16. (1) Όταν η κεντρική αρχή λάβει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, αφού ικανοποιηθεί ότι αυτό εκδόθηκε με το νόμιμο τύπο εκδίδει σχετικό πιστοποιητικό και μεριμνά για τη σύλληψη του εκζητουμένου προσώπου.
(2) Με την παρουσίαση του πιστοποιητικού που προνοείται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου στον αρμόδιο δικαστή μαζί με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αυτός, εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση εντάλματος σύλληψης του εκζητουμένου προσώπου, προχωρεί στην έκδοση εντάλματος σύλληψης για σκοπούς του παρόντος Nόμου.
(3) Αν η αρχή που λαμβάνει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν είναι αρμόδια να επιληφθεί της εκτέλεσης του εντάλματος, το διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή και ενημερώνει σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος.
(4) (α) Σε περίπτωση επείγουσας φύσης η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης δύναται να εκδώσει προσωρινό ένταλμα σύλληψης εκζητουμένου προσώπου για το οποίο υπάρχει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, και πριν την διαβίβαση του, αφού υποβληθεί σχετική αίτηση από το κράτος έκδοσης, ταχυδρομικώς, τηλεγραφικώς, δια της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Αστυνομίας ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο.
(β) Η αίτηση προσωρινής σύλληψης θα διαλαμβάνει την ύπαρξη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και θα ανακοινώνει την πρόθεση διαβίβασης του.
(γ) Η προσωρινή σύλληψη δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 3 ημέρες από την ημερομηνία σύλληψης του εκζητουμένου προσώπου.
(δ) Αν διαβιβαστεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εντός της πιο πάνω προθεσμίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 16, εδάφια 1, 2 και 3.
(ε) Αν δεν ληφθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εντός της προθεσμίας η οποία προνοείται στη παράγραφο 2 του παρόντος εδαφίου ο συλληφθείς αφήνεται ελεύθερος.
(στ) Η απελευθέρωση δεν αντίκειται σε νεώτερη σύλληψη αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ληφθεί μεταγενέστερα.