10. (1) Δικαστήριο διατάσσει δυνάμει του άρθρου 9, όταν κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο και ορθό, την αναστολή της εκτέλεσης απόφασης καθ’ όσον αφορά τον εγγυητή, και ενόσω παραμένει ανικανοποίητη η οφειλή, στις πιο κάτω περιπτώσεις -
(α) Όταν υποβληθεί από τον εγγυητή στο δικαστήριο κατά την ακρόαση αγωγής εναντίον του ή εναντίον του και εναντίον του πρωτοφειλέτη ή και των συνεγγυητών για την είσπραξη οφειλής αίτημα για αναστολή και το δικαστήριο ικανοποιηθεί με βάση την ενώπιον του σχετική με το αίτημα μαρτυρία ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή και περιουσία να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή, που αποτελεί το αντικείμενο σύμβασης εγγύησης,
(β) όταν ο πιστωτής, ο εγγυητής, και ο πρωτοφειλέτης συμφωνούν κατά την έκδοση απόφασης ή οποτεδήποτε μετά την έκδοσή της, ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή περιουσία για να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης εγγύησης, και εκ συμφώνου δέχονται να εκδοθεί διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης καθ’ όσον αφορά τον εγγυητή,
(γ) όταν υποβληθεί από τον εγγυητή αίτηση για αναστολή οποτεδήποτε μετά την έκδοση απόφασης και το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή περιουσία που εκ πρώτης όψεως είναι τέτοιας αξίας ώστε να είναι αρκετή για να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή, που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης εγγύησης:
Νοείται ότι κατά την έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης απόφασης εναντίον του εγγυητή το δικαστήριο αναφέρει τα οικονομικά στοιχεία ή και προσδιορίζει την περιουσία για την οποία το δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ή για την οποία ο πιστωτής, ο εγγυητής και ο πρωτοφειλέτης συμφωνούν, ανάλογα με την περίπτωση, ότι είναι δυνατόν εκ πρώτης όψεως να ικανοποιήσει την εξ’ αποφάσεως οφειλή και απαγορεύει στον πρωτοφειλέτη να αποξενώσει την προσδιοριζόμενη στο διάταγμα περιουσία ή τα οικονομικά στοιχεία, ενόσω παραμένει ανικανοποίητη η εξ’ αποφάσεως οφειλή ή οποιοδήποτε μέρος της:
Νοείται περαιτέρω ότι απαγόρευση εναντίον πρωτοφειλέτη να αποξενώσει περιουσία του δεν επηρεάζει τη λήψη ή υλοποίηση οποιωνδήποτε μέτρων εναντίον της περιουσίας, προς εκτέλεση άλλης προυπάρχουσας δικαστικής απόφασης εναντίον του πρωτοφειλέτη ή την εκποίησή της στα πλαίσια εκτέλεσης υποθήκης ή άλλης επιβάρυνσης που υφίστατο ήδη κατά το χρόνο της απαγόρευσης, καθώς επίσης και τη λήψη ή υλοποίηση οποιωνδήποτε μέτρων από τον πιστωτή εναντίον της περιουσίας, προς εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε υπέρ του και εναντίον του πρωτοφειλέτη, περιλαμβανομένου και του μέτρου της εκποίησης υποθήκης ή άλλης επιβάρυνσης που παραχωρήθηκε προς εξασφάλιση της αποπληρωμής της οφειλής.
(δ) σε περίπτωση που υπάρχει υποθήκη επί ακινήτου ιδιοκτησίας του πρωτοφειλέτη που δεν έχει εκποιηθεί:
Νοείται ότι διάταγμα που δίδεται γι’ αυτό το λόγο παύει να έχει ισχύ, εάν μετά την εκποίηση της υποθήκης, παραμένει οποιοδήποτε μέρος του χρέους ανεξόφλητο.
(2) Για τους σκοπούς των άρθρων 9 και 10:
(α) ακρόαση αγωγής και απόφαση δικαστηρίου περιλαμβάνει διαδικασία και διαιτητική απόφαση με βάση τις διατάξεις του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου· και
(β) εκτέλεση απόφασης δικαστηρίου περιλαμβάνει και πτώχευση.