμενος πιστωτής παραδίδει ή διευθετεί την παράδοση στον προτιθέμενο εγγυητή ή σε πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του·
(α) επιστολή στην οποία αποκαλύπτονται και καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά με την παροχή της εγγύησης : -
(i) Το ποσό του δανείου που παραχωρείται δυνάμει της συμφωνίας δανείου, τα επιτόκια και οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση σε σχέση με τον τόκο και ο τρόπος και χρόνος αποπληρωμής της συνολικής οφειλής από τον πρωτοφειλέτη,
(ii) το ποσό εκάστης δόσης αποπληρωμής σε περίπτωση αποπληρωμής του δανείου τμηματικώς και η ημερομηνία ή η προθεσμία εντός της οποίας αυτή καθίσταται πληρωτέα δυνάμει της συμφωνίας δανείου,
(iii) το ποσοστό του τόκου που χρεώνεται δυνάμει της συμφωνίας δανείου σε περίπτωση υπερημερίας του πρωτοφειλέτη στην αποληρωμή του δανείου ή των δόσεων αποπληρωμής ή αθέτισης της υπόσχεσης ή υποχρέωσής του να το αποπληρώσει κατά τα διαλαμβανόμενα στην εν λόγω συμφωνία,
(iv) σε περίπτωση ύπαρξης συνεγγυητών, τα ονόματά τους και κατά πόσο ο εγγυητής και έκαστος των συνεγγυητών του κεχωρισμένως, θα παρέχει την εγγύησή του στον πιστωτή σε σχέση με ολόκληρο το ποσό που αποτελεί υπόσχεση ή υποχρέωση του πρωτοφειλέτη να καταβάλει στον πιστωτή δυνάμει της συμφωνίας δανείου ή κατά πόσο ο εγγυητής θα παρέχει στον πιστωτή την εγγύησή του μόνο για καθορισμένο μέρος του εν λόγω ποσού.
(β) γραπτή δήλωση του προτιθέμενου πρωτοφειλέτη σχετικά με όλα τα περιουσιακά στοιχεία του προτιθέμενου πρωτοφειλέτη, περιλαμβανομένων των λεπτομερειών τυχόν επιβαρύνσεων της περιουσίας του που θα ισχύουν με τη σύναψη της συμφωνίας δανείου.
6. (1) Αποξένωση περιουσίας που ανήκει σε πρωτοφειλέτη, ενόσω αυτός έχει οφειλή, συνιστά πράξη καταδολίευσης του εγγυητή, στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Αν ως αποτέλεσμα της αποξένωσης ο πρωτοφειλέτης παραμένει άνευ επαρκούς περιουσίας η οποία θα υπόκειτο σε εκτέλεση για είσπραξη της οφειλής, αν υπήρχε δικαστική απόφαση εναντίον του και υπέρ του πιστωτή για καταβολή της κατά το χρόνο της αποξένωσης,
(β) Αν η αποξένωση γίνεται άνευ λογικού ανταλλάγματος ή γίνεται προς όφελος προσώπου που είναι ο πατέρας, η μητέρα, ο ή η σύζυγος, το τέκνο, ο εγγονός ή η εγγονή, ο αδελφός ή η αδελφή του πρωτοφειλέτη:
Νοείται ότι, αποξένωση σε συγγενικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (β) πιο πάνω, δε συνιστά πράξη καταδολίευσης του εγγυητή, αν ο πρωτοφειλέτης αποδείξει ότι η μεταβίβαση ή επιβάρυνση ή ανταλλαγή με ίσης τουλάχιστον αξίας περιουσία έγινε καλόπιστα και λογικά με σκοπό τη μόρφωση, ιατρική περίθαλψη ή αντιμετώπιση βασικών αναγκών της οικογένειας του πρωτοφειλέτη· και
(γ) εφόσον κατά τα διαλαμβανόμενα στη συμφωνία δανείου:
(i) το οφειλόμενο ποσό που αφορά η σύμβαση εγγύησης καθίσταται εξ’ ολοκλήρου πληρωτέο από τον πρωτοφειλέτη εντός καθορισμένης στη συμφωνία δανείου προθεσμίας ή σε καθορισμένη ημερομηνία, και όχι τμηματικώς, και η αποξένωση γίνεται παρά το ότι εξακολουθεί κατ’ εκείνο το χρόνο να παραμένει απλήρωτο ολόκληρο το ποσό της οφειλής ή το μεγαλύτερο μέρος του, και είτε έχει ήδη παρέλθει η εν λόγω ημερομηνία ή έχει λήξει η προθεσμία, είτε πλησιάζει να παρέλθει ή να λήξει αυτή, ή
(ii) το οφειλόμενο ποσό που αφορά η σύμβαση εγγύησης είναι πληρωτέο από τον πρωτοφειλέτη τμηματικώς με δόσεις, και η αποξένωση γίνεται ενόσω υπάρχει υπερημερία καταβολής σημαντικού αριθμού δόσεων ή ενόσω παραμένει απλήρωτο ολόκληρο ή μεγάλο μέρος της οφειλής.
(2) Ο εγγυητής έχει τις θεραπείες που αναφέρονται στο άρθρο 7 σε περίπτωση που πρωτοφειλέτης διενήργησε ή προτίθεται να διενεργήσει αποξένωση περιουσίας η οποία συνιστά ή δυνατόν να συνιστά πράξη καταδολίευσης του εγγυητή κατά τα διαλαμβανόμενα στο παρόν άρθρο.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και των άρθρων 7 και 8 δεν επηρεάζουν τα δικαιώματα και τις θεραπείες που παρέχονται σε πιστωτή σε περίπτωση δόλιας μεταβίβασης δυνάμει του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου.
7. (1) Με αγωγή του στο δικαστήριο ή με ενδιάμεση αίτηση ή υπεράσπιση ή ένσταση στα πλαίσια εκκρεμούσας αγωγής ή διαδικασίας μέτρων εκτέλεσης ή διαδικασίας αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής από τον πιστωτή έναντι του εγγυητή σε σχέση με τη σύμβαση εγγύησης, ο εγγυητής δύναται να ζητήσει και να εξασφαλίσει:
(α) απόφαση ή και διάταγμα μόνιμο ή και παρεμπίπτον που να απαγορεύει σε πρωτοφειλέτη να διενεργήσει συγκεκριμένη προτιθέμενη αποξένωση περιουσίας που του ανήκει, η οποία δυνατόν να συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 του παρόντος Νόμου πράξη καταδολίευσης του εγγυητή μέχρις αποπληρωμής της σχετικής οφειλής,
(β) απόφαση ή και διάταγμα που να κηρύττει άκυρη τυχόν ήδη διενεργηθείσα από πρωτοφειλέτη αποξένωση περιουσίας που του ανήκει, η οποία συνιστά κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 πράξη καταδολίευσης του εγγυητή, νοουμένου ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα οποιουδήποτε αποδέκτη της περιουσίας που ενήργησε καλόπιστα δεν επηρεάζονται.
(2) Για την έκδοση δικαστικής απόφασης ή και διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, το δικαστήριο λαμβάνει δεόντως υπόψη τα συμφέροντα οποιουδήποτε τρίτου επί της περιουσίας που αποτελεί αντικείμενο της αίτησης και δύναται προς τούτο, κατά την κρίση του, να διατάξει όπως γίνει επίδοση της αγωγής ή της αίτησης και να επιτρέψει σ’ αυτό να παρουσιαστεί και ακουστεί κατά τη διαδικασία.
8. (1) Για την έκδοση δικαστικού διατάγματος δυνάμει της παραγράφου (α) εδαφίου (1) του άρθρου 7, που να απαγορεύει συγκεκριμένη προτιθέμενη αποξένωση περιουσίας του από πρωτοφειλέτη, ο χρόνος που λαμβάνεται υπόψη -
(α) για σκοπούς υπολογισμού των οικονομικών υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη έναντι του πιστωτή δυνάμει της συμφωνίας δανείου, όπως διαλαμβάνεται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 πιο πάνω, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο εκδικάζεται η αίτηση,
(β) για σκοπούς κρίσης του ζητήματος κατά πόσο αν διενεργηθεί η προτιθέμενη αποξένωση αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα να παραμείνει ο πρωτοφειλέτης άνευ επαρκούς περιουσίας που θα υπόκειτο κανονικά σε εκτέλεση για είσπραξη της οφειλής, αν υπήρχε δικαστική απόφαση εναντίον του πρωτοφειλέτη και υπέρ του πιστωτή για είσπραξή της, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο σκοπείται να διενεργηθεί η προτιθέμενη αποξένωση.
(2) Δικαστήριο που εκδίδει διάταγμα δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, με το οποίο κηρύττεται άκυρη διενεργηθείσα από πρωτοφειλέτη αποξένωση περιουσίας που του ανήκει λόγω του ότι συνιστά πράξη καταδολίευσης του εγγυητή, δύναται να διατάξει επίσης, όπως ακυρωθεί η σχετική εγγραφή ή επιβάρυνση της περιουσίας ή η με άλλο τρόπο αποξένωσή της επ’ ονόματι ή προς όφελος τρίτου, και όπως επανεγγραφεί αυτή επ’ ονόματι του πρωτοφειλέτη, ή όπως εγγραφεί επ’ ονόματι αυτού χωρίς τη σχετική επιβάρυνση προς όφελος τρίτου, ανάλογα με την περίπτωση.
9. Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ Νόμου, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου παρέχεται εξουσία σε δικαστήριο να διατάξει καθ’ όσον αφορά τον εγγυητή, αναστολή της εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εναντίον του στην έκταση που αφορά κατάσχεση και πώληση κινητής ιδιοκτησίας του ή πώληση ή επιβάρυνση (memo) της ακίνητης ιδιοκτησίας του ή αίτηση καταβολής μηνιαίων δόσεων όπως προβλέπεται στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο ή αίτηση έκδοσης διατάγματος παραλαβής όπως προβλέπεται στον περί Πτώχευσης Νόμο, ως ακολούθως:
(α) κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτή εκδίδεται εκ συμφώνου ή κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας και κατόπιν παρουσίασης στο δικαστήριο από τον εγγυητή όλων των σχετικών στοιχείων·
(β) σε περίπτωση έκδοσης απόφασης και τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 10, οποτεδήποτε μετά την έκδοση της απόφασης με τη συγκατάθεση του πιστωτή και του πρωτοφειλέτη ή χωρίς τέτοια συγκατάθεση·
(γ) κατά το χρόνο έκδοσης απόφασης ή διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7.
10. (1) Δικαστήριο διατάσσει δυνάμει του άρθρου 9, όταν κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο και ορθό, την αναστολή της εκτέλεσης απόφασης καθ’ όσον αφορά τον εγγυητή, και ενόσω παραμένει ανικανοποίητη η οφειλή, στις πιο κάτω περιπτώσεις -
(α) Όταν υποβληθεί από τον εγγυητή στο δικαστήριο κατά την ακρόαση αγωγής εναντίον του ή εναντίον του και εναντίον του πρωτοφειλέτη ή και των συνεγγυητών για την είσπραξη οφειλής αίτημα για αναστολή και το δικαστήριο ικανοποιηθεί με βάση την ενώπιον του σχετική με το αίτημα μαρτυρία ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή και περιουσία να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή, που αποτελεί το αντικείμενο σύμβασης εγγύησης:
(ί) ότι έχει λάβει ειδοποίηση από δικαστικό επιδότη ότι ο πρωτοφειλέτης δεν έχει κινητή περιουσία· ή
(ίί) σε περίπτωση που ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα παραλαβής ή διάταγμα πτώχευσης εναντίον του πρωτοφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του περί Πτώχευσης Νόμου· ή
(ίίί) σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης είναι εταιρεία, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου· ή
(ίν) σε περίπτωση που έχει εκδοθεί διάταγμα πληρωμής του χρέους με μηνιαίες δόσεις εναντίον του πρωτοφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα παράβασης του σχετικού διατάγματος μηνιαίων δόσεων· ή
(ν) σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται οποιαδήποτε υποθηκευμένη ακίνητη ιδιοκτησία του πρωτοφειλέτη προς όφελος του πιστωτή, ότι αυτή δεν έχει ακόμα εκποιηθεί δυνάμει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου.
(α1) Σε περίπτωση που πιστωτής, στα πλαίσια εκδίκασης αγωγής ή στα πλαίσια διαδικασίας μέτρων εκτέλεσης ή διαδικασίας αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής από τον πιστωτή έναντι του εγγυητή σε σχέση με τη σύμβαση εγγύησης, δεν αποδείξει ότι έχει εξαντλήσει τις διαθέσιμες στον ίδιο διαδικασίες έναντι του πρωτοφειλέτη για την είσπραξη της οφειλής:
(i) ότι έχει λάβει ειδοποίηση από δικαστικό επιδότη ότι ο πρωτοφειλέτης δεν έχει κινητή περιουσία· ή
(ίί) σε περίπτωση που ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα παραλαβής ή διάταγμα πτώχευσης εναντίον του πρωτοφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του περί Πτώχευσης Νόμου· ή
(iϊί) σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης είναι εταιρεία, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου· ή
(ίν) σε περίπτωση που έχει εκδοθεί διάταγμα πληρωμής του χρέους με μηνιαίες δόσεις εναντίον του πρωτοφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα παράβασης του σχετικού διατάγματος μηνιαίων δόσεων· ή
(ν) σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται οποιαδήποτε υποθηκευμένη ακίνητη ιδιοκτησία του πρωτοφειλέτη προς όφελος του πιστωτή, ότι αυτή δεν έχει ακόμα εκποιηθεί δύνάμει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου.
(β) όταν ο πιστωτής, ο εγγυητής, και ο πρωτοφειλέτης συμφωνούν κατά την έκδοση απόφασης ή οποτεδήποτε μετά την έκδοσή της, ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή περιουσία για να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης εγγύησης, και εκ συμφώνου δέχονται να εκδοθεί διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης καθ’ όσον αφορά τον εγγυητή,
(γ) όταν υποβληθεί από τον εγγυητή αίτηση για αναστολή οποτεδήποτε μετά την έκδοση απόφασης και το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή περιουσία που εκ πρώτης όψεως είναι τέτοιας αξίας ώστε να είναι αρκετή για να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή, που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης εγγύησης:
(i) ότι έχει λάβει ειδοποίηση από δικαστικό επιδότη ότι ο πρωτοφειλέτης δεν έχει κινητή περιουσία· ή
(ίί) σε περίπτωση που ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα παραλαβής ή διάταγμα πτώχευσης εναντίον του πρωτοφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του περί Πτώχευσης Νόμου· ή
(ίίi) σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης είναι εταιρεία, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου· ή
(ίν) σε περίπτωση που έχει εκδοθεί διάταγμα πληρωμής του χρέους με μηνιαίες δόσεις εναντίον του πρωτοφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ότι έχει εκδοθεί διάταγμα παράβασης του σχετικού διατάγματος μηνιαίων δόσεων· ή
(ν) σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται οποιαδήποτε υποθηκευμένη ακίνητη ιδιοκτησία του πρωτοφειλέτη προς όφελος του πιστωτή, ότι αυτή δεν έχει ακόμα εκποιηθεί δυνάμει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου.
(δ) σε περίπτωση που υπάρχει υποθήκη επί ακινήτου ιδιοκτησίας του πρωτοφειλέτη που δεν έχει εκποιηθεί:
(2) Για τους σκοπούς των άρθρων 9 και 10:
(α) ακρόαση αγωγής και απόφαση δικαστηρίου περιλαμβάνει διαδικασία και διαιτητική απόφαση με βάση τις διατάξεις του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου· και
(β) εκτέλεση απόφασης δικαστηρίου περιλαμβάνει και πτώχευση.
11. Αναστολή της εκτέλεσης απόφασης που διατάττεται δυνάμει των άρθρων 9 και 10, παύει να ισχύει σε περίπτωση που στα πλαίσια της διαδικασίας εκτέλεσης της απόφασης εναντίον της περιουσίας του πρωτοφειλέτη, προκύψει ότι τα οικονομικά στοιχεία και ή η περιουσία του που προσδιορίζεται στο διάταγμα αναστολής δεν ήταν ή δεν είναι ικανοποιητικά για την εκτέλεση της απόφασης:
Νοείται ότι το γεγονός ότι τα οικονομικά στοιχεία ή η περιουσία δεν ήταν ή δεν είναι ικανοποιητική για την εκτέλεση της απόφασης και ότι ως εκ τούτου δέον να παύσει να ισχύει η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης καθ’ όσον αφορά τον εγγυητή δηλώνεται και διατάσσεται από το δικαστήριο σε αίτηση που υποβάλλεται γι’ αυτό το σκοπό από τον πιστωτή ή τον πρωτοφειλέτη ή και από τους δύο.
12. (1) Σε κάθε σύμβαση εγγύησης, ο πιστωτής υποχρεούται να ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση και γραπτώς τον εγγυητή με επιστολή του στη διεύθυνσή του που καταγράφηκε στη συμφωνία δανείου ή στην τελευταία γνωστή στον πιστωτή διεύθυνσή του για κάθε καθυστέρηση καταβολής τριών τουλάχιστον δόσεων ή αθέτηση από τον πρωτοφειλέτη οποιασδήποτε άλλης υπόσχεσης ή υποχρέωσής του δυνάμει της συμφωνίας δανείου ή άρση ή μεταβολή οποιασδήποτε επιβάρυνσης που είχε τεθεί στην περιουσία του προς όφελος του πιστωτή για τους σκοπούς της συμφωνίας δανείου.
(2) Σε κάθε σύμβαση εγγύησης, ο πιστωτής υποχρεούται να οχλήσει τον πρωτοφειλέτη σε κατάλληλο χρόνο με επιστολή του στη διεύθυνση που καταγράφηκε στη σύμβαση δανείου ή στην τελευταία γνωστή στον πιστωτή διεύθυνση του πρωτοφειλέτη καλώντας τον να εκπληρώσει τη δυνάμει της συμφωνίας δανείου υπόσχεση ή υποχρέωσή του να αποπληρώσει το δάνειο, η οποία αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης εγγύησης, ανεξάρτητα από το κατά πόσο ο πρωτοφειλέτης ανέλαβε ή δεν ανέλαβε υποχρέωση δυνάμει της συμφωνίας δανείου να εκπληρώσει την εν λόγω υπόσχεση ή υποχρέωση κατόπιν οχλήσεως του πιστωτή:
(3) Παράλειψη εκτέλεσης από τον πιστωτή, οποιασδήποτε υποχρέωσης που του επιβάλλεται κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου : -
(α) θεωρείται παράλειψη τέλεσης πράξης που επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του πιστωτή προς τον εγγυητή μέσα στην έννοια του άρθρου 97 του περί Συμβάσεων Νόμου, και απαλλάσσει τον εγγυητή σε περίπτωση που συνεπεία αυτής παραβλάπτεται, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η τελική ικανοποίηση του ιδίου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη,
(β) συνιστά εν πάση περιπτώσει, παραβίαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εγγύησης από τον πιστωτή, σε σχέση με την οποία παρέχονται στον εγγυητή και πιστωτή, οι θεραπείες, οι υπερασπίσεις, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που παρέχονται δυνάμει του περί Συμβάσεων Νόμου σε σχέση με παραβίαση ουσιώδους όρου σύμβασης από αντισυμβαλλόμενο.
13. (1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε σχέση με συμβάσεις εγγύησης που συνάπτονται μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος αυτού καθώς και σε σχέση με συμβάσεις εγγύησης που συνήφθησαν πριν την εν λόγω ημερομηνία.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι διατάξεις των άρθρων 6, 7, 8, 9 και 10 εφαρμόζονται σε αποφάσεις δικαστηρίων και σε διαιτητικές αποφάσεις δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου που είχαν ήδη εκδοθεί πριν ή κατά ή που εκδίδονται μετά την 31η Δεκεμβρίου 2003.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται σε σχέση με συμβάσεις εγγύησης στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις για τα προσωπικά σχέδια αποπληρωμής ή τα σχέδια αναδιάρθρωσης νομικού προσώπου που διαλαμβάνονται στον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015 ή στον περί Εταιρειών (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2015.
15. Εκτός στην έκταση που υπάρχει διαφορετική ή ειδική πρόβλεψη για συγκεκριμένο ζήτημα στον παρόντα Νόμο, οι διατάξεις του περί Συμβάσεων Νόμου τυγχάνουν εφαρμογής και σε συμβάσεις εγγύησης στις οποίες τυγχάνει εφαρμογής ο παρών Νόμος.