17. (1) Όταν ο εκζητούμενος συλλαμβάνεται βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οδηγείται το συντομότερο δυνατόν και εν πάση περιπτώσει εντός 24 ωρών σε αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστή. Ο Επαρχιακός Δικαστής, αφού ικανοποιηθεί για την ταυτότητά του, τον ενημερώνει για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του εντάλματος, για το δικαίωμά του να προσφύγει στις υπηρεσίες δικηγόρου και διερμηνέα καθώς και για τη δυνατότητα που παρέχεται να συγκατατεθεί στην παράδοσή του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.
(1Α)Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), διασφαλίζεται η άμεση παροχή στον εκζητούμενο ενός εγγράφου δικαιωμάτων, σε απλή και κατανοητή σε αυτόν γλώσσα, με πληροφορίες για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Ο συλληφθείς δικαιούται ο ίδιος ή μέσω του συνηγόρου του να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα όλων των εγγράφων με δική του δαπάνη.
(3) Με την καταχώρηση στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS), σύμφωνα με το άρθρο 95 της Σύμβασης του έτους 1990 περί εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν του έτους 1985, η οποία καταχώρηση δεν αποτελεί ακόμη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όταν οι σχετικές πρόνοιες της Σύμβασης εφαρμοστούν στην Κυπριακή Δημοκρατία, είναι δυνατό να γίνει η σύλληψη του εκζητούμενου με εντολή του αρμόδιου Δικαστή. Η κράτηση του εκζητουμένου μπορεί να διαρκέσει είκοσι (20) ημέρες, εντός των οποίων πρέπει να παραληφθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστή αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Για την παράταση αυτή, ο Επαρχιακός Δικαστής ενημερώνει τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος. Σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση σαράντα (40) ημερών από τη σύλληψη, ο κρατούμενος απολύεται.
(4) Αν ο συλληφθείς κατά τις προηγούμενες παραγράφους αμφισβητεί την ταυτότητά του, ο Δικαστής αποφασίζει αμετάκλητα εντός πέντε (5) ημερών, αφού ακούσει τον συλληφθέντα και το συνήγορό του.