Για σκοπούς:-
(α) εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο-
«Απόφαση-Πλαίσιο 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 για ενίσχυση της προστασίας από την παραχάραξη εν όψει της εισαγωγής του ευρώ, με την επιβολή ποινών και άλλων κυρώσεων» και
«Απόφαση 2001/887/ΔΕΥ και Απόφαση-Πλαίσιο 2001/888/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2001 που τροποποιούν την Απόφαση -Πλαίσιο 2000/383/ΔΕΥ για την ενίσχυση της προστασίας από την παραχάραξη εν όψει της εισαγωγής του ευρώ, με την επιβολή ποινών και άλλων κυρώσεων»,
(β) εφαρμογής μέτρων που περιέχονται στους Κανονισμούς 1338/2001 και 1339/2001 του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία,
Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο -
«Οδηγία 2014/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Νομίσματος (Παραχάραξη και άλλα Συναφή Θέματα) Νόμος του 2004.
2.(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αδίκημα» σημαίνει οποιοδήποτε αδίκημα που προβλέπεται ως τέτοιο στον παρόντα Νόμο·
«ακατάλληλα προς κυκλοφορία κέρματα ευρώ» σημαίνει κέρματα ευρώ που είναι μεν γνήσια αλλά απορρίφθηκαν ως ακατάλληλα κατά τη διαδικασία εξακρίβωσης της γνησιότητάς τους με βάση τη διαδικασία που ορίζεται στον Κανονισμό 1210/2010 ή τα κέρματα ευρώ, των οποίων η όψη έχει αισθητά αλλοιωθεί·
«ακατάλληλα προς κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια ευρώ» σημαίνει τραπεζογραμμάτια ευρώ που αξιολογούνται ως ακατάλληλα για εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία βάσει του ελέγχου καταλληλότητας σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης 2010/597/EU·
«Απόφαση 2010/597/EU» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων και την εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία (ΕΚΤ/2010/14) (2010/597/EU)”, όπως τυχόν συμπληρώνεται από την Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας με τίτλο “Η περί των Ελέγχων Γνησιότητας και Καταλληλότητας των Τραπεζογραμματίων Ευρώ και η εκ Νέου Θέση Αυτών σε Κυκλοφορία Οδηγία του 2011”·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων» σημαίνει το Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων που έχει δημιουργηθεί στην Αστυνομία Κύπρου·
«Κανονισμός 1338/2001» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1338/2001 του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 2001 σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό 44/2009 του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008·
«Κανονισμός (ΕΚ) 2182/2004» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2182/2004 του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2004 σχετικά με τα μετάλλια και τις μάρκες που προσομοιάζουν με τα κέρματα ευρώ·
«Κανονισμός 1210/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1210/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την εξακρίβωση της γνησιότητας των κερμάτων ευρώ και τη διαχείριση κερμάτων ευρώ ακατάλληλων για κυκλοφορία”·
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·
«Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων” σημαίνει το Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων που έχει δημιουργηθεί στην Αστυνομία Κύπρου∙
«νομικό πρόσωπο» σημαίνει κάθε οντότητα που έχει νομική προσωπικότητα βάσει του ισχύοντος δικαίου, πλην των κρατών ή άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου όταν ασκούν κρατική εξουσία και των οργανισμών δημοσίου διεθνούς δικαίου.
«νομίμως κυκλοφορούν χρήμα» σημαίνει νόμισμα που εκδόθηκε και έχει τεθεί σε κυκλοφορία-
(α) Δυνάμει του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(β) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή, δυνάμει εξουσίας που παραχωρείται, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα· ή
(γ) σε οποιοδήποτε άλλο κράτος, από εκδοτική αρχή, η οποία έχει νόμιμη εξουσία να εκδίδει χαρτονομίσματα, τραπεζογραμμάτια ή κέρματα·
«νόμισμα» σημαίνει χαρτονόμισμα, περιλαμβανομένου και τραπεζογραμματίου, ή κέρμα που είναι νομίμως κυκλοφορούν χρήμα στη Δημοκρατία ή οποιοδήποτε άλλο κράτος, είτε αυτό τέθηκε σε κυκλοφορία, είτε προορίζεται να τεθεί σε κυκλοφορία και συμπεριλαμβάνει χαρτονόμισμα ή κέρμα που έπαυσε να θεωρείται νομίμως κυκλοφορούν χρήμα στη Δημοκρατία ή οποιοδήποτε κράτος, αλλά γίνεται δεκτό για ανταλλαγή με νομίμως κυκλοφορούν χρήμα από την Κεντρική Τράπεζα ή την εκδοτική αρχή του εκδίδοντος κράτους·
«Οδηγία 2014/62/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο Οδηγία 2014/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 200/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
«παραχαραγμένο νόμισμα» σημαίνει -
(α) Αντικείμενο το οποίο έχει τη μορφή νομίσματος αλλά δεν είναι γνήσιο και έχει παραχθεί με δόλιο τρόπο, ώστε να προσομοιάζει, είτε στη μια είτε και στις δύο όψεις, με χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα, αντίστοιχα, με σκοπό να εκληφθεί ως γνήσιο· ή
(β) χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα, το οποίο έχει παραποιηθεί ή αλλοιωθεί με δόλιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, που μπορεί να εκληφθεί ως χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα, αντίστοιχα, μεγαλύτερης αξίας:
Νοείται ότι, αντικείμενο το οποίο αποτελείται εξ ολοκλήρου ή περιέχει απεικόνιση της μιας όψης νομίσματος, με ή χωρίς την προσθήκη οποιουδήποτε άλλου υλικού, θεωρείται παραχαραγμένο νόμισμα:
Νοείται περαιτέρω ότι, αντικείμενο το οποίο προέρχεται από τη συγκόλληση -
(i) Τεμαχίων δύο ή περισσοτέρων νομισμάτων· ή
(ii) τεμαχίων ενός ή περισσοτέρων νομισμάτων, με την προσθήκη άλλων υλικών
θεωρείται παραχαραγμένο νόμισμα·
(γ) νόμισμα νόμιμα παραχθέν, που δεν έχει ακόμη τεθεί σε κυκλοφορία αλλά προορίζεται να τεθεί σε κυκλοφορία ως νομίμως κυκλοφορούν χρήμα και το οποίο τίθεται σε κυκλοφορία χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή με δόλιο τρόπο.
(2) Οποιαδήποτε αναφορά στον παρόντα Νόμο σε πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
3. Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση που-
(α) Το αδίκημα έχει διαπραχθεί εν όλω ή εν μέρει εντός του εδάφους της Δημοκρατίας,
(β) το αδίκημα έχει διαπραχθεί σε οποιαδήποτε ξένη χώρα και κατά το χρόνο διάπραξης του, ο δράστης του αδικήματος ήταν πολίτης της Δημοκρατίας ή βρισκόταν στην υπηρεσία της Δημοκρατίας· ή
(γ) το αδίκημα διαπράχθηκε σε ξένη χώρα και οποιοδήποτε πρόσωπο, που βρισκόταν στο έδαφος της Δημοκρατίας κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, υπήρξε συμμέτοχος σε αυτό και δεν έχει ζητηθεί η έκδοσή του σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου.
(δ) τα παραχαραγμένα τραπεζογραμμάτια ή τα κίβδηλα κέρματα του ευρώ που έχουν σχέση με το αδίκημα εντοπίστηκαν στο έδαφος της Δημοκρατίας.
4.-(1) Κάθε πρόσωπο που με δόλιο τρόπο κατασκευάζει παραχαραγμένο νόμισμα ή αλλοιώνει νόμισμα με πρόθεση να το προσφέρει σε άλλο, να το θέσει σε κυκλοφορία ή να το διαθέσει ως γνήσιο νόμισμα, είτε ο ίδιος είτε μέσω άλλου προσώπου, είναι ένοχο κακουργήματος.
(2) Κάθε πρόσωπο που, κατά παράβαση των αποκλειστικών δικαιωμάτων των αρμόδιων εκδοτικών αρχών ή κατά παράβαση των όρων και των προϋποθέσεων έκδοσης νομίσματος και χωρίς την εξουσιοδότηση των εκδοτικών αρχών, έχει κατασκευάσει ή προτίθεται να κατασκευάσει νόμισμα με τη χρήση νόμιμων εγκαταστάσεων ή υλικών, είναι ένοχο κακουργήματος.
(3) Κάθε πρόσωπο που κρίνεται ένοχο για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.
5.-(1) Κάθε πρόσωπο που θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο νόμισμα, το οποίο γνωρίζει ή πιστεύει ότι είναι παραχαραγμένο, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη.
(2) Κάθε πρόσωπο που κατέχει, έχει υπό τον έλεγχο του, παραλαμβάνει ή εξασφαλίζει παραχαραγμένο νόμισμα και προτίθεται να το χρησιμοποιήσει για πληρωμή, εν γνώσει του ότι τέτοιο νόμισμα είναι παραχαραγμένο, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα έξι έτη.
6. Κάθε πρόσωπο που εν γνώσει του εισάγει, εξάγει, μεταφέρει, προμηθεύει ως γνήσιο ή αποδέχεται παραχαραγμένο νόμισμα, προκειμένου να τεθεί σε κυκλοφορία, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη.
7.-(1) Κάθε πρόσωπο που, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία, κατασκευάζει ή προμηθεύει -
(α) Εργαλεία, αντικείμενα (περιλαμβανομένου και ειδικού χάρτου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή νομισμάτων), προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλα όργανα ή μέσα κατάλληλα για παραχάραξη ή αλλοίωση νομίσματος·
(β) ολογραφήματα ή άλλα συστατικά στοιχεία του νομίσματος, τα οποία χρησιμοποιούνται ως μέσα ασφάλειας για την προστασία του νομίσματος από την παραχάραξη,
είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη.
(2) Κάθε πρόσωπο που, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία, αποδέχεται, κατέχει ή έχει υπό τον έλεγχό του ο,τιδήποτε χρησιμοποιείται ή έχει ειδικά σχεδιαστεί ή προσαρμοστεί, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), για να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή παραχαραγμένου νομίσματος, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα έξι έτη.
(3) Σε περίπτωση διάπραξης οποιουδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2), το Δικαστήριο δύναται, επιπρόσθετα των ποινών που προβλέπονται στις παραγράφους αυτές, να διατάξει δήμευση των αντικειμένων, εργαλείων ή οποιωνδήποτε άλλων μέσων που έχουν χρησιμοποιηθεί ή επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για παραχάραξη ή αλλοίωση νομίσματος.
8. Κάθε πρόσωπο που, χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, ακρωτηριάζει ή με οποιοδήποτε τρόπο παραμορφώνει νόμισμα, γράφοντας, τυπώνοντας, ζωγραφίζοντας ή θέτοντας σφραγίδα σε αυτό, είναι ένοχο πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες.
9.-(1)(α) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων της απόφασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 20ής Μαρτίου 2003 σχετικά με τις ονομαστικές αξίες, τις προδιαγραφές, την αναπαραγωγή, την ανταλλαγή και την απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΚΤ/2003/4) και των διατάξεων του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, κάθε πρόσωπο που, χωρίς την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, εκδίδει, εισάγει ή εμπορεύεται, οποιοδήποτε αντικείμενο που εμφανίζεται με τη μορφή νομίσματος, επί του οποίου αναγράφεται νομισματική μονάδα, το σύμβολο νομισματικής μονάδος οποιουδήποτε κράτους ή το σύμβολο του ευρώ, είναι ένοχο πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένας έτος, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δυο αυτές ποινές.
(β) Η παράγραφος (α) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση μεταλλίων και μαρκών που προσομοιάζουν με κέρματα ευρώ, για τα οποία εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) 2182/2004.
(2) Πρόσωπο που παραβαίνει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 2182/2004, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000,00).
10. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, αναφορικά με τη συμμετοχή σε αδίκημα, τυγχάνει εφαρμογής για οποιοδήποτε αδίκημα προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.
11. Κάθε πρόσωπο που αποπειράται να διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα, είναι ένοχο πλημμελήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δύο ετών ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές και το άρθρο 366 του Ποινικού Κώδικα, αναφορικά με την απόπειρα διάπραξης αδικήματος, τυγχάνει εφαρμογής.
12.-(1) Κάθε νομικό πρόσωπο υπέχει ευθύνη και δύναται να διωχθεί για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 4,5,6,7,8 και 9 του παρόντος Νόμου, τα οποία διαπράττονται προς όφελος του από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και που κατέχει εντός του νομικού προσώπου ηγετική θέση βασιζόμενη-
(α) Σε εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου·
(β) σε εξουσία λήψεως αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου·
(γ) σε εξουσία ασκήσεως ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.
(2) Κάθε νομικό πρόσωπο δύναται να διωχθεί και σε κάθε περίπτωση που, λόγω της εκ μέρους του αμέλειας, έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου, κατέστη δυνατή η διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος από πρόσωπο που κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος εργοδοτείτο ή ενεργούσε εκ μέρους του νομικού προσώπου:
Νοείται ότι η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει του παρόντος άρθρου για οποιοδήποτε αδίκημα, δεν αποκλείει την ποινική δίωξη οποιουδήποτε φυσικού προσώπου για το αδίκημα αυτό και σε αυτή την περίπτωση το φυσικό πρόσωπο υπόκειται στις ίδιες ποινές με αυτές που προβλέπονται για τη διάπραξη του αντίστοιχου αδικήματος από φυσικό πρόσωπο που ενεργούσε για ίδιο όφελος:
Νοείται περαιτέρω ότι το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και σε κάθε περίπτωση που το αδίκημα διαπράττεται από οργανισμό ή ένωση προσώπων που δεν έχει νομική προσωπικότητα.
13.-(1) Εφόσον νομικό πρόσωπο κριθεί ένοχο δυνάμει του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες λίρες.
(2) Επιπρόσθετα της ποινής που αναφέρεται στο εδάφιο (1), το νομικό πρόσωπο δύναται, αναλόγως του αδικήματος, να υπόκειται σε -
(α) Αποκλεισμό από δημόσιες παροχές, ωφελήματα ή ενισχύσεις·
(β) μέτρα οριστικής ή προσωρινής απαγόρευσης άσκησης εμπορικής δραστηριότητας·
(γ) δικαστική απόφαση διάλυσης·
(δ) προσωρινή ή οριστική διακοπή λειτουργίας των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση του αδικήματος.
14.-(1) (α) Τα πιστωτικά ιδρύματα, οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών και οι άλλοι οικονομικοί φορείς που αναφέρονται στο Άρθρο 6 παράγραφος 1, του Κανονισμού 1338/2001 οφείλουν να παρακρατούν τα τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ευρώ τα οποία έχουν λάβει και για τα οποία γνωρίζουν ή έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι είναι πλαστά τραπεζογραμμάτια ή κίβδηλα κέρματα και να τα παραδίδουν αμελλητί στο Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων και στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων, αντίστοιχα.
(β) Tα ιδρύματα, οι πάροχοι και οι φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα τραπεζογραμμάτια ευρώ που έχουν λάβει και προτίθενται να θέσουν εκ νέου σε κυκλοφορία έχουν ελεγχθεί ως προς τη γνησιότητα και την καταλληλότητά τους σύμφωνα με τις διαδικασίες ελέγχου που περιλαμβάνονται στην Απόφαση 2010/597/EU και να παραδίδουν τα ύποπτα ως πλαστά και τα ακατάλληλα προς κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια ευρώ στις αρχές που ορίζονται στην Απόφαση 2010/597/EU.
(2) Tα ιδρύματα, οι πάροχοι και οι φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 1210/2010 οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα κέρματα ευρώ που έχουν λάβει και προτίθενται να θέσουν εκ νέου σε κυκλοφορία έχουν ελεγχθεί ως προς τη γνησιότητα και την καταλληλότητά τους σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον Κανονισμό 1210/2010, και να παραδίδουν τα ύποπτα ως κίβδηλα κέρματα στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων και τα ακατάλληλα προς κυκλοφορία κέρματα ευρώ στην Κεντρική Τράπεζα.
(3) (α) Κάθε ύποπτο ως πλαστό τραπεζογραμμάτιο ή κίβδηλο κέρμα, που περιέρχεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή της Κεντρικής Τράπεζας, διαβιβάζεται στο Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων και στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων, αντίστοιχα.
(β) Κάθε ακατάλληλο προς κυκλοφορία τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα ευρώ, που περιέρχεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του Κέντρου Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων και του Εθνικού Κέντρου Ανάλυσης Κερμάτων, διαβιβάζεται στην Κεντρική Τράπεζα.
(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος άρθρου δύναται να εκδίδει οδηγίες προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τους λοιπούς παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και τους άλλους οικονομικούς φορείς που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ανεξαρτήτως του νομικού πλαισίου υπό το οποίο λειτουργούν.
(β) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει oδηγίες για θέματα που αφορούν-
(i) τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ,
(ii) τη διαδικασία αποστολής προς ανάλυση όλων των πλαστών τραπεζογραμματίων ή κίβδηλων κερμάτων, ή των τραπεζογραμματίων ή κερμάτων ευρώ για τα οποία έχουν λόγους να πιστεύουν ότι είναι πλαστά ή κίβδηλα, αντίστοιχα, στο Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων και στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων, αντίστοιχα,
(iii) τη διαδικασία αποστολής των ακατάλληλων προς κυκλοφορία τραπεζογραμματίων και κερμάτων στην Κεντρική Τράπεζα,
(iv) τη διαδικασία επιστροφής στα ιδρύματα, στους παρόχους και στους οικονομικούς φορείς των γνήσιων και κατάλληλων για κυκλοφορία τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ που εντοπίζονται μεταξύ των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ που παραδίδονται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2),
(v) την επιβολή τελών διεκπεραίωσης ή άλλων τελών σε σχέση με τα ακατάλληλα προς κυκλοφορία κέρματα που παραδίδονται σε αυτήν, και
(vi) τον καθορισμό των αναγκαίων στοιχείων, πληροφοριών ή/και εγγράφων που πρέπει να συλλέγονται ή/και να φυλάγονται ή/και να υποβάλλονται, για σκοπούς χρησιμοποίησης τους σε περίπτωση ποινικής δίωξης ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό.
(5) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 12 και 13 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση -
(α) μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις -
(i) του παρόντος άρθρου,
(ii) της Απόφασης 2010/597/EU,
(iii) του Άρθρου 6 του Κανονισμού 1338/2001,(iv) του Κανονισμού 1210/2010,
(v) οποιασδήποτε ατομικής ή κανονιστικής διοικητικής πράξης για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής του Κανονισμού 1210/2010, ή/και,
(vi) οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ή
(β) σε περίπτωση παροχής παραπλανητικών πληροφοριών για θέματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, η Κεντρική Τράπεζα, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το υπαίτιο ίδρυμα, πάροχο ή οικονομικό φορέα, δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000).
(6) Η καλόπιστη παροχή πληροφοριών, αναφορικά με υποψία για παραχαραγμένο νόμισμα καθώς και οποιαδήποτε ενέργεια προς συμμόρφωση με τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας, που σκοπό έχουν την καταπολέμηση της παραχάραξης νομίσματος, δεν αποτελούν παράβαση της τήρησης του απορρήτου:
(7) Η από ίδρυμα, πάροχο ή οικονομικό φορέα, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), καλόπιστη παρακράτηση και αποστολή, σύμφωνα με διαδικασία που ορίζεται στην ισχύουσα σχετική νομοθεσία, νομίσματος για το οποίο υπάρχει υποψία ότι είναι παραχαραγμένο ή κίβδηλο, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ευθύνη για το ίδρυμα, τον πάροχο ή τον οικονομικό φορέα αυτό, σε περίπτωση που το νόμισμα αυτό αποδειχθεί αργότερα γνήσιο, ούτε ο διευθυντής, ο λειτουργός ή ο υπάλληλος τέτοιου ιδρύματος, παρόχου ή οικονομικού φορέα υπέχει ευθύνη για αποζημίωση.
(8) (α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διεξάγει επιτόπιους ελέγχους, ακόμη και απροειδοποίητα, στις εγκαταστάσεις των ιδρυμάτων, παρόχων και φορέων, που προβλέπονται στο εδάφιο (1), προκειμένου να παρακολουθεί τη λειτουργία των μηχανημάτων που διαθέτουν για την επεξεργασία των τραπεζογραμματίων ευρώ, και συγκεκριμένα την τεχνική ικανότητά τους να ελέγχουν τη γνησιότητα και την καταλληλότητα, καθώς και να εντοπίζουν το δικαιούχο του λογαριασμού για τραπεζογραμμάτια ευρώ, για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι πλαστά ή/και η γνησιότητα των οποίων δεν μπορεί να πιστοποιηθεί σαφώς.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ζητεί στοιχεία, πληροφορίες ή/και έγγραφα, εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή όχι, που κρίνει απαραίτητα για σκοπούς διεξαγωγής των ελέγχων που προβλέπονται στην παράγραφο (α) καθώς και να λαμβάνει δείγματα τραπεζογραμματίων ευρώ που έχουν ελεγχθεί, προκειμένου να τα ελέγξει στις εγκαταστάσεις της.
(γ) Σε περίπτωση που κατά τη διαδικασία επιτόπιου ελέγχου εντοπιστεί μη συμμόρφωση ιδρύματος, παρόχου ή φορέα, που προβλέπεται στο εδάφιο (1), με την Απόφαση 2010/597/EU, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από το εν λόγω ίδρυμα, πάροχο ή φορέα τη λήψη, εντός καθορισμένης προθεσμίας, κατάλληλων μέτρων, όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει, προς αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης· η άρνηση ιδρύματος, παρόχου ή οικονομικού φορέα, που προβλέπεται στο εδάφιο (1), να συνεργαστεί με την Κεντρική Τράπεζα ως προς τη διενέργεια ελέγχου, θεωρείται ως μη συμμόρφωση.
(δ) Μέχρι την αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης με την Απόφαση 2010/597/EU, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να απαγορεύει σε ίδρυμα, πάροχο ή φορέα, που προβλέπεται στο εδάφιο (1), την εκ νέου θέση σε κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων ευρώ μίας ή περισσότερων ονομαστικών αξιών τις οποίες αφορά η μη συμμόρφωση· σε περίπτωση που η μη συμμόρφωση οφείλεται σε βλάβη του τύπου μηχανήματος επεξεργασίας τραπεζογραμματίων ευρώ, δύναται να οδηγήσει στη διαγραφή του από τον κατάλογο που δημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με την Απόφαση 2010/597/EU.
(9) (α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, στα πλαίσια του Άρθρου 6 του Κανονισμού 1210/2010, να διεξάγει ετήσιους επιτόπιους ελέγχους στα ιδρύματα, στους παρόχους και φορείς, που προβλέπονται στο εδάφιο (1) και που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού, για να επαληθεύσει, μέσω δοκιμασιών ανίχνευσης, την καλή λειτουργία αντιπροσωπευτικού αριθμού των χρησιμοποιούμενων μηχανών επεξεργασίας κερμάτων.
(β) Στο πλαίσιο των ετήσιων ελέγχων, η Κεντρική Τράπεζα οφείλει να παρακολουθεί την ικανότητα των προβλεπόμενων στην παράγραφο (α) ιδρυμάτων, παρόχων και φορέων να εξακριβώνουν τη γνησιότητα των κερμάτων ευρώ με βάση τη διαδικασία που ορίζεται στον Κανονισμό 1210/2010· για την παρακολούθηση της προβλεπόμενης στην παρούσα παράγραφο ικανότητας, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) ιδρύματα, παρόχους και φορείς την υποβολή των στοιχείων που προβλέπονται στο Άρθρο 6 παράγραφος 6 του Κανονισμού 1210/2010.
(10) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, «πλαστά τραπεζογραμμάτια» και «κίβδηλα κέρματα» σημαίνει τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ, αντίστοιχα, ή αυτά που έχουν τη μορφή τραπεζογραμματίων ή κερμάτων ευρώ, τα οποία είναι αποτέλεσμα δόλιας κατασκευής ή αλλοίωσης.
15. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση εκ νέου διάπραξης αδικήματος από πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί τελεσιδίκως για οποιοδήποτε αδίκημα, το οποίο διαπράχθηκε είτε εντός του εδάφους της Δημοκρατίας είτε σε ξένη χώρα, το Δικαστήριο δύναται να του επιβάλει ποινή μέχρι και διπλάσια από αυτήν που αρχικά προβλέπεται για κάθε ένα από τα αδικήματα του παρόντος Νόμου.