12.(1) Κάθε ενδιαφερόμενος για να εγγραφεί στο Μητρώο υποβάλλει στο Συμβούλιο γραπτή αίτηση στον καθορισμένο από το Συμβούλιο τύπο, συνοδευόμενη από τα αναγκαία αποδεικτικά της κατοχής των απαιτουμένων για την εγγραφή του προσόντων.
(2) Με την υποβολή της αίτησης, ο αιτητής καταβάλλει το καθορισμένο τέλος για την εξέταση της αίτησής του, το οποίο ανεξάρτητα από την τύχη της αίτησης, δεν επιστρέφεται:
Νοείται ότι το Συμβούλιο μπορεί, με γραπτή ειδοποίηση προς τον αιτητή, να ζητήσει από αυτόν να παράσχει γραπτώς στο Συμβούλιο, μέσα σε τέτοια εύλογη προθεσμία που θέλει καθοριστεί στην ειδοποίηση, τέτοια περαιτέρω στοιχεία και πληροφορίες όπως το Συμβούλιο ήθελε θεωρήσει αναγκαία για την εξέταση της αίτησης.
(3) Το Συμβούλιο εξετάζει και αποφασίζει για την αίτηση εγγραφής και απαντά ανάλογα στον αιτητή το συντομότερο δυνατό, παρέχοντας του ταυτόχρονα, σε περίπτωση απόρριψης τους συγκεκριμένους λόγους της απόρριψης.
(4) Με την εγγραφή κτηματομεσίτη στο Μητρώο, το Συμβούλιο εκδίδει σ’ αυτόν πιστοποιητικό εγγραφής στον καθορισμένο από το Συμβούλιο τύπο· το πιστοποιητικό αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι το κατονομαζόμενο σ’ αυτό πρόσωπο έχει εγγραφεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(5) Σε περίπτωση οποιασδήποτε διαγραφής από το Μητρώο ή ακύρωσης της εγγραφής δυνάμει του άρθρου 13, ο κάτοχος του πιστοποιητικού έχει υποχρέωση να επιστρέψει στο Συμβούλιο, μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης σ’ αυτόν της σχετικής απόφασης, το σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής.
(6) Κάτοχος πιστοποιητικού εγγραφής, ο οποίος παραλείπει, χωρίς οποιαδήποτε εύλογη αιτία, να συμμορφωθεί εμπρόθεσμα με την υποχρέωσή του δυνάμει του εδαφίου (5) , είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι λίρες για κάθε ημέρα ή μέρος της ημέρας κατά την οποία συνεχίστηκε πριν από την καταδίκη ή συνεχίζεται μετά την καταδίκη η παράλειψη συμμόρφωσης.