18.-(1) Η αρμόδια αρχή, δυνάμει των εδαφίων (β) και (γ) του άρθρου 11, αφού διαπιστώσει μη συμμόρφωση προϊόντος προς οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, επιδίδει ειδοποίηση στον παραγωγό ή το διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, με την οποία του επισημαίνει την παράβαση και τον καλεί να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, μέσα στο χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην ειδοποίηση, ανάλογα με τη φύση της παράβασης.
(2) Η ειδοποίηση συμμόρφωσης περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
(α)Μέτρα στα οποία θα προβεί η αρμόδια αρχή σε περίπτωση που ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, δε συμμορφωθεί.
(β)μέτρα στα οποία οφείλει να προβεί ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, για να θεωρηθεί ότι συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
(γ)την προθεσμία κατά την οποία ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, οφείλει να παραθέσει τις απόψεις του για την παράβαση, είτε προφορικώς είτε γραπτώς ενώπιον της αρμόδιας αρχής.
(3) Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης με την ειδοποίηση συμμόρφωσης, η αρμόδια αρχή οφείλει να απέχει από τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων προτίθετο να λάβει εναντίον του παραγωγού ή του διανομέα, δύναται όμως να λάβει οποιαδήποτε κατά την κρίση της μέτρα για σκοπούς διασφάλισης των συμφερόντων των καταναλωτών.
(4) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η αρμόδια αρχή δύναται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα κρίνει κατάλληλα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, περιλαμβανομένης της ανάκλησης ή απόσυρσης του προϊόντος, νοουμένου ότι άλλα μέτρα έχουν αποτύχει ή δε θεωρούνται ικανοποιητικά.