12.-(1) ´Oταν η αρμόδια αρχή λαμβάνει μέτρα, όπως αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 11 και ειδικά αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (δ) μέχρι (στ), αυτή οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με τη Συνθήκη και ιδίως τα άρθρα 28 και 30, κατά τρόπο ώστε τα μέτρα αυτά να υλοποιούνται αναλόγως της σοβαρότητας του κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης.
(2) Η αρμόδια αρχή ενθαρρύνει και ευνοεί την εθελοντική δράση των παραγωγών και των διανομέων, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο, ιδιαιτέρως από τα άρθρα 7 μέχρι 9, και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, ενδεχομένως με την κατάρτιση κωδίκων καλής πρακτικής, όπου είναι αναγκαίο.
(3) Η αρμόδια αρχή, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, διοργανώνει ή διατάσσει την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο (στ) του άρθρου 11, όταν οι ενέργειες που έχουν λάβει οι παραγωγοί και οι διανομείς για εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δεν είναι ικανοποιητικές ή επαρκείς. Η ανάκληση πραγματοποιείται στην έσχατη περίπτωση και μπορεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των σχετικών κωδίκων καλής πρακτικής, αν υπάρχουν.
(4) Σε περίπτωση προϊόντων που εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο, η αρμόδια αρχή λαμβάνει εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους (β) έως (στ) του άρθρου 11. Η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου προσδιορίζεται από την αρμόδια αρχή, η οποία αξιολογεί κάθε περίπτωση ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές.
(5) Τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή δυνάμει του παρόντος άρθρου, απευθύνονται κατά περίπτωση:
(α)Στον παραγωγό.
(β)στους διανομείς, εντός των ορίων των οικείων δραστηριοτήτων τους και ειδικά στον υπεύθυνο του πρώτου σταδίου διανομής του προϊόντος στην αγορά της Δημοκρατίας·
(γ)σε κάθε άλλο πρόσωπο, όταν απαιτείται, με στόχο τη συνεργασία σε ενέργειες που αναλαμβάνονται προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που απορρέουν από ένα προϊόν.