17. (α) Όταν ο εκζητούμενος συλλαμβάνεται βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οδηγείται το συντομότερο δυνατόν και εν πάση περιπτώσει εντός 24 ωρών σε αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστή. Ο Επαρχιακός Δικαστής, αφού ικανοποιηθεί για την ταυτότητά του, τον ενημερώνει για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του εντάλματος, για το δικαίωμά του να προσφύγει στις υπηρεσίες δικηγόρου και διερμηνέα καθώς και για τη δυνατότητα που παρέχεται να συγκατατεθεί στην παράδοσή του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.
(β) Όσον αφορά στο περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, ο εκζητούμενος έχει τα ακόλουθα δικαιώματα:
(i) Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στον εκζητούμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του και σε κάθε περίπτωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας του·
(ii) το δικαίωμα συνάντησης και επικοινωνίας με το δικηγόρο που τον εκπροσωπεί·
(iii) το δικαίωμα να ζητά την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου του κατά την εξέτασή του από τον αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
(γ) Τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 3, 5, 6, 11, 12, 15 και 16 του περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(1Α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), διασφαλίζεται η άμεση παροχή στον εκζητούμενο ενός εγγράφου δικαιωμάτων, σε απλή και κατανοητή σε αυτόν γλώσσα, με πληροφορίες για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Ο συλληφθείς δικαιούται ο ίδιος ή μέσω του συνηγόρου του να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα όλων των εγγράφων με δική του δαπάνη.
(3) Με την καταχώρηση στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS), σύμφωνα με το άρθρο 95 της Σύμβασης του έτους 1990 περί εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν του έτους 1985, η οποία καταχώρηση δεν αποτελεί ακόμη ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όταν οι σχετικές πρόνοιες της Σύμβασης εφαρμοστούν στην Κυπριακή Δημοκρατία, είναι δυνατό να γίνει η σύλληψη του εκζητούμενου με εντολή του αρμόδιου Δικαστή. Η κράτηση του εκζητουμένου μπορεί να διαρκέσει είκοσι (20) ημέρες, εντός των οποίων πρέπει να παραληφθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστή αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Για την παράταση αυτή, ο Επαρχιακός Δικαστής ενημερώνει τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος. Σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση σαράντα (40) ημερών από τη σύλληψη, ο κρατούμενος απολύεται.
(4) Αν ο συλληφθείς κατά τις προηγούμενες παραγράφους αμφισβητεί την ταυτότητά του, ο Δικαστής αποφασίζει αμετάκλητα εντός πέντε (5) ημερών, αφού ακούσει τον συλληφθέντα και το συνήγορό του.
(5) Ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής ενημερώνει τον εκζητούμενο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας του, ότι έχει δικαίωμα να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος:
(6) (α) Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμά του να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και δεν έχει ήδη τέτοιο δικηγόρο, η αρμόδια αρχή ενημερώνει ταχέως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.
(β) Σε περίπτωση που το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος είναι η Δημοκρατία, η τελευταία παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον εκζητούμενο πληροφορίες που τον διευκολύνουν να ορίσει δικηγόρο στη Δημοκρατία.
(γ) Χωρίς περιορισμό των διατάξεων της παραγράφου (β), παρέχεται στον εκζητούμενο κατάλογος στον οποίο καταγράφεται το όνομα και ο αριθμός τηλεφώνου όλων των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο των Δικηγόρων που Ασκούν το Επάγγελμα, που τηρείται δυνάμει των διατάξεων του περί Δικηγόρων Νόμου και ο οποίος καταρτίζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και αναθεωρείται σε τακτά χρονικά διαστήματα από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
(7) Το δικαίωμα του εκζητούμενου να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν επηρεάζει τις προθεσμίες που τίθενται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή την υποχρέωση του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστή να αποφασίσει εντός των προθεσμιών και των όρων που τίθενται από τον παρόντα Νόμο, για την παράδοση ή μη του προσώπου αυτού στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.
(8)(α) Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος παραιτείται των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο δικαιωμάτων εξασφαλίζεται ότι -
(i) Έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο των συγκεκριμένων δικαιωμάτων και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτά· και
(ii) η παραίτηση είναι αναμφισβήτητη και οικειοθελής.
(β) Η παραίτηση του εκζητουμένου από τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο δικαιώματά του δυνατό να είναι γραπτή ή προφορική.
(γ) Η παραίτηση του εκζητουμένου από τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο δικαιώματά του, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση, καταγράφονται στο φάκελο του δικαστηρίου.
(δ) Εκζητούμενος ο οποίος παραιτήθηκε των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο δικαιωμάτων του, δεν αποστερείται του δικαιώματος να τα ασκήσει ακολούθως σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και ενημερώνεται για το δικαίωμά του αυτό:
(9) Σε περίπτωση παραβίασης των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο δικαιωμάτων του εκζητουμένου, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, τα ένδικα βοηθήματα και οι θεραπείες που προβλέπονται στα άρθρα 33, 34, 35 και 36 του περί των Δικαιωμάτων Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Τελούν υπό Κράτηση Νόμου.