14.-(1) (α) Τα πιστωτικά ιδρύματα, οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών και οι άλλοι οικονομικοί φορείς που αναφέρονται στο Άρθρο 6 παράγραφος 1, του Κανονισμού 1338/2001 οφείλουν να παρακρατούν τα τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ευρώ τα οποία έχουν λάβει και για τα οποία γνωρίζουν ή έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι είναι πλαστά τραπεζογραμμάτια ή κίβδηλα κέρματα και να τα παραδίδουν αμελλητί στο Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων και στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων, αντίστοιχα.
(β) Tα ιδρύματα, οι πάροχοι και οι φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα τραπεζογραμμάτια ευρώ που έχουν λάβει και προτίθενται να θέσουν εκ νέου σε κυκλοφορία έχουν ελεγχθεί ως προς τη γνησιότητα και την καταλληλότητά τους σύμφωνα με τις διαδικασίες ελέγχου που περιλαμβάνονται στην Απόφαση 2010/597/EU και να παραδίδουν τα ύποπτα ως πλαστά και τα ακατάλληλα προς κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια ευρώ στις αρχές που ορίζονται στην Απόφαση 2010/597/EU.
(2) Tα ιδρύματα, οι πάροχοι και οι φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 1210/2010 οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα κέρματα ευρώ που έχουν λάβει και προτίθενται να θέσουν εκ νέου σε κυκλοφορία έχουν ελεγχθεί ως προς τη γνησιότητα και την καταλληλότητά τους σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον Κανονισμό 1210/2010, και να παραδίδουν τα ύποπτα ως κίβδηλα κέρματα στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων και τα ακατάλληλα προς κυκλοφορία κέρματα ευρώ στην Κεντρική Τράπεζα.
(3) (α) Κάθε ύποπτο ως πλαστό τραπεζογραμμάτιο ή κίβδηλο κέρμα, που περιέρχεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή της Κεντρικής Τράπεζας, διαβιβάζεται στο Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων και στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων, αντίστοιχα.
(β) Κάθε ακατάλληλο προς κυκλοφορία τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα ευρώ, που περιέρχεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του Κέντρου Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων και του Εθνικού Κέντρου Ανάλυσης Κερμάτων, διαβιβάζεται στην Κεντρική Τράπεζα.
(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος άρθρου δύναται να εκδίδει οδηγίες προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τους λοιπούς παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και τους άλλους οικονομικούς φορείς που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ανεξαρτήτως του νομικού πλαισίου υπό το οποίο λειτουργούν.
(β) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει oδηγίες για θέματα που αφορούν-
(i) τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ,
(ii) τη διαδικασία αποστολής προς ανάλυση όλων των πλαστών τραπεζογραμματίων ή κίβδηλων κερμάτων, ή των τραπεζογραμματίων ή κερμάτων ευρώ για τα οποία έχουν λόγους να πιστεύουν ότι είναι πλαστά ή κίβδηλα, αντίστοιχα, στο Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων και στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων, αντίστοιχα,
(iii) τη διαδικασία αποστολής των ακατάλληλων προς κυκλοφορία τραπεζογραμματίων και κερμάτων στην Κεντρική Τράπεζα,
(iv) τη διαδικασία επιστροφής στα ιδρύματα, στους παρόχους και στους οικονομικούς φορείς των γνήσιων και κατάλληλων για κυκλοφορία τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ που εντοπίζονται μεταξύ των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ που παραδίδονται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2),
(v) την επιβολή τελών διεκπεραίωσης ή άλλων τελών σε σχέση με τα ακατάλληλα προς κυκλοφορία κέρματα που παραδίδονται σε αυτήν, και
(vi) τον καθορισμό των αναγκαίων στοιχείων, πληροφοριών ή/και εγγράφων που πρέπει να συλλέγονται ή/και να φυλάγονται ή/και να υποβάλλονται, για σκοπούς χρησιμοποίησης τους σε περίπτωση ποινικής δίωξης ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό.
(5) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 12 και 13 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση -
(α) μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις -
(i) του παρόντος άρθρου,
(ii) της Απόφασης 2010/597/EU,
(iii) του Άρθρου 6 του Κανονισμού 1338/2001,(iv) του Κανονισμού 1210/2010,
(v) οποιασδήποτε ατομικής ή κανονιστικής διοικητικής πράξης για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής του Κανονισμού 1210/2010, ή/και,
(vi) οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ή
(β) σε περίπτωση παροχής παραπλανητικών πληροφοριών για θέματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, η Κεντρική Τράπεζα, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το υπαίτιο ίδρυμα, πάροχο ή οικονομικό φορέα, δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000).
(6) Η καλόπιστη παροχή πληροφοριών, αναφορικά με υποψία για παραχαραγμένο νόμισμα καθώς και οποιαδήποτε ενέργεια προς συμμόρφωση με τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας, που σκοπό έχουν την καταπολέμηση της παραχάραξης νομίσματος, δεν αποτελούν παράβαση της τήρησης του απορρήτου:
(7) Η από ίδρυμα, πάροχο ή οικονομικό φορέα, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), καλόπιστη παρακράτηση και αποστολή, σύμφωνα με διαδικασία που ορίζεται στην ισχύουσα σχετική νομοθεσία, νομίσματος για το οποίο υπάρχει υποψία ότι είναι παραχαραγμένο ή κίβδηλο, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ευθύνη για το ίδρυμα, τον πάροχο ή τον οικονομικό φορέα αυτό, σε περίπτωση που το νόμισμα αυτό αποδειχθεί αργότερα γνήσιο, ούτε ο διευθυντής, ο λειτουργός ή ο υπάλληλος τέτοιου ιδρύματος, παρόχου ή οικονομικού φορέα υπέχει ευθύνη για αποζημίωση.
(8) (α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διεξάγει επιτόπιους ελέγχους, ακόμη και απροειδοποίητα, στις εγκαταστάσεις των ιδρυμάτων, παρόχων και φορέων, που προβλέπονται στο εδάφιο (1), προκειμένου να παρακολουθεί τη λειτουργία των μηχανημάτων που διαθέτουν για την επεξεργασία των τραπεζογραμματίων ευρώ, και συγκεκριμένα την τεχνική ικανότητά τους να ελέγχουν τη γνησιότητα και την καταλληλότητα, καθώς και να εντοπίζουν το δικαιούχο του λογαριασμού για τραπεζογραμμάτια ευρώ, για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι πλαστά ή/και η γνησιότητα των οποίων δεν μπορεί να πιστοποιηθεί σαφώς.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ζητεί στοιχεία, πληροφορίες ή/και έγγραφα, εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή όχι, που κρίνει απαραίτητα για σκοπούς διεξαγωγής των ελέγχων που προβλέπονται στην παράγραφο (α) καθώς και να λαμβάνει δείγματα τραπεζογραμματίων ευρώ που έχουν ελεγχθεί, προκειμένου να τα ελέγξει στις εγκαταστάσεις της.
(γ) Σε περίπτωση που κατά τη διαδικασία επιτόπιου ελέγχου εντοπιστεί μη συμμόρφωση ιδρύματος, παρόχου ή φορέα, που προβλέπεται στο εδάφιο (1), με την Απόφαση 2010/597/EU, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από το εν λόγω ίδρυμα, πάροχο ή φορέα τη λήψη, εντός καθορισμένης προθεσμίας, κατάλληλων μέτρων, όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει, προς αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης· η άρνηση ιδρύματος, παρόχου ή οικονομικού φορέα, που προβλέπεται στο εδάφιο (1), να συνεργαστεί με την Κεντρική Τράπεζα ως προς τη διενέργεια ελέγχου, θεωρείται ως μη συμμόρφωση.
(δ) Μέχρι την αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης με την Απόφαση 2010/597/EU, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να απαγορεύει σε ίδρυμα, πάροχο ή φορέα, που προβλέπεται στο εδάφιο (1), την εκ νέου θέση σε κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων ευρώ μίας ή περισσότερων ονομαστικών αξιών τις οποίες αφορά η μη συμμόρφωση· σε περίπτωση που η μη συμμόρφωση οφείλεται σε βλάβη του τύπου μηχανήματος επεξεργασίας τραπεζογραμματίων ευρώ, δύναται να οδηγήσει στη διαγραφή του από τον κατάλογο που δημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με την Απόφαση 2010/597/EU.
(9) (α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, στα πλαίσια του Άρθρου 6 του Κανονισμού 1210/2010, να διεξάγει ετήσιους επιτόπιους ελέγχους στα ιδρύματα, στους παρόχους και φορείς, που προβλέπονται στο εδάφιο (1) και που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού, για να επαληθεύσει, μέσω δοκιμασιών ανίχνευσης, την καλή λειτουργία αντιπροσωπευτικού αριθμού των χρησιμοποιούμενων μηχανών επεξεργασίας κερμάτων.
(β) Στο πλαίσιο των ετήσιων ελέγχων, η Κεντρική Τράπεζα οφείλει να παρακολουθεί την ικανότητα των προβλεπόμενων στην παράγραφο (α) ιδρυμάτων, παρόχων και φορέων να εξακριβώνουν τη γνησιότητα των κερμάτων ευρώ με βάση τη διαδικασία που ορίζεται στον Κανονισμό 1210/2010· για την παρακολούθηση της προβλεπόμενης στην παρούσα παράγραφο ικανότητας, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) ιδρύματα, παρόχους και φορείς την υποβολή των στοιχείων που προβλέπονται στο Άρθρο 6 παράγραφος 6 του Κανονισμού 1210/2010.
(10) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, «πλαστά τραπεζογραμμάτια» και «κίβδηλα κέρματα» σημαίνει τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ, αντίστοιχα, ή αυτά που έχουν τη μορφή τραπεζογραμματίων ή κερμάτων ευρώ, τα οποία είναι αποτέλεσμα δόλιας κατασκευής ή αλλοίωσης.