28.-(1) Σε περίπτωση που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί προβλέπουν ότι η Αρμόδια Αρχή ασκεί εξουσία κατά τα διαλαμβανόμενα στο παρόν άρθρο, η Αρμόδια Αρχή ασκεί την εξουσία δια γραπτής οδηγίας την οποια διαβιβάζει δια χειρός ή μέσω τέλεξ, τηλεμοιοτύπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον πλοίαρχο του πλοίου το οποίο αφορά η άσκηση της εξουσίας.
(2) ΄Εκαστη οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον πλοίαρχο του πλοίου το οποίο αφορά, και ισχύει μέχρις ότου είτε ανακληθεί από τη Αρμόδια Αρχή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (8) είτε ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια είτε ένστασης είτε προσφυγής ενώπιον του Υπουργού είτε δικαστικής προσφυγής.
(3) Σε κάθε οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Αρμόδια Αρχή -
(α) καθορίζει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους για τους οποίους ασκεί την εξουσία, και ιδίως -
(i) τα αποτελέσματα της επιθεώρησης που έχει τυχόν διενεργηθεί και στα οποία βασίζονται οι λόγοι άσκησης της εξουσίας, και
(ii) τα κατά την κρίση της εύλογα διορθωτικά μέτρα τα οποία τυχόν πρέπει να ληφθούν για άρση των λόγων για τους οποίους ασκεί την εξουσία· και
(β) πληροφορεί τον πλοίαρχο, στον οποίο η οδηγία διαβιβάζεται -
(i) περί του καθοριζόμενου στο εδάφιο (5) δικαιώματος ένστασης του πλοιάρχου, του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου το οποίο αφορά η οδηγία και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, και
(ii) περί του δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου το οποίο αφορά η οδηγία και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου να προσβάλουν την οδηγία -
(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31, και
(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και
(iii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.
(4) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάζει, δια της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας της, όπως το πλοίο το οποίο αφορά η οδηγία -
(α) παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, ή
(β) μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί.
(5)(α) Ο πλοίαρχος πλοίου το οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ο έχων την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου και ο εντός της Δημοκρατίας αντιπρόσωπος του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν την εν λόγω οδηγία με ένσταση ενώπιον της Αρμόδιας Αρχής, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 7 ημερών από την διαβίβαση στον πλοίαρχο της εν λόγω οδηγίας.
(β) Η κατά την παράγραφο (α) υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβληθείσας οδηγίας.
(γ) Σε περίπτωση υποβολής ένστασης δυνάμει της παραγράφου (α), η Αρμόδια Αρχή την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενη κατά την κρίση της να ακούσει τον ενιστάμενο ή να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η ένσταση.
(δ) Η Αρμόδια Αρχή, εντός προθεσμίας 3 ημερών από την υποβολή της ένστασης, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον ενιστάμενο την απόφασή της επί της ένστασης, δια της οποίας απόφασης-
(i) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την ένσταση, και
(ii) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία.
Η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής επί της ένστασης καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον ενιστάμενο.
(ε) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει ένσταση που της υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (α), στην απόφασή της επί της ένστασης εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον ενιστάμενο-
(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση της Αρμόδιας Αρχής -
(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31, και
(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και
(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.
(6) ΄Εκαστος εκ των πλοιάρχου πλοίου, το οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία ή εκτελεστή απόφαση της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (5)(ε), και του έχοντα την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου υποχρεούται κατά την περίοδο ισχύος της οδηγίας να συμμορφούται με αυτή και να προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης της οδηγίας, εκτός σε περίπτωση που ο πλοίαρχος ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 21(3)(β).
(7)(α) Σε περίπτωση που πλοίαρχος πλοίου, στον οποίο διαβιβάστηκε αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ισχυρίζεται στην Αρμόδια Αρχή ότι έχει ενεργήσει σύμφωνα με το εδάφιο (6), η Αρμόδια Αρχή, εάν το κρίνει σκόπιμο, διασφαλίζει τη κατά το συντομότερο δυνατό διενέργεια επιθεώρησης επί του πλοίου, προς διαπίστωση της άρσης των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης της οδηγίας.
(β) Οι δαπάνες κάθε επιθεώρησης που διενεργείται κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α) βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του επιθεωρούμενου πλοίου.
(8) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή ικανοποιηθεί ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους άσκησε εξουσία δια αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας, ανακαλεί την οδηγία δια γραπτής απόφασής της την οποία διαβιβάζει δια χειρός ή μέσω τέλεξ, τηλειομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον πλοίαρχο του πλοίου, το οποίο αφορούσε η ανακληθείσα οδηγία.
(9) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλει το εδάφιο (6) και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(10) Διαπράττει το καθοριζόμενο ποινικό αδίκημα στο εδάφιο (9) και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει του, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.
(11) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -
(α) υποβάλλει ένσταση, δυνάμει του εδαφίου (5)(α), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή
(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (5)(γ), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,
και υπόκειται -
(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή
(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(12) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (9) ή (10), αναφορικά με οδηγία περί απαγόρευσης απόπλου ή κατάπλου όπως αναφέρεται στο άρθρο 21(1)(α)(ii), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι ο πλοίαρχος, στον οποίο διαβιβάστηκε η οδηγία, ενήργησε σύμφωνα με το άρθρο 21(3)(β).
(13) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (11), αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας ή στοιχείων, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία ή τα στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ή στοιχεία ήταν ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά.