20.-(1) Ανεξάρτητα από την έγερση οποιασδήποτε ποινικής δίωξης για αδίκημα αναφορικά με παράβαση των άρθρων 29 μέχρι 31, η αρμόδια αρχή δύναται, σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (4) του άρθρου 18, αφού δώσει ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 19 και τηρουμένων των εκάστοτε εν ισχύει θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, να αποταθεί διά κλήσεως στο Δικαστήριο δυνάμει του παρόντος άρθρου, ζητώντας την έκδοση διατάγματος για τη δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος, για το λόγο ότι αυτό δε συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
(2) Κατόπιν αίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο προβαίνει στην έκδοση διατάγματος για δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος, μόνο αν ικανοποιηθεί ότι -
(α) Πράγματι το προϊόν δε συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
(β) το πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης δε συμμορφώνεται με αυτή.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), όταν οποιαδήποτε προϊόντα δημεύονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύνανται να καταστραφούν σύμφωνα με οδηγίες που δίνει το Δικαστήριο:
(4) Εκδίδοντας διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει όπως τα προϊόντα στα οποία αναφέρεται το διάταγμα, αντί να καταστραφούν, παραδοθούν σε πρόσωπο που θα ορίσει το Δικαστήριο, υπό τον όρο ότι το πρόσωπο αυτό -
(α) Δε θα διαθέσει τα προϊόντα αυτά στην αγορά ή δε θα τα θέσει σε λειτουργία, εκτός για σκοπούς διάθεσής τους ως άχρηστο υλικό. και
(β) θα συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διαταγή πληρωμής εξόδων ή δαπανών που εκδόθηκε εναντίον του στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης του διατάγματος για τη δήμευση των προϊόντων.