5.-(1) Ο Υπουργός, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίζει λειτουργούς του Υπουργείου του ως Επιθεωρητές για σκοπούς εποπτείας, επιθεώρησης, ελέγχου και εφαρμογής του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2037/2000.
(2) Ο Υπουργός, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίζει ένα εκ των Επιθεωρητών, που ορίζονται δυνάμει του εδαφίου (1) ως Αρχιεπιθεωρητή.
(3) Ο Υπουργός, με γνωστοποίηση, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύναται να εξουσιοδοτεί γραπτώς οποιαδήποτε πρόσωπα, που δεν υπηρετούν στη δημόσια υπηρεσία, τα οποία κρίνει ότι κατέχουν κατάλληλα προσόντα, να ασκούν τέτοιες από τις εξουσίες και τα καθήκοντα των Επιθεωρητών και να υπόκεινται σε τέτοιους όρους, όπως θα καθορίζονται στην εξουσιοδότηση.
(4) Ο Αρχιεπιθεωρητής ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι Επιθεωρητές εκτελούν τα καθήκοντα και ασκούν τις εξουσίες, που τους παρέχονται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6.
(5) Ο Υπουργός δύναται να διορίσει αναπληρωτή Αρχιεπιθεωρητή, ο οποίος θα αντικαθιστά τον Αρχιεπιθεωρητή σε περίπτωση απουσίας, ασθένειας ή ανικανότητας αυτού.
(6) Κάθε Επιθεωρητής εφοδιάζεται με κατάλληλη ταυτότητα, την οποία οφείλει να επιδεικνύει κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
(7) Καμία ευθύνη δεν καταλογίζεται σε οποιοδήποτε Επιθεωρητή για οποιαδήποτε πράξη ή απόφαση του, που έγινε ή λήφθηκε καλόπιστα μέσα στα πλαίσια άσκησης από αυτόν των προβλεπομένων από τον παρόντα Νόμο εξουσιών, αρμοδιοτήτων ή καθηκόντων του.