Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο -
«Οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων» (EE L 011 της 15.1.2002, σ.4),
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Γενικής Ασφάλειας των Προϊόντων Νόμος του 2004.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αγορά» σημαίνει την αγορά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·
«ανάκληση» σημαίνει κάθε μέτρο που αποβλέπει στην επιστροφή ενός επικίνδυνου προϊόντος, το οποίο ο παραγωγός ή ο διανομέας του έχει ήδη προμηθεύσει ή διαθέσει στους καταναλωτές·
«απόσυρση» σημαίνει κάθε μέτρο που στοχεύει να εμποδίσει τη διανομή, την έκθεση και την προσφορά επικίνδυνου προϊόντος στους καταναλωτές·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει την Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·
«ασφαλές προϊόν» σημαίνει κάθε προϊόν, το οποίο, υπό τις συνήθεις ή εύλογα προβλεπτές συνθήκες χρήσης, περιλαμβανομένης της διάρκειας χρήσης του και, όπου εφαρμόζεται, της θέσης του σε λειτουργία, της εγκατάστασης και των αναγκών συντήρησής του, δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε κίνδυνο ή μόνον ελάχιστους κινδύνους που συνυπάρχουν με τη χρήση του και οι οποίοι θεωρούνται αποδεκτοί στο πλαίσιο ενός υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων, λαμβανομένων ιδιαίτερα υπόψη των ακόλουθων στοιχείων -
(α)Των χαρακτηριστικών του προϊόντος και ιδίως της σύνθεσης, της συσκευασίας, των οδηγιών συναρμολόγησης και, όπου εφαρμόζεται, της εγκατάστασης και συντήρησής του,
(β)της επίδρασης που έχει το προϊόν αυτό σε άλλα προϊόντα, στις περιπτώσεις που είναι εύλογα προβλεπτό ότι το προϊόν αυτό θα χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα προϊόντα,
(γ)της παρουσίασης του προϊόντος, της επισήμανσής του, των οποιωνδήποτε προειδοποιήσεων και οδηγιών χρήσης και διάθεσής του, καθώς και κάθε άλλης οδηγίας ή πληροφορίας σχετικής με το προϊόν,
(δ)των κατηγοριών των καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο λόγω της χρησιμοποίησης του προϊόντος, ιδίως των παιδιών και των ηλικιωμένων·
«διανομέας» σημαίνει κάθε επαγγελματία στην αλυσίδα του εφοδιασμού, του οποίου η δραστηριότητα δεν επηρεάζει τα χαρακτηριστικά ασφάλειας του προϊόντος.
«Δικαστήριο» σημαίνει Επαρχιακό Δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Εθνικός Φορέας Τυποποίησης» σημαίνει το αρμόδιο για την τυποποίηση πρόσωπο δυνάμει του περί Τυποποίησης, Διαπίστευσης και Τεχνικής Πληροφόρησης Νόμου του 2002·
«εξουσιοδοτημένος λειτουργός» σημαίνει κάθε μέλος της αρμόδιας αρχής που ασκεί, εκ μέρους της, τα καθήκοντα που ανατίθενται σε αυτήν δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«επικίνδυνο προϊόν» σημαίνει κάθε προϊόν που δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό του «ασφαλούς προϊόντος»:
Νοείται ότι, η δυνατότητα επίτευξης υψηλότερου βαθμού ασφάλειας ή η δυνατότητα προμήθειας άλλων προϊόντων που παρουσιάζουν μικρότερο κίνδυνο, δε συνιστά επαρκή λόγο για τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος ως «επικίνδυνου»·
«επιτήρηση της αγοράς» σημαίνει την παρακολούθηση της αγοράς από την αρμόδια αρχή, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η διάθεση σε αυτήν προϊόντων τα οποία συμμορφώνονται με τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα και την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙΙ του παρόντος Νόμου, προς επιβολή της συμμόρφωσης, όπου αυτό απαιτείται·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«ευρωπαϊκό πρότυπο» σημαίνει πρότυπο, το οποίο καταρτίζεται σύμφωνα με τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές που συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και των Ευρωπαϊκών Οργανισμών Τυποποίησης, οι οποίοι ακολουθούν εντολή που εκδίδεται από την Επιτροπή μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη και εγκρίνεται από τους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς Τυποποίησης, του οποίου ο αριθμός αναφοράς δημοσιεύεται από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«Ευρωπαϊκός Οργανισμός Τυποποίησης» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης (CENELEC) και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων (ETSI)·
«καταναλωτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο δεν ενεργεί μέσα στα πλαίσια της εμπορικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·
«κατευθυντήριες γραμμές» σημαίνει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαχείρηση του RAPEX που εκπονούνται από την Επιτροπή με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15(3) της Οδηγίας 2001/95/ΕΚ
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμβαλλόμενο μέρο της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ελβετία.
«μέσα μαζικής ενημέρωσης» σημαίνει εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση και περιλαμβάνει τις ανακοινώσεις που διενεργούνται από την αρμόδια αρχή μέσω του διαδικτύου·
«παραγωγός» σημαίνει -
(α)Τον κατασκευαστή του προϊόντος, όταν είναι εγκατεστημένος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρουσιάζεται ως κατασκευαστής με την αναγραφή του ονόματός του, του εμπορικού του σήματος ή άλλου διακριτικού σήματος στο προϊόν ή το πρόσωπο που ανασκευάζει το προϊόν,
(β)τον αντιπρόσωπο του κατασκευαστή, στις περιπτώσεις όπου ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ή, εάν δεν υπάρχει τέτοιος, τον εισαγωγέα του προϊόντος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα,
(γ)άλλους επαγγελματίες στην αλυσίδα του εφοδιασμού, εφόσον οι δραστηριότητες τους μπορούν να επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά ασφάλειας του προϊόντος.
«προϊόν» σημαίνει κάθε προϊόν που προορίζεται για τους καταναλωτές ή ενδέχεται, κάτω από εύλογα προβλεπτές συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από τους καταναλωτές ακόμη και εάν δεν προορίζεται γι΄ αυτούς, και το οποίο παρέχεται ή διατίθεται στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, έναντι τιμήματος ή δωρεάν, είτε είναι καινούριο, είτε μεταχειρισμένο, είτε ανακαινισμένο και ανεξάρτητα αν παρέχεται στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών:
Νοείται ότι ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει τα μεταχειρισμένα προϊόντα που διατίθενται ως αντίκες ή ως προϊόντα που πρέπει να επισκευαστούν ή να ανακαινιστούν πριν από τη χρήση τους, εφόσον ο προμηθευτής ενημερώνει σαφώς το πρόσωπο στο οποίο προμηθεύει το προϊόν για το σκοπό αυτό·
«RAPEX» σημαίνει το δίκτυο ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών για επικίνδυνα προϊόντα (Rapid Exchange Information System), οι λεπτομέρειες εφαρμογής του οποίου παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ.
«σοβαρός κίνδυνος» σημαίνει κάθε σοβαρό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις, ο οποίος απαιτεί ταχεία επέμβαση κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής·
«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφτηκε στο Οπόρτο, στις 2 Μαϊου 1992, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται·
«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν αποτελεί κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε κάθε προϊόν, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2.
(2) Η κάθε μία από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζεται, στο βαθμό που δεν υπάρχουν στη Δημοκρατία ειδικές διατάξεις με τον ίδιο στόχο, επιβαλλόμενες από πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που διέπουν την ασφάλεια της συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων.
(3) Όταν προϊόντα υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις ασφάλειας που επιβάλλονται από πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται μόνο για τις πτυχές, τους κινδύνους ή τις κατηγορίες των κινδύνων που δεν καλύπτονται από τις ειδικές αυτές απαιτήσεις.
(4) Ως αποτέλεσμα της αρχής που εκτίθεται στο εδάφιο (3):
(α)Οι ορισμοί «ασφαλές προϊόν» και «επικίνδυνο προϊόν» όπως καθορίζονται στο άρθρο 2, καθώς και τα άρθρα 5 και 6, δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα που αναφέρονται στο εδάφιο (3), σε ό,τι αφορά τους κινδύνους ή τις κατηγορίες των κινδύνων που διέπονται από ειδική νομοθεσία. και
(β)τα άρθρα 5 μέχρι 46 εφαρμόζονται στα προϊόντα που αναφέρονται στο εδάφιο (3), εκτός αν υπάρχουν ειδικές διατάξεις με τον ίδιο στόχο που να διέπουν τις πτυχές που καλύπτονται από τα άρθρα αυτά.
5. Οι παραγωγοί υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα.
6.-(1) Ένα προϊόν θεωρείται ασφαλές ως προς τις πτυχές που καλύπτονται από την κυπριακή νομοθεσία, όταν ελλείψει ειδικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που διέπουν την ασφάλειά του, αυτό συμμορφώνεται με τις ειδικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία, οι οποίες είναι συμβατές με τη Συνθήκη, ιδίως τα άρθρα 28 και 30, και οι οποίες καθορίζουν τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας που πρέπει να ικανοποιεί το προϊόν προκειμένου να διατεθεί στο εμπόριο.
(2) Ένα προϊόν θεωρείται ασφαλές ως προς τους κινδύνους και τις κατηγορίες των κινδύνων που καλύπτονται από τα σχετικά κυπριακά πρότυπα, όταν πληροί τα κυπριακά πρότυπα που αποτελούν μεταφορά των ευρωπαϊκών προτύπων, τα στοιχεία αναφοράς των οποίων δημοσιεύονται από τον Εθνικό Φορέα Τυποποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(3) Σε περιπτώσεις άλλες από τις προβλεπόμενες στα εδάφια (1) και (2), η συμμόρφωση ενός προϊόντος προς τη γενική απαίτηση ασφάλειας κρίνεται, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ακόλουθων στοιχείων, εφόσον υπάρχουν:
(α)Των κυπριακών προτύπων που αποτελούν μεταφορά αντίστοιχων ευρωπαϊκών προτύπων άλλων από εκείνων που αναφέρονται στο εδάφιο (2).
(β)των προτύπων που ισχύουν στη Δημοκρατία.
(γ)των συστάσεων της Επιτροπής με τις οποίες ορίζονται οι κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση της ασφάλειας του προϊόντος.
(δ)των κωδίκων ορθής πρακτικής για την ασφάλεια του προϊόντος, οι οποίοι ισχύουν στον συγκεκριμένο τομέα.
(ε)των υφιστάμενων γνώσεων και τεχνικών. και
(στ)της ασφάλειας που δικαιούνται ευλόγως να προσδοκούν οι καταναλωτές.
(4) Η συμμόρφωση ενός προϊόντος με τα κριτήρια που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της γενικής απαίτησης ασφάλειας, ιδίως προς τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3), δεν εμποδίζει την αρμόδια αρχή να λαμβάνει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να περιορίσει τη διάθεσή του στο εμπόριο ή να ζητά την απόσυρσή του από την αγορά ή την ανάκλησή του αν, παρά τη συμμόρφωση αυτή, αποδεικνύεται ότι το προϊόν είναι επικίνδυνο.
7.-(1) Μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, οι παραγωγοί παρέχουν στους καταναλωτές τις απαραίτητες πληροφορίες που θα τους επιτρέψουν να αξιολογήσουν τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει ένα προϊόν, κατά τη διάρκεια της συνήθους ή εύλογα προβλεπτής χρήσης του, όπου οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι αμέσως αντιληπτοί χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση, και να προφυλάσσονται από τους κινδύνους αυτούς:
(2) Μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, οι παραγωγοί λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προμηθεύουν, τα οποία τους επιτρέπουν:
(α)Να είναι ενήμεροι για τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιάσουν τα προϊόντα αυτά. και
(β)να επιλέγουν τη λήψη κατάλληλων μέτρων περιλαμβανομένης, αν είναι αναγκαίο για την πρόληψη των κινδύνων αυτών, της απόσυρσης των συγκεκριμένων προϊόντων από την αγορά, της επαρκούς και αποτελεσματικής προειδοποίησης των καταναλωτών ή της ανάκλησης των προϊόντων από τους καταναλωτές.
(3) Τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
(α)Την ένδειξη, πάνω στο προϊόν ή στη συσκευασία του, της ταυτότητας και των στοιχείων του παραγωγού, καθώς και των στοιχείων αναφοράς του προϊόντος ή, όπου εφαρμόζεται, της οικείας παρτίδας προϊόντων, εκτός αν η μη αναγραφή είναι δικαιολογημένη, και
(β)τη διενέργεια, στις περιπτώσεις όπου ενδείκνυται, δειγματοληπτικών δοκιμών στα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο, την εξέταση καταγγελιών και, εφόσον απαιτείται, την τήρηση μητρώου καταγγελιών καθώς και την ενημέρωση των διανομέων σχετικά με τον έλεγχο των προϊόντων.
(4) Oι ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) αναλαμβάνονται επί εθελοντικής βάσεως ή κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο (στ) του άρθρου 11.
(5) Η ανάκληση ενός προϊόντος εφαρμόζεται στην έσχατη περίπτωση, όταν οι άλλες ενέργειες δεν επαρκούν για την πρόληψη των ενδεχόμενων κινδύνων, όταν οι παραγωγοί την κρίνουν αναγκαία ή όταν επιβάλλεται τούτο κατόπιν μέτρων που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή. Η ανάκληση αυτή μπορεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των σχετικών κωδίκων καλής πρακτικής που εφαρμόζονται στη Δημοκρατία, εφόσον υπάρχουν τέτοιοι κώδικες.
8. -(1) Οι διανομείς υποχρεούνται να ενεργούν επιμελώς ώστε να συμβάλλουν στην τήρηση των εφαρμοστέων απαιτήσεων ασφάλειας, ιδίως με το να μην προμηθεύουν προϊόντα, για τα οποία γνωρίζουν, ή για τα οποία όφειλαν να γνωρίζουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν στην κατοχή τους και της επαγγελματικής τους πείρας, ότι δε συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις αυτές.
(2) Επιπλέον οι διανομείς, μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, συμμετέχουν στην παρακολούθηση της ασφάλειας των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο, ιδιαίτερα με τη διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν τους κινδύνους των προϊόντων, με τη φύλαξη και την παροχή των αναγκαίων εγγράφων για τον εντοπισμό της προέλευσης των προϊόντων και με τη συνεργασία τους στις δράσεις που αναλαμβάνονται από τους παραγωγούς και την αρμόδια αρχή για την αποφυγή των κινδύνων.
(3) Μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, λαμβάνουν μέτρα που τους επιτρέπουν να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους παραγωγούς και την αρμόδια αρχή.
9.-(1) Όταν οι παραγωγοί ή οι διανομείς γνωρίζουν, ή όφειλαν να γνωρίζουν, βάσει των πληροφοριών που διαθέτουν και της επαγγελματικής τους πείρας, ότι κάποιο προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά παρουσιάζει κινδύνους για τον καταναλωτή, ασυμβίβαστους προς τη γενική απαίτηση ασφάλειας, οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος Ι και αναφέρουν λεπτομέρειες, ιδίως για τις ενέργειες που έχουν αναλάβει προκειμένου να προληφθούν οι κίνδυνοι για τους καταναλωτές.
(2) Οι παραγωγοί και οι διανομείς, στο πλαίσιο των οικείων δραστηριοτήτων τους, συνεργάζονται με την αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος της, σε ενέργειες με στόχο την αποτροπή των κινδύνων που παρουσιάζουν προϊόντα που προμηθεύουν ή έχουν προμηθεύσει.
(3) Η αρμόδια αρχή καθορίζει τις διαδικασίες συνεργασίας που αναφέρονται στο εδάφιο (2), περιλαμβανομένων των διαδικασιών διαλόγου με τους παραγωγούς και τους διανομείς για θέματα ασφάλειας των προϊόντων.
10. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι παραγωγοί και οι διανομείς τηρούν τις υποχρεώσεις τους στα πλαίσια του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα κατά τρόπο ώστε τα προϊόντα που διαθέτουν στην αγορά να είναι ασφαλή.
11. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή μπορεί να λαμβάνει, μεταξύ άλλων, όλα ή οποιαδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα-
(α)Για κάθε προϊόν:-
(i)να διοργανώνει, έστω και μετά τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά ως ασφαλούς, κατάλληλων ελέγχων των χαρακτηριστικών ασφάλειας του προϊόντος, σε επαρκή κλίμακα, μέχρι το τελευταίο στάδιο της χρήσης ή της κατανάλωσής του.
(ii)να απαιτεί, με ειδοποίηση που επιδίδεται στο κατάλληλο πρόσωπο, κάθε αναγκαία πληροφορία, σχετικά με το προϊόν, σε χρόνο, στον τόπο και με τον τρόπο που εξουσιοδοτημένος λειτουργός θεωρήσει κατάλληλο.
(iii)να διενεργεί δοκιμαστικές αγορές με σκοπό τη λήψη δειγμάτων των προϊόντων για να υποβληθούν σε αναλύσεις ως προς την ασφάλεια τους.
(β)για κάθε προϊόν που ενδέχεται να παρουσιάσει κινδύνους, με την επίδοση, στο κατάλληλο πρόσωπο, ειδοποίησης συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 18,
με την οποία:-
(i)να απαιτεί να φέρει τις ενδεδειγμένες προειδοποιήσεις όσον αφορά τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιάσει, διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και ευκόλως κατανοητό στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας.
(ii)να υπαγάγει την εμπορία αυτού σε τέτοιες προϋποθέσεις, ώστε να καθίσταται ασφαλές·
(γ)για κάθε προϊόν που ενδέχεται να παρουσιάσει κινδύνους για ορισμένα άτομα, να διατάζει, με την επίδοση ειδοποίησης συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 18, να προειδοποιούνται εγκαίρως τα άτομα αυτά για τον κίνδυνο, με τον κατάλληλο τρόπο, περιλαμβανομένης της δημοσίευσης ειδικών προειδοποιήσεων.
(δ)για κάθε προϊόν που δυνατό να είναι επικίνδυνο, να απαγορεύει προσωρινά την προμήθεια, την πρόταση προμήθειας ή την έκθεση του προϊόντος, για την περίοδο που απαιτείται για τους διάφορους ελέγχους, εξακριβώσεις ή εκτιμήσεις της ασφάλειας με την επίδοση ειδοποίησης αναστολής, σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος Νόμου·
(ε)για κάθε επικίνδυνο προϊόν, την απαγόρευση της εμπορίας του προϊόντος και τη θέσπιση των απαραίτητων συνοδευτικών μέτρων για να εξασφαλιστεί η τήρηση της απαγόρευσης αυτής.
(στ)για κάθε επικίνδυνο προϊόν που ήδη κυκλοφορεί στην αγορά:-
(i)να διατάξει ή διοργανώσει την αποτελεσματική και άμεση απόσυρση του προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 19, και να προειδοποιήσει τους καταναλωτές για τους κινδύνους που παρουσιάζει, με όποιο τρόπο θεωρεί κατάλληλο, περιλαμβανομένης της έκδοσης ανακοίνωσης προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην οποία να αναφέρονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία του προϊόντος, περιλαμβανομένων των στοιχείων του παραγωγού ή/και του διανομέα, το μοντέλο του προϊόντος, τη φύση του κινδύνου που παρουσιάζει το προϊόν, καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλα κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής στοιχεία που αφορούν το προϊόν·
(ii)να διατάξει ή συντονίσει, ή, ενδεχομένως, διοργανώσει με τους παραγωγούς και διανομείς, την ανάκλησή του από τους καταναλωτές και την καταστροφή του κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες.
12.-(1) ´Oταν η αρμόδια αρχή λαμβάνει μέτρα, όπως αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 11 και ειδικά αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (δ) μέχρι (στ), αυτή οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με τη Συνθήκη και ιδίως τα άρθρα 28 και 30, κατά τρόπο ώστε τα μέτρα αυτά να υλοποιούνται αναλόγως της σοβαρότητας του κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης.
(2) Η αρμόδια αρχή ενθαρρύνει και ευνοεί την εθελοντική δράση των παραγωγών και των διανομέων, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο, ιδιαιτέρως από τα άρθρα 7 μέχρι 9, και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, ενδεχομένως με την κατάρτιση κωδίκων καλής πρακτικής, όπου είναι αναγκαίο.
(3) Η αρμόδια αρχή, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, διοργανώνει ή διατάσσει την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο (στ) του άρθρου 11, όταν οι ενέργειες που έχουν λάβει οι παραγωγοί και οι διανομείς για εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δεν είναι ικανοποιητικές ή επαρκείς. Η ανάκληση πραγματοποιείται στην έσχατη περίπτωση και μπορεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των σχετικών κωδίκων καλής πρακτικής, αν υπάρχουν.
(4) Σε περίπτωση προϊόντων που εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο, η αρμόδια αρχή λαμβάνει εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους (β) έως (στ) του άρθρου 11. Η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου προσδιορίζεται από την αρμόδια αρχή, η οποία αξιολογεί κάθε περίπτωση ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές.
(5) Τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή δυνάμει του παρόντος άρθρου, απευθύνονται κατά περίπτωση:
(α)Στον παραγωγό.
(β)στους διανομείς, εντός των ορίων των οικείων δραστηριοτήτων τους και ειδικά στον υπεύθυνο του πρώτου σταδίου διανομής του προϊόντος στην αγορά της Δημοκρατίας·
(γ)σε κάθε άλλο πρόσωπο, όταν απαιτείται, με στόχο τη συνεργασία σε ενέργειες που αναλαμβάνονται προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που απορρέουν από ένα προϊόν.
13.-(1) Για την αποτελεσματική επιτήρηση της αγοράς, με στόχο την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει την εφαρμογή προσεγγίσεων, οι οποίες χρησιμοποιούν ενδεδειγμένα μέσα και διαδικασίες που μπορούν να περιλαμβάνουν ιδίως:
(α)Την κατάρτιση, περιοδική ανανέωση και υλοποίηση προγραμμάτων τομεακής παρακολούθησης, ανά κατηγορίες προϊόντων ή κινδύνων, καθώς και την παρακολούθηση των ενεργειών επιτήρησης, των παρατηρήσεων και των αποτελεσμάτων·
(β)την παρακολούθηση και την ενημέρωση των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων που άπτονται της ασφάλειας των προϊόντων·
(γ)περιοδικές εξετάσεις και αξιολογήσεις της λειτουργίας, των δραστηριοτήτων ελέγχου και της αποτελεσματικότητάς τους, καθώς και, αν χρειάζεται, αναθεώρηση της εφαρμοζόμενης προσέγγισης και οργάνωσης της επιτήρησης.
(2) Η αρμόδια αρχή παρέχει τη δυνατότητα στους καταναλωτές και στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν σε αυτή καταγγελίες σε σχέση με την ασφάλεια του προϊόντος και τις δραστηριότητες ελέγχου και επιτήρησης, και διασφαλίζει ότι οι καταγγελίες αυτές εξετάζονται δεόντως. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει ενεργώς τους καταναλωτές και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη για τις διαδικασίες που θεσπίζονται για το σκοπό αυτό.
14.-(1) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός της αρμόδιας αρχής δύναται, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, κατά οποιαδήποτε εύλογη ώρα και επιδεικνύοντας αποδεικτικό της ιδιότητάς του, εάν του ζητηθεί, να ασκήσει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω εξουσίες:
(α)Να επιθεωρεί οποιαδήποτε προϊόντα και να εισέρχεται σε οποιαδήποτε υποστατικά, εκτός από εκείνα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως κατοικία και
(β)να εξετάζει οποιαδήποτε διαδικασία, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε διευθετήσεων για διεξαγωγή δοκιμής, σχετικής με την παραγωγή οποιωνδήποτε προϊόντων.
(2) Αν ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι έχει παραβιαστεί οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή/και Διαταγμάτων σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν, τότε δύναται -
(α)Να απαιτήσει από το κατάλληλο πρόσωπο τις πληροφορίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ιι) της παραγράφου (α) του άρθρου 11.
(β)να πάρει αντίγραφα των πληροφοριών που παρουσιάζονται δυνάμει της παραγράφου (α) ή οποιασδήποτε γενόμενης καταχώρισης σ’ αυτές.
(γ)να κατάσχει και να κατακρατήσει το προϊόν για να διαπιστωθεί, με δοκιμή ή άλλως πως, οποιαδήποτε τέτοια παράβαση.
(3) Ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να κατάσχει και κατακρατεί -
(α)Οποιοδήποτε προϊόν ή πληροφορίες για τις οποίες έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι μπορεί να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία για αδίκημα σύμφωνα με το Μέρος VI του παρόντος Νόμου.
(β)οποιοδήποτε προϊόν για το οποίο έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι δυνατό να υπόκειται σε δήμευση δυνάμει του άρθρου 20.
15. Η αρμόδια αρχή η οποία προβαίνει σε κατάσχεση οποιουδήποτε προϊόντος ή σχετικών με το προϊόν πληροφοριών δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, οφείλει να πληροφορεί το πρόσωπο από το οποίο αυτά έχουν κατασχεθεί και σε περίπτωση εισαγόμενων προϊόντων τα οποία κατακρατούνται μέσα σε οποιοδήποτε υποστατικό υπό τον έλεγχο των τελωνειακών αρχών της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 22, τον εισαγωγέα των προϊόντων, ότι τα προϊόντα αυτά έχουν κατασχεθεί ή κατακρατηθεί ανάλογα με την περίπτωση.
16.-(1) Τηρουμένων κατά τα λοιπά των σχετικών με την έκδοση και εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων έρευνας διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Επαρχιακός Δικαστής, με βάση ένορκη καταγγελία -
(α)Αφού ικανοποιηθεί ότι -
(i)οποιοδήποτε προϊόν ή πληροφορίες, για τα οποία εξουσιοδοτημένος λειτουργός της αρμόδιας αρχής έχει εξουσία δυνάμει του παρόντος Νόμου να επιθεωρεί, βρίσκονται σε οποιαδήποτε υποστατικά και ότι η επιθεώρησή τους είναι πιθανόν να αποκαλύψει αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη οποιασδήποτε παράβασης του παρόντος Νόμου, ή
(ii)τέτοια παράβαση έχει λάβει χώρα ή πρόκειται να λάβει χώρα σε οποιαδήποτε υποστατικά, και
(β)αφού ικανοποιηθεί επίσης ότι -
(i)η είσοδος στα υποστατικά έχει εμποδιστεί ή είναι πιθανόν να εμποδιστεί και ότι έχει δοθεί στον κάτοχο αυτών ειδοποίηση περί της προθέσεως για αίτηση τέτοιου εντάλματος, ή
(ii)η αίτηση άδειας εισόδου ή η παροχή τέτοιας ειδοποίησης θα ματαίωνε το σκοπό της εισόδου, ή
(iii)τα υποστατικά είναι κενά κατοχής,
δύναται να εκδώσει δικαστικό ένταλμα, με ισχύ ενός μηνός, που να εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε λειτουργό της αρμόδιας αρχής να εισέλθει στα υποστατικά.
(2) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός που εισέρχεται σε οποιαδήποτε υποστατικά δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 ή δυνάμει δικαστικού εντάλματος βάση του εδαφίου (1), δύναται να συνοδεύεται από τέτοια άλλα πρόσωπα και να έχει μαζί του τέτοιο εξοπλισμό τον οποίο θεωρεί απαραίτητο.
(3) Εγκαταλείποντας οποιαδήποτε υποστατικά στα οποία πρόσωπο είναι εξουσιοδοτημένο να εισέλθει μετά από δικαστικό ένταλμα δυνάμει του εδαφίου (1), το πρόσωπο αυτό οφείλει, εάν τα υποστατικά αυτά είναι κενά κατοχής, να τα εγκαταλείψει σε όποια ασφαλή κατάσταση τα βρήκε, ιδιαίτερα από την άποψη της έξωθεν παραβίασής τους.
17.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο έχει συμφέρον σε οποιοδήποτε προϊόν, το οποίο κατάσχεται ή κατακρατείται δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου, από την αρμόδια αρχή, δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος για επιστροφή του προϊόντος σε αυτό ή σε άλλο πρόσωπο.
(2) Το Δικαστήριο προβαίνει στην έκδοση του αναφερόμενου στο εδάφιο (1) διατάγματος, μόνο εάν ικανοποιηθεί ότι -
(α)Ποινική διαδικασία για αδίκημα αναφορικά με παράβαση, σύμφωνα με το Μέρος VI, σε σχέση με το προϊόν ή διαδικασία δήμευσης του προϊόντος δεν έχει εγερθεί ή, αν έχει εγερθεί, αυτή έχει περατωθεί χωρίς να δημευθεί το προϊόν ή χωρίς να καταδικαστεί οποιοδήποτε πρόσωπο.
(β)σε περίπτωση που τέτοια διαδικασία δεν έχει εγερθεί, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν των τριών μηνών αφότου το προϊόν κατασχέθηκε ή κατακρατήθηκε.
18.-(1) Η αρμόδια αρχή, δυνάμει των εδαφίων (β) και (γ) του άρθρου 11, αφού διαπιστώσει μη συμμόρφωση προϊόντος προς οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, επιδίδει ειδοποίηση στον παραγωγό ή το διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, με την οποία του επισημαίνει την παράβαση και τον καλεί να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, μέσα στο χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην ειδοποίηση, ανάλογα με τη φύση της παράβασης.
(2) Η ειδοποίηση συμμόρφωσης περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
(α)Μέτρα στα οποία θα προβεί η αρμόδια αρχή σε περίπτωση που ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, δε συμμορφωθεί.
(β)μέτρα στα οποία οφείλει να προβεί ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, για να θεωρηθεί ότι συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
(γ)την προθεσμία κατά την οποία ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, οφείλει να παραθέσει τις απόψεις του για την παράβαση, είτε προφορικώς είτε γραπτώς ενώπιον της αρμόδιας αρχής.
(3) Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης με την ειδοποίηση συμμόρφωσης, η αρμόδια αρχή οφείλει να απέχει από τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων προτίθετο να λάβει εναντίον του παραγωγού ή του διανομέα, δύναται όμως να λάβει οποιαδήποτε κατά την κρίση της μέτρα για σκοπούς διασφάλισης των συμφερόντων των καταναλωτών.
(4) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η αρμόδια αρχή δύναται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα κρίνει κατάλληλα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, περιλαμβανομένης της ανάκλησης ή απόσυρσης του προϊόντος, νοουμένου ότι άλλα μέτρα έχουν αποτύχει ή δε θεωρούνται ικανοποιητικά.
19.-(1) Όταν η αρμόδια αρχή ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 18 ή σύμφωνα με τις παραγράφους (δ) και (στ), του άρθρου 11, επιδίδει στον παραγωγό ή στο διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, είτε ειδοποίηση αναστολής, η οποία απαγορεύει στο πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται για τόση περίοδο όση καθορίζεται σε αυτή, όχι όμως μεγαλύτερη από έξι μήνες από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης, τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά χωρίς τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, είτε ειδοποίηση απόσυρσης του προϊόντος από την αγορά.
(2) Η ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης οφείλει να -
(α) Περιγράφει το προϊόν με τρόπο που να διακριβώνεται επακριβώς η ταυτότητα του και
(β) εκθέτει τους λόγους για τους οποίους επιδίδεται και τους λόγους για τους οποίους η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι έχει παραβιαστεί ο Νόμος και οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί ή/και Διατάγματα.
(3) Η ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης η οποία επιδίδεται από την αρμόδια αρχή δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να απαιτεί από το πρόσωπο προς το οποίο επιδίδεται, να την τηρεί ενήμερη για το χώρο στον οποίο βρίσκεται το προϊόν κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής ή απόσυρσης.
(4) Επίδοση ειδοποίησης αναστολής αναφορικά με οποιοδήποτε προϊόν, συνεπάγεται τη μη δυνατότητα επίδοσης περαιτέρω ειδοποίησης αναφορικά με το ίδιο προϊόν, εκτός αν κατά τη λήξη της περιόδου που αναγράφεται στην πιο πάνω ειδοποίηση, βρίσκεται σε εκκρεμότητα -
(α)Ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου αυτού για αδίκημα αναφορικά με παράβαση του άρθρου 32.
(β)διαδικασία δήμευσης των προϊόντων δυνάμει του άρθρου 20.
(5) Συγκατάθεση για επαναδιάθεση του προϊόντος στην αγορά που παρέχεται από την αρμόδια αρχή για σκοπούς του εδαφίου (1), δύναται να επιβάλλει τέτοιους όρους για τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά, τους οποίους η αρμόδια αρχή θεωρεί κατάλληλους ως προς τη συμμόρφωση του προϊόντος με τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
20.-(1) Ανεξάρτητα από την έγερση οποιασδήποτε ποινικής δίωξης για αδίκημα αναφορικά με παράβαση των άρθρων 29 μέχρι 31, η αρμόδια αρχή δύναται, σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (4) του άρθρου 18, αφού δώσει ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 19 και τηρουμένων των εκάστοτε εν ισχύει θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, να αποταθεί διά κλήσεως στο Δικαστήριο δυνάμει του παρόντος άρθρου, ζητώντας την έκδοση διατάγματος για τη δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος, για το λόγο ότι αυτό δε συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
(2) Κατόπιν αίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο προβαίνει στην έκδοση διατάγματος για δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος, μόνο αν ικανοποιηθεί ότι -
(α) Πράγματι το προϊόν δε συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
(β) το πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης δε συμμορφώνεται με αυτή.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), όταν οποιαδήποτε προϊόντα δημεύονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύνανται να καταστραφούν σύμφωνα με οδηγίες που δίνει το Δικαστήριο:
(4) Εκδίδοντας διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει όπως τα προϊόντα στα οποία αναφέρεται το διάταγμα, αντί να καταστραφούν, παραδοθούν σε πρόσωπο που θα ορίσει το Δικαστήριο, υπό τον όρο ότι το πρόσωπο αυτό -
(α) Δε θα διαθέσει τα προϊόντα αυτά στην αγορά ή δε θα τα θέσει σε λειτουργία, εκτός για σκοπούς διάθεσής τους ως άχρηστο υλικό. και
(β) θα συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διαταγή πληρωμής εξόδων ή δαπανών που εκδόθηκε εναντίον του στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης του διατάγματος για τη δήμευση των προϊόντων.
21. Η ειδοποίηση απόσυρσης αναστέλλεται σε περίπτωση που ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, συμφωνεί με την αρμόδια αρχή να τροποποιήσει το προϊόν με τρόπο που να επιτυγχάνεται η συμμόρφωση του προϊόντος με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, κατά τρόπο ώστε το προϊόν να καταστεί ασφαλές.
22.-(1) Τελωνειακός λειτουργός δύναται, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή, για διευκόλυνση της ενάσκησης από την αρμόδια αρχή ή από τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό της, οποιασδήποτε από τις εξουσίες που χορηγούνται από τον παρόντα Νόμο, να κατακρατεί για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις τρεις εργάσιμες ημέρες, οποιαδήποτε εισαγόμενα από τρίτες χώρες προϊόντα τα οποία παρουσιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν υποψία ως προς την ύπαρξη σοβαρού και άμεσου κινδύνου για την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών.
(2) Οτιδήποτε κατακρατείται δυνάμει του παρόντος άρθρου θα τυγχάνει χειρισμού κατά τη διάρκεια της κατακράτησής του κατά τρόπο που ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων θα αποφασίζει σύμφωνα με την εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακή νομοθεσία.
(3) Η αναφορά στο εδάφιο (1) σε τρεις εργάσιμες ημέρες αφορά περίοδο εβδομήντα δύο ωρών, που υπολογίζονται από το χρόνο της κατακράτησης των προϊόντων, αλλά δεν περιλαμβάνεται στην περίοδο αυτή ο χρόνος τυχόν αργιών που μεσολαβούν.
(4) Σε περίπτωση που η προθεσμία των τριών εργάσιμων ημερών παρέρχεται χωρίς η αρμόδια αρχή να λάβει οποιαδήποτε μέτρα δυνάμει του Μέρους ΙΙΙ, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων διατάσσει πάραυτα την αποδέσμευση των εν λόγω προϊόντων.
(5) Τα έξοδα αποθήκευσης και κατακράτησης που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου βαρύνουν τον παραγωγό ή το διανομέα ανάλογα με την περίπτωση.
23.-(1) Εφόσον κρίνεται απαραίτητο για διευκόλυνση της ενάσκησης από την αρμόδια αρχή ή από οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο λειτουργό της, οποιασδήποτε αρμοδιότητας που χορηγείται σ΄ αυτούς από τον παρόντα Νόμο, για σκοπούς επιτήρησης της αγοράς, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων μπορεί να εξουσιοδοτήσει την αποκάλυψη στη αρμόδια αρχή ή στο λειτουργό αυτό οποιεσδήποτε πληροφορίες που λαμβάνονται για σκοπούς ενάσκησης από το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων των αρμοδιοτήτων του σε σχέση με εισαγόμενα προϊόντα.
(2) Η αποκάλυψη πληροφοριών που γίνεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει του εδαφίου (1), γίνεται σύμφωνα με οδηγίες του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων και μπορεί να γίνει μέσω τέτοιων προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό του προσώπου αυτού και κατά τις οδηγίες του.
24. Η αρμόδια αρχή έχει υποχρέωση, σε περίπτωση κατακράτησης προϊόντων από τις τελωνειακές αρχές, να ενημερώνει το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων για τα αποτελέσματα του ελέγχου της στα εισαγόμενα από τρίτες χώρες προϊόντα, και σε περίπτωση -
(α) Προϊόντων κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, τα οποία δεν είναι ασφαλή δυνάμει αυτού, θα εφαρμόζονται οι πρόνοιες του, ιδίως σε ότι έχει σχέση με το RAPEX·
(β) προϊόντων τα οποία συνοδεύονται από τα απαραίτητα έγγραφα και φέρουν την απαιτούμενη σήμανση συμμόρφωσης, σύμφωνα με τους περί των Βασικών Απαιτήσεων που πρέπει να Πληρούν Καθορισμένες Κατηγορίες Προϊόντων Νόμους του 2002 έως 2003, αλλά κατά την αρμόδια αρχή παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια και υγεία των καταναλωτών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου σε σχέση με τη διαδικασία απόσυρσης των προϊόντων.
25. Η αρμόδια αρχή, κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες αρχές που καθορίζονται δυνάμει των περί των Βασικών Απαιτήσεων που πρέπει να Πληρούν Καθορισμένες Κατηγορίες Προϊόντων Νόμοι του 2002 έως 2003 οσάκις προκύπτει θέμα συναρμοδιότητας όσον αφορά την ασφάλεια του προϊόντος.
26.-(1) Όταν η αρμόδια αρχή λαμβάνει μέτρα που περιορίζουν τη διάθεση προϊόντων στην αγορά ή επιβάλλουν την απόσυρση ή την ανάκλησή τους, όπως προβλέπεται στις παραγράφους (β) έως (στ) του άρθρου 11, εφόσον η κοινοποίησή τους στην Επιτροπή δεν απαιτείται δυνάμει του άρθρου 27 ή πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ενημερώνει την Επιτροπή για τα μέτρα αυτά, παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους τα έλαβε. Επίσης, ενημερώνει την Επιτροπή για την τροποποίηση ή την άρση των μέτρων αυτών.
(2) Εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι, οι επιπτώσεις του κινδύνου λόγω του οποίου λαμβάνονται ή δύναται να ληφθούν μέτρα δυνάμει του άρθρου 11, δεν υπερβαίνουν ή δεν είναι δυνατό να υπερβούν την επικράτεια της Δημοκρατίας, προβαίνει στην κοινοποίηση των σχετικών μέτρων, εφόσον αυτά περιέχουν πληροφορίες που ενδέχεται να παρουσιάζουν ενδιαφέρον στα κράτη μέλη από την άποψη ασφάλειας του προϊόντος, ιδίως εάν ανταποκρίνονται σε ένα νέο κίνδυνο που δεν έχει ακόμη επισημανθεί σε άλλες κοινοποιήσεις.
27.-(1) Όταν η αρμόδια αρχή λαμβάνει ή διεξάγει ή αποφασίζει να λάβει ή να διεξάγει, να συστήσει ή να συμφωνήσει με τους παραγωγούς ή/και διανομείς, μέτρα ή ενέργειες, υποχρεωτικού ή μη χαρακτήρα, προκειμένου να εμποδίσει, να περιορίσει ή να υποβάλει σε ιδιαίτερους όρους, στην επικράτεια της Δημοκρατίας, την ενδεχόμενη εμπορία ή τη χρήση προϊόντων, λόγω σοβαρού κινδύνου, απευθύνει αμέσως κοινοποίηση στην Επιτροπή, μέσω του RAPEX και ενημερώνει επίσης την Επιτροπή, αμελλητί, για την τροποποίηση ή την άρση κάθε τέτοιου μέτρου ή ενέργειας.
(2) Εάν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι, οι επιπτώσεις του κινδύνου λόγω του οποίου λαμβάνονται ή δύναται να ληφθούν μέτρα δυνάμει του άρθρου 11, δεν υπερβαίνουν ή δεν μπορούν να υπερβούν την επικράτεια της Δημοκρατίας, ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά κριτήρια που προτείνονται στις κατευθυντήριες γραμμές.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή δύναται, προτού αποφασίσει να λάβει τέτοια μέτρα ή να δρομολογήσει τέτοιες ενέργειες, να ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τις πληροφορίες που διαθέτει για την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου.
(4) Στην περίπτωση σοβαρού κινδύνου, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην Επιτροπή τα προαιρετικά μέτρα που ορίζονται στα άρθρα 7 έως 9 του παρόντος Νόμου και τα οποία έχουν ληφθεί από παραγωγούς ή/και διανομείς.
(5) Όταν η αρμόδια αρχή λάβει από την Επιτροπή, οποιεσδήποτε πληροφορίες για τη διάθεση σε οποιοδήποτε κράτος μέλος επικίνδυνου προϊόντος, λαμβάνει αμέσως τα κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και γνωστοποιεί αμέσως στην Επιτροπή τα μέτρα που έλαβε.
28.-(1) Η αρμόδια αρχή λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή των Αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 13 της Οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, με Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 45Α του βασικού νόμου.
(2) Απαγορεύεται η εξαγωγή από τη Δημοκρατία επικίνδυνων προϊόντων για τα οποία έχει ληφθεί απόφαση από την Επιτροπή όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), εκτός αν η απόφαση προβλέπει διαφορετικά.
(3) Η αρμόδια αρχή παρέχει, εντός ενός μηνός, τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να διατυπώσουν τις απόψεις τους και ενημερώνει ανάλογα την Επιτροπή για την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στην απόφαση.
29.-(1) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει το άρθρο 5 και τα άρθρα 7 μέχρι 9, διαπράττει αδίκημα και είναι ένοχο αδικήματος για παράβαση των πιο πάνω άρθρων.
(2) Πρόσωπο ένοχο αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (1) υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
30.-(1) Όταν Κανονισμοί ή/και Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, απαγορεύουν σε πρόσωπο να διαθέτει ή να προσφέρει ή να συμφωνεί να διαθέτει οποιαδήποτε προϊόντα ή να εκθέτει ή να κατέχει για σκοπούς διάθεσης οποιαδήποτε προϊόντα, το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος, αν παραβεί την απαγόρευση.
(2) Όταν Κανονισμοί ή/και Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, επιβάλλουν σε πρόσωπο το οποίο κατασκευάζει ή επεξεργάζεται οποιαδήποτε προϊόντα, κατά τη διεξαγωγή της επιχείρησής του -
(α)Να διενεργεί συγκεκριμένη δοκιμή ή να χρησιμοποιεί συγκεκριμένη διαδικασία σε σχέση με την κατασκευή ή την επεξεργασία των προϊόντων με σκοπό να διακριβωθεί κατά πόσο τα προϊόντα ικανοποιούν οποιεσδήποτε απαιτήσεις των Κανονισμών ή/και Διαταγμάτων αυτών. ή
(β)να χειριστεί ή να μη χειριστεί κατά συγκεκριμένο τρόπο μια ποσότητα προϊόντων, το σύνολο ή μέρος των οποίων δεν ικανοποιεί τη δοκιμή αυτή ή δεν ικανοποιεί οποιαδήποτε πρότυπα αναφέρονται στους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα σχετικά με τη διαδικασία αυτή,
τότε το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος, αν δε συμμορφωθεί με την υποχρέωση αυτή.
(3) Αν πρόσωπο, παραβεί οποιαδήποτε διάταξη των Κανονισμών ή/και Διαταγμάτων, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, η οποία απαγορεύει ή επιβάλλει την παροχή με τη βοήθεια σήμανσης ή άλλως πως, πληροφοριών συγκεκριμένου είδους σε σχέση με τα προϊόντα, το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος.
(4) Όταν επιβάλλεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να δώσει πληροφορίες σε άλλο για διευκόλυνση του προσώπου αυτού στην άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος -
(α)Αν παραλείψει χωρίς εύλογη αιτία να συμμορφωθεί στην υποχρέωση αυτή. ή
(β)αν δίδοντας τις πληροφορίες που του ζητούνται -
(i)προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο της. ή
(ii) απερίσκεπτα παράσχει πληροφορία που είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο της.
(5) Πρόσωπο ένοχο αδικήματος δυνάμει οποιουδήποτε από τα εδάφια (1) μέχρι (4), υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
31. Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ειδοποίηση αναστολής, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
32.-(1) Πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος -
(α)Αν παραλείψει, χωρίς εύλογη αιτία, να συμμορφωθεί σε ειδοποίηση που επιδίδεται σ΄ αυτό δυνάμει της υποπαραγράφου (ιι) της παραγράφου (α) του άρθρου 11· ή
(β)αν στην προσπάθειά του να συμμορφωθεί σε απαίτηση ειδοποίησης που του επιβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (α) παράσχει πληροφορία που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο της ή απερίσκεπτα παράσχει τέτοια πληροφορία.
(2)Πρόσωπο ένοχο αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (1) υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.
33.-(1) Πρόσωπο το οποίο -
(α)Εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής ή οποιοδήποτε τελωνειακό λειτουργό, ο οποίος ενεργεί κατ΄ εφαρμογή οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου. ή
(β)εσκεμμένα παραλείπει να συμμορφωθεί σε οποιαδήποτε απαίτηση που επιβάλλεται σ΄ αυτό απ΄ οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου. ή
(γ)χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει στον πιο πάνω εξουσιοδοτημένο λειτουργό οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία που εύλογα ζητά ο λειτουργός για το σκοπό ενάσκησης των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου,
είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.
(2) Πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος αν, δίδοντας οποιαδήποτε πληροφορία που του ζητείται δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) -
(α)Προβαίνει σ’ οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο. ή
(β)απερίσκεπτα προβαίνει σε δήλωση που είναι αναληθής σε ουσιαστικό σημείο.
(3) Πρόσωπο ένοχο αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (2) υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.
34.-(1) Όταν η διάπραξη απ΄ οποιοδήποτε πρόσωπο αδικήματος κατά παράβαση του παρόντος Νόμου οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη που γίνεται από άλλο πρόσωπο κατά τη διεξαγωγή οποιασδήποτε επιχείρησής του, το άλλο αυτό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος και μπορεί να διωχθεί ποινικά και να τιμωρηθεί δυνάμει του εδαφίου αυτού, ανεξάρτητα αν ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη εναντίον του πρώτου αναφερόμενου προσώπου.
(2) Όταν νομικό πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου, (περιλαμβανομένης και της ενοχής αυτού δυνάμει του εδαφίου (1)), αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη η οποία αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή την ανοχή του ή ότι αυτή οφείλεται σε αμέλεια οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, τότε το πρόσωπο αυτό, καθώς και το νομικό πρόσωπο, είναι ένοχο του αδικήματος αυτού και υπόκειται σε ποινική δίωξη και τιμωρία ανάλογα.
(3) Όταν οι υποθέσεις ενός νομικού προσώπου διευθύνονται από τα μέλη του, το εδάφιο (2) εφαρμόζεται σε σχέση με τις πράξεις και τις παραλείψεις ενός μέλους αναφορικά με τις διευθυντικές του αρμοδιότητες ως εάν αυτό ήταν διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου.
35.-(1) Τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε ποινική διαδικασία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα στο οποίο εφαρμόζεται το παρόν άρθρο, θα αποτελεί υπεράσπιση για το πρόσωπο αυτό αν αποδείξει ότι έλαβε κάθε λογικό μέτρο και άσκησε κάθε προσήκουσα επιμέλεια για την αποφυγή διάπραξης του αδικήματος.
(2) Όταν σ΄ οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για τέτοιο αδίκημα, η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) υπεράσπιση συνεπάγεται ισχυρισμό ότι η διάπραξη του αδικήματος οφείλεται -
(α)Σε πράξη ή παράλειψη άλλου. ή
(β)στο γεγονός ότι αυτό έχει βασιστεί σε πληροφορίες που παρέσχε άλλος, τότε το πρόσωπο αυτό δε δικαιούται, χωρίς άδεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, να επικαλεστεί την υπεράσπιση αυτή, εκτός εάν, τουλάχιστον επτά ημέρες πριν από την ακρόαση της υπόθεσης, έχει επιδώσει ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (3) στο πρόσωπο το οποίο κινεί την ποινική διαδικασία.
(3) Ειδοποίηση δυνάμει του παρόντος εδαφίου πρέπει να παρέχει τέτοιες πληροφορίες για την ταυτότητα ή την υποβοήθηση της εξακρίβωσης της ταυτότητας του προσώπου που διέπραξε την πράξη ή την παράλειψη ή που παρέσχε τις πληροφορίες που είναι στην κατοχή του επιδίδοντος την ειδοποίηση προσώπου κατά το χρόνο της επίδοσής της.
(4) Πρόσωπο δε δικαιούται να επικαλεστεί την υπεράσπιση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), με τη δικαιολογία ότι έχει βασιστεί σε πληροφορίες που παρέσχε άλλος, εκτός αν αποδείξει ότι ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις γι΄ αυτό να βασιστεί στις πληροφορίες, λαμβανομένων ιδιαίτερα υπόψη -
(α)Των μέτρων που αυτό το πρόσωπο έχει πάρει, καθώς και εκείνων που μπορούσαν εύλογα να έχουν ληφθεί, για το σκοπό επαλήθευσης των πληροφοριών. και
(β)του κατά πόσο αυτό το πρόσωπο είχε οποιοδήποτε λόγο να δυσπιστήσει προς τις πληροφορίες.
(5) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στα αδικήματα δυνάμει των άρθρων 5, 7, 8, 30(1), (2) ή (3) και 31.
36.-(1) Τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος, εάν αποκαλύψει ή επιτρέψει ή ανεχθεί να διαρρεύσει οποιαδήποτε πληροφορία, η οποία καλύπτεται από το επαγγελματικό απόρρητο και η οποία -
(α) Έχει ληφθεί από αυτό ως αποτέλεσμα συμμόρφωσης οποιουδήποτε άλλου προσώπου σε υποχρέωση που επιβάλλεται από Κανονισμούς ή/και Διατάγματα εκδιδόμενα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου. ή
(β) συνίσταται σε μυστική κατασκευαστική μέθοδο ή σε εμπορικό μυστικό και η οποία έχει ληφθεί από αυτό κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται για τις πληροφορίες που αφορούν τα χαρακτηριστικά ασφάλειας των προϊόντων, οι οποίες πρέπει να δημοσιοποιούνται, εάν οι περιστάσεις το απαιτούν, προκειμένου να προστατεύεται η υγεία και η ασφάλεια των καταναλωτών.
(3) Η προστασία του επαγγελματικού απόρρητου δεν εμποδίζει:
(α) Τη διαβίβαση χρήσιμων πληροφοριών στην αρμόδια αρχή από άλλες κρατικές ή μη αρχές και αντίστροφα, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δραστηριοτήτων ελέγχου και επιτήρησης της αγοράς:
Νοείται ότι οι αρχές που λαμβάνουν τις πληροφορίες οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο εξασφαλίζουν την προστασία τους.
(β) την αποκάλυψη πληροφοριών :
(i) για σκοπούς απόδειξης σε ποινική υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου·
(ii) για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας ή άλλο υπηρεσιακό σκοπό.
(4) Πρόσωπο που παραβαίνει οποιαδήποτε διάταξη δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
37.-(1) Ανεξάρτητα από την ποινική ευθύνη ή ποινική δίωξη οποιουδήποτε προσώπου, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) λίρες-
(α)Στον παραγωγό ή το διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, όταν δεν παραχωρούν σε αυτή, μέσα σε τακτή προθεσμία, τα απαιτούμενα έγγραφα ή πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα ή παρακωλύουν με οποιοδήποτε τρόπο τις διαδικασίες αυτές ή παρέχουν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες.
(β)σε οποιοδήποτε πρόσωπο που εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής ή οποιοδήποτε τελωνειακό λειτουργό ο οποίος ενεργεί κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει πρόστιμο από πενήντα μέχρι και εκατό λίρες για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.
38.-(1) Το επιβαλλόμενο δυνάμει του άρθρου 37 πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.
(2) Κατά την επιβολή του προστίμου, η αρμόδια αρχή δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντί της από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(3) Το πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(4) Κατά της απόφασης για επιβολή προστίμου, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.
(5) Το ποσό του προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν παρέλθει η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (4), από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την αρμόδια αρχή προστίμων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
39. Σε περίπτωση που Δικαστήριο καταδικάζει πρόσωπο για οποιοδήποτε από τα αδικήματα του Μέρους VI, σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν ή εκδίδει διάταγμα για δήμευση προϊόντων δυνάμει του άρθρου 20, έχει εξουσία, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη διαταγή για έξοδα ή δαπάνες, να διατάξει το καταδικαζόμενο πρόσωπο, ή ανάλογα με την περίπτωση, οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει συμφέρον επί των προϊόντων, να αποζημιώσει την αρμόδια αρχή για οποιαδήποτε δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ή δυνατό να υποβληθεί -
(α)Σε σχέση με οποιαδήποτε κατάσχεση ή κατακράτηση προϊόντων από/ή για λογαριασμό της αρμόδιας αρχής.
(β)σε σχέση με συμμόρφωση της αρμόδιας αρχής με οδηγίες του Δικαστηρίου για τη δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος·
(γ)σε σχέση με οποιαδήποτε έξοδα επιβαρύνθηκε η αρμόδια αρχή κατά την ενάσκηση των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος Νόμου.
40. Όταν η αρμόδια αρχή κατά την ενάσκηση οποιασδήποτε εξουσίας ή αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα εκδιδόμενα, για σκοπούς επιτήρησης της αγοράς, επιφέρει απώλεια ή ζημιά στον παραγωγό ή στο διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, φέρει ευθύνη για την καταβολή αποζημιώσεων στο επηρεαζόμενο πρόσωπο αναφορικά με απώλεια ή ζημιά που προκαλείται συνεπεία της άσκησης της εν λόγω εξουσίας ή αρμοδιότητας, εκτός εάν ενήργησε καλόπιστα και εφόσον -
(α) Δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου σε σχέση με το προϊόν.
(β) η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε αμέλεια ή παράλειψη εκ μέρους του προσώπου αυτού.
41.-(1) Παραβίαση της γενικής απαίτησης ασφάλειας που επιβάλλεται από τον παρόντα Νόμο και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, αποτελεί αστικό αδίκημα δυνάμει του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμων του 2002, έναντι οποιουδήποτε προσώπου που μπορεί να υποστεί ζημιά από την παράβαση της υποχρέωσης αυτής.
(2) Παράβαση της γενικής απαίτησης ασφάλειας δυνάμει του παρόντος Νόμου ή του δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα από οποιοδήποτε πρόσωπο δημιουργεί, με την επιφύλαξη των νομικών αρχών που εφαρμόζονται σε αγωγές για αθέτηση θέσμιων καθηκόντων, αγώγιμο δικαίωμα προς όφελος του ζημιωθέντος προσώπου.
(3) Η δυνάμει του εδαφίου (1) και (2) ευθύνη, δε δύναται να περιοριστεί ή να αποκλειστεί με οποιοδήποτε συμβατικό όρο, με οποιαδήποτε ειδοποίηση ή άλλη πρόνοια.
(4) Στο παρόν άρθρο ο όρος "ζημιά" σημαίνει σωματική βλάβη ή θάνατο.
42. Οι πληροφορίες που διαθέτει η αρμόδια αρχή σχετικά με τους κινδύνους που παρουσιάζουν προϊόντα για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, είναι προσιτές στο κοινό, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, με την επιφύλαξη των περιορισμών που απαιτούνται για τις δραστηριότητες ελέγχου και έρευνας. Ειδικότερα, το κοινό έχει πρόσβαση σε πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, τη φύση του κινδύνου και τα ληφθέντα μέτρα.
43.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους V, οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, τα οποία περιορίζουν τη διάθεση στο εμπόριο συγκεκριμένου προϊόντος ή επιβάλλουν την απόσυρσή του ή την ανάκλησή του, πρέπει να αιτιολογούνται δεόντως και να κοινοποιούνται, το συντομότερο δυνατό, στο ενδιαφερόμενο μέρος αναφέροντας τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν, καθώς και τις προθεσμίες άσκησής τους.
(2) Στο μέτρο του δυνατού, παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να παρουσιάσουν τις απόψεις τους, πριν από τη λήψη του μέτρου. Εάν αυτό δε συνέβη εκ των προτέρων, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα των ληπτέων μέτρων, η δυνατότητα αυτή τους παρέχεται, σε εύθετο χρόνο, μετά τη θέση σε εφαρμογή του μέτρου.
(3) Τα μέτρα που επιβάλλουν την απόσυρση ενός προϊόντος ή την ανάκλησή του, λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να παροτρύνονται οι διανομείς, οι χρήστες και οι καταναλωτές να συμβάλλουν στην υλοποίηση των μέτρων αυτών.
(4) Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, οι οποίες περιορίζουν τη διάθεση ενός προϊόντος στην αγορά ή επιβάλλουν την απόσυρση ή την ανάκλησή του, δεν επηρεάζουν την εκτίμηση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου υπό το εκδικάζον Δικαστήριο.
44.-(1) Κάθε έγγραφο το οποίο απαιτείται η επιτρέπεται δυνάμει του παρόντος Νόμου να επιδοθεί σε πρόσωπο μπορεί να επιδοθεί -
(α)Με ιδιόχειρη παράδοση στο ίδιο ή με την άφεση του εγγράφου στην προσήκουσα διεύθυνση αυτού ή με την αποστολή του εγγράφου ταχυδρομικώς στο ίδιο στη διεύθυνση αυτή· ή
(β)αν το πρόσωπο αυτό είναι νομικό πρόσωπο, με επίδοση του εγγράφου σύμφωνα με την παράγραφο (α) στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή σ’ οποιοδήποτε διευθύνοντα σύμβουλο του νομικού προσώπου· ή
(γ)αν το πρόσωπο αυτό είναι εταιρεία, η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα, με επίδοση του εγγράφου σύμφωνα με την παράγραφο (α) σ’ έναν από τους εταίρους ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας αυτής.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η προσήκουσα διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου στο οποίο μπορεί να επιδοθεί έγγραφο δυνάμει του παρόντος Νόμου θα είναι η τελευταία γνωστή διεύθυνση αυτού, εξαιρουμένων των επόμενων περιπτώσεων:
(α)Στην περίπτωση επίδοσης σε νομικό πρόσωπο ή στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή στο διευθύνοντα σύμβουλο του, η προσήκουσα διεύθυνση θα είναι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου ή του κεντρικού γραφείου του νομικού προσώπου·
(β)στην περίπτωση επίδοσης σε εταιρεία η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα ή σε εταίρο ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας αυτής, η προσήκουσα διεύθυνση θα είναι το κεντρικό γραφείο της εταιρείας αυτής,
και για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου το κεντρικό γραφείο ενός νομικού προσώπου εγγεγραμμένου εκτός της Δημοκρατίας ή μιας εταιρείας η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα και η οποία διεξάγει εκτός της Δημοκρατίας θα είναι το κεντρικό γραφείο αυτών στη Δημοκρατία.
45.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία, με Κανονισμούς που θα εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου, να θεσπίζει τέτοιες πρόνοιες που θεωρεί κατάλληλες για καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς και για να διασφαλίζεται ότι -
(α)Οποιαδήποτε προϊόντα που διατίθενται στην αγορά είναι ασφαλή.
(β)οποιαδήποτε προϊόντα που δεν είναι ασφαλή, ή δε θα ήταν ασφαλή στα χέρια προσώπων ορισμένης περιγραφής, δε θα διατίθενται σε πρόσωπα γενικά ή, ανάλογα με την περίπτωση, σε πρόσωπα της ορισμένης εκείνης περιγραφής. και
(γ)κατάλληλες πληροφορίες θα παρέχονται και, αντίστροφα, ακατάλληλες πληροφορίες δε θα παρέχονται αναφορικά με οποιαδήποτε προϊόντα.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί μπορούν να περιλαμβάνουν πρόνοιες αναφορικά με-
(α)Τη σύνθεση ή το περιεχόμενο, το σχεδιασμό, την κατασκευή, την τελική εμφάνιση ή τη συσκευασία προϊόντων, αναφορικά με τα πρότυπα των προϊόντων αυτών, καθώς και αναφορικά με άλλα θέματα σχετιζόμενα με τα προϊόντα αυτά.
(β)τη δοκιμή ή την επιθεώρηση προϊόντων, (περιλαμβανομένης πρόνοιας για καθορισμό των προτύπων που θα εφαρμόζονται για τη διενέργεια οποιασδήποτε δοκιμής ή επιθεώρησης)·
(γ)το χειρισμό προϊόντων από τα οποία ορισμένα ή όλα δεν ικανοποιούν τη δοκιμή που απαιτείται από ή δυνάμει των Κανονισμών ή το πρότυπο το σχετικό με κάποια διαδικασία που απαιτείται κατά τον ίδιο πιο πάνω τρόπο.
(δ)την απαίτηση επισήμανσης ή συνόδευσης των προϊόντων με οποιαδήποτε ένδειξη, προειδοποίηση ή οδηγία ή την απαίτηση χρησιμοποίησης ή παροχής με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, σε σχέση με τα προϊόντα των πιο πάνω αναφερόμενων ενδείξεων, προειδοποιήσεων ή οδηγιών και για τη διασφάλιση ότι ακατάλληλες πληροφορίες δεν παρέχονται σε σχέση με τα προϊόντα είτε μέσω παραπλανητικών ενδείξεων είτε με άλλο τρόπο.
(ε)την απαγόρευση σε πρόσωπα να διαθέτουν, προσφέρονται να διαθέτουν, συμφωνούν να διαθέτουν, εκθέτουν ή κατέχουν για διάθεση προϊόντα και συστατικά μέρη αυτών και πρώτες ύλες για τέτοια προϊόντα.
(ζ)την επιβολή υποχρέωσης παροχής πληροφοριών σ΄ οποιοδήποτε πρόσωπο που καθορίζεται από ή δυνάμει των Κανονισμών για διευκόλυνση του προσώπου αυτού στην άσκηση οποιουδήποτε καθήκοντος που του ανατίθεται από τους Κανονισμούς.
(στ)οποιαδήποτε άλλα θέματα για τα οποία ο παρών Νόμος παρέχει εξουσιοδοτήσεις για την έκδοση Κανονισμών.
45Α. Ο Υπουργός εκδίδει Διατάγματα, τα οποία δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για την εφαρμογή των Αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 13 της Οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων.
46. Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των περί Ελαττωματικών Προϊόντων (Αστική Ευθύνη) Νόμων του 1995 μέχρι 2002 και οποιουδήποτε άλλου νόμου που δυνατό να τον τροποποιεί ή τον αντικαθιστά.
47. -(1) Τηρουμένων των υπόλοιπων διατάξεων του άρθρου αυτού, οι περί Ασφάλειας Καταναλωτικών Προϊόντων Νόμοι του 1994 μέχρι 1998 καταργούνται.
(2) Οποιοιδήποτε κανονισμοί, γνωστοποιήσεις ή άλλες κανονιστικές πράξεις, που έγιναν ή εκδόθηκαν δυνάμει των καταργηθέντων νόμων και που ίσχυαν αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρούνται ότι έγιναν ή εκδόθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου και θα συνεχίσουν να ισχύουν εκτός στην έκταση που αντιφάσκουν με τον παρόντα Νόμο ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, μέχρις ότου καταργηθούν με γνωστοποίηση του Υπουργού.
(3) Κάθε έγγραφο, το οποίο αναφέρεται σε οποιαδήποτε διάταξη των καταργηθέντων νόμων, ερμηνεύεται ότι αναφέρεται στην αντίστοιχη, αν υπάρχει, διάταξη του παρόντος Νόμου.
(4) Κάθε απαγορευτική ειδοποίηση, ειδοποίηση υποχρεωτικής προειδοποίησης ή ειδοποίηση αναστολής που εκδόθηκε με βάση τους καταργηθέντες νόμους και ίσχυε αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, θα συνεχίσει να ισχύει, στην έκταση που δεν αντιφάσκει με τον παρόντα Νόμο ή αν και μέχρις ότου ακυρωθεί, ανασταλεί ή λήξει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
48. Ο Υπουργός δύναται, με διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να τροποποιεί τα Παραρτήματα του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
Άρθρο 9
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΡΟΥΝ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ OI ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΑΡΧΗ
1. Οι πληροφορίες που προβλέπονται από το άρθρο 9 ή, ενδεχομένως, από συγκεκριμένες προδιαγραφές των πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που αφορούν το εξεταζόμενο προϊόν, διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή εάν το εν λόγω προϊόν τίθεται ή έχει τεθεί σε εμπορία ή προμηθεύεται με άλλο τρόπο στους καταναλωτές.
2. Οι πληροφορίες που προβλέπονται από το άρθρο 9 διαβιβάζονται με τη χρήση του ειδικού τυποποιημένου εγγράφου κοινοποίησης που καθορίζεται, και το περιεχόμενο του συντάσσεται, από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 15 της Οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΕΕ L της 15.1.2002 σ.4).
3. Σε περίπτωση σοβαρών κινδύνων, οι πληροφορίες αυτές περιέχουν τουλάχιστον:
(α) τις πληροφορίες που επιτρέπουν ακριβή εντοπισμό του συγκεκριμένου προϊόντος ή παρτίδας προϊόντων.
(β) πλήρη περιγραφή του κινδύνου που ενέχουν τα προϊόντα αυτά.
(γ) όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες προς ανίχνευση του προϊόντος.
(δ) περιγραφή της δράσης που έχει αναληφθεί με σκοπό την πρόληψη των κινδύνων για τους καταναλωτές.
Άρθρο 2
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ RAPEX ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
1. Το RAPEX καλύπτει τα προϊόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του Νόμου, που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.
Τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα οποία διέπονται από τους περί Κτηνιατρικών, Φαρμακευτικών Προϊόντων (Έλεγχος, Ποιότητας, Εγγραφή, Κυκλοφορία, Παρασκευή, Χορήγηση και Χρήση) Νόμους του 2001 και 2002 και τους περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος, Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμους του 2001 και 2002, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του RAPEX.
2. To RAPEX αποσκοπεί κυρίως στην ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου. Οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν συγκεκριμένα κριτήρια για τον εντοπισμό των σοβαρών κινδύνων.
3. Η αρμόδια αρχή, όταν προβαίνει σε κοινοποίηση βάσει του άρθρου 27, προσκομίζει όλες τις λεπτομέρειες που διαθέτει. Ιδίως, η κοινοποίηση περιέχει τις πληροφορίες που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές και τουλάχιστον:
(α) πληροφορίες για την αναγνώριση του προϊόντος.
(β) περιγραφή του ενδεχόμενου κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης και μιας σύνοψης των αποτελεσμάτων τυχόν δοκιμών/αναλύσεων και των πορισμάτων τους, που συμβάλλουν στην εκτίμηση του μεγέθους του κινδύνου.
(γ) τη φύση και τη διάρκεια των μέτρων ή των δράσεων που έχουν αναληφθεί ή αποφασιστεί, αν υπάρχουν.
(δ) πληροφορίες για τις αλυσίδες εφοδιασμού και τη διανομή του προϊόντος, ιδίως για τις χώρες προορισμού.
Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να διαβιβάζονται με χρήση του ειδικού τυποποιημένου εντύπου κοινοποίησης και με τα μέσα που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές.
Όταν το μέτρο που κοινοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 επιδιώκει τον περιορισμό της εμπορίας ή της χρήσης κάποιας χημικής ουσίας ή παρασκευάσματος, η αρμόδια αρχή προσκομίζει, το συντομότερο δυνατό, είτε μια σύνοψη είτε τα στοιχεία αναφοράς των αντίστοιχων δεδομένων που σχετίζονται με την υπό εξέταση ουσία ή παρασκεύασμα και τα γνωστά και διαθέσιμα υποκατάστατά του, όταν οι πληροφορίες αυτές υπάρχουν. Γνωστοποιεί επίσης τις αναμενόμενες συνέπειες του μέτρου στην υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών σε συνδυασμό με την εκτίμηση του κινδύνου που πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές για την αξιολόγηση κινδύνου των χημικών ουσιών, όπως αναφέρονται στο άρθρο 10(4) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93, για τις υπάρχουσες ουσίες και στην εκάστοτε νομοθεσία που στοχεύει σε εναρμόνιση με το άρθρο 3(2) της Οδηγίας 67/548/ΕΟΚ, για τις νέες ουσίες. Οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν τις λεπτομέρειες και τις διαδικασίες για τις πληροφορίες που απαιτούνται για το σκοπό αυτό.
4. Όταν η αρμόδια αρχή έχει ενημερώσει την Επιτροπή, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 27, σχετικά με κάποιο σοβαρό κίνδυνο, πριν αποφασίσει τη λήψη μέτρων, πρέπει να ενημερώσει την Επιτροπή, εντός 45 ημερών, εάν επιβεβαιώνει ή τροποποιεί τη συγκεκριμένη πληροφορία.
5. Σε περίπτωση διεξαγωγής έρευνας από την Επιτροπή για την αξιολόγηση της ασφάλειας του προϊόντος, η αρμόδια αρχή παρέχει στην Επιτροπή, στο μέτρο του δυνατού, τις απαιτούμενες πληροφορίες.
6. Η αρμόδια αρχή, καλείται, μόλις παραλαμβάνει μια κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 27, να ενημερώνει την Επιτροπή, το αργότερο μέσα στην περίοδο που ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές, σχετικά με τα ακόλουθα:
(α) αν το προϊόν έχει διατεθεί στο εμπόριο στην επικράτεια της Δημοκρατίας.
(β) ποια μέτρα μπορεί να λάβει σχετικά με το συγκεκριμένο προϊόν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών της αγοράς, αναφέροντας τους λόγους, όπως π.χ. τη διαφορετική εκτίμηση του κινδύνου ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση που αιτιολογεί την απόφασή της, ιδίως την έλλειψη ανάληψης δράσης ή την έλλειψη παρακολούθησης.
(γ) κάθε χρήσιμη συμπληρωματική πληροφορία που έχει λάβει σχετικά με τον συγκεκριμένο κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων τυχόν δοκιμών ή αναλύσεων που διεξήχθησαν.
Οι κατευθυντήριες γραμμές, προτείνουν συγκεκριμένα κριτήρια κοινοποίησης των μέτρων, η εμβέλεια των οποίων περιορίζεται στη Δημοκρατία, και τον τρόπο αντιμετώπισης των κοινοποιήσεων που αφορούν κινδύνους οι οποίοι θεωρούνται από την αρμόδια αρχή ότι δεν επεκτείνονται πέραν της επικράτειας της Δημοκρατίας.
7. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή για κάθε τροποποίηση ή άρση του/των εν λόγω μέτρου/μέτρων ή ενεργειών.
8. Η ευθύνη για τις παρεχόμενες πληροφορίες ανήκει στην αρμόδια αρχή.