7. (1) Η Επιτροπή μπορεί να αρχίσει τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο δήλωσης, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Όταν υπάρχει ενώπιόν της ένορκη γραπτή καταγγελία ότι ο Πρόεδρος ή ο συγκεκριμένος υπουργός ή βουλευτής έχει άμεσο ή έμμεσο ή συγκαλυμμένο περιουσιακό όφελος, το οποίο όπως εύλογα πιστεύει, ο καταγγέλλων, δεν έχει περιληφθεί στη δήλωσή του.
(β) όταν από τη δήλωση εμφαίνεται ότι έχουν περιληφθεί σ’ αυτήν αναληθή στοιχεία ή όταν από την αμέσως προηγούμενη δήλωση εμφαίνεται ότι υπάρχει αύξηση της περιουσίας του Προέδρου, του υπουργού ή του βουλευτή, του/της συζύγου τους, χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει στη δήλωση επαρκής αιτιολόγηση της συγκεκριμένης αύξησης με αναφορά στον τρόπο αύξησης και στην προέλευσή της.
(2)(α) Η Επιτροπή για την εκπλήρωση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) αποστολής της αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε νόμιμους ελεγκτές, οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στη δήλωση του Προέδρου, των υπουργών και των βουλευτών και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά, καθώς και κατά πόσο έχουν περιληφθεί σʼ αυτήν τα αληθή στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 και συντάσσουν, για κάθε ένα από τα πρόσωπα αυτά, αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση του έργου της.
(β) Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, με ομόφωνη απόφασή τους που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αποφασίζουν τους νόμιμους ελεγκτές στους οποίους θα αναθέσουν τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου καθήκοντα, τις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούν οι νόμιμοι ελεγκτές, τη διαδικασία διορισμού τους και οποιοδήποτε άλλο σχετικό θέμα.
(γ) Οι δυνάμει του παρόντος εδαφίου διοριζόμενοι νόμιμοι ελεγκτές -
(i) Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τις επαγγελματικές τους ευθύνες, και
(ii) για τους σκοπούς του διεξαγόμενου από αυτούς ελέγχου, και τηρουμένου του απορρήτου δικηγόρου-πελάτη, δύνανται να προβαίνουν σε κάθε απαραίτητη και πρόσφορη για την επίτευξη του ελέγχου νόμιμη ενέργεια και κυρίως να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από οποιαδήποτε αρχή και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει αντίστοιχα την υποχρέωση να δώσει τις ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή του, καθώς και να διατάσσουν την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση μαρτύρων, σύμφωνα με τις εξουσίες που παρέχει ο περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμος, κατ’ αναλογία εφαρμοζόμενος.
(δ) Κατά τον έλεγχο για την πραγματοποίηση των ελεγκτικών πράξεων που διενεργείται από νόμιμο ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 αναφορικά με το θέμα άρσης του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου.
(ε) Πρόσωπο που παρεμποδίζει, με οποιοδήποτε τρόπο, το προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο ελεγκτικό έργο και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων σε νόμιμο ελεγκτή είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.
(στ) Ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο (α) ολοκληρώνεται εντός τριών (3) μηνών από την περιέλευση της δήλωσης στους νόμιμους ελεγκτές και, με την συμπλήρωση του ελέγχου αυτού, συντάσσεται η προβλεπόμενη στην εν λόγω παράγραφο έκθεση.
(ζ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει από το περιεχόμενο της έκθεσης των νομίμων ελεγκτών ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας κοινοποιεί στον ελεγχόμενο Πρόεδρο, υπουργό ή βουλευτή, ανάλογα με την περίπτωση, την έκθεση των νομίμων ελεγκτών, παρέχοντας σ’ αυτόν τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης, και να προσκομίσει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και εξηγήσεις.
(η) Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει από το περιεχόμενο της έκθεσης των νομίμων ελεγκτών ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ετοιμάζει γραπτή έκθεση στην οποία καταγράφεται το συμπέρασμα της έκθεσης των ως άνω ελεγκτών, με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι η δήλωση υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4.
(θ) Η Επιτροπή κοινοποιεί στον ελεγχόμενο Πρόεδρο, υπουργό ή βουλευτή, ανάλογα με την περίπτωση, την έκθεση των νομίμων ελεγκτών μαζί με την έκθεση που συντάσσει η ίδια είτε δυνάμει της παραγράφου (η) του παρόντος εδαφίου είτε δυνάμει του εδαφίου (6).
(3) (α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η Επιτροπή προτού αρχίσει τη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας δυνάμει του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί την πρόθεσή της γραπτώς στον επηρεαζόμενο Πρόεδρο, υπουργό ή βουλευτή μαζί με το περιεχόμενο της ένορκης γραπτής καταγγελίας και/ή της επισήμανσης δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1), ανάλογα με την περίπτωση, παρέχοντας σ’ αυτό τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας της γνωστοποίησης και να προσκομίσει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και εξηγήσεις.
(β) Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν ικανοποιηθεί από τη γραπτή απάντηση του Προέδρου, του υπουργού ή του βουλευτή τότε αρχίζει ή συνεχίζεται η διεξαγωγή της έρευνας, ανάλογα.
(4) Για τη διεξαγωγή έρευνας, η Επιτροπή μπορεί να ενεργεί συλλογικά ή να αναθέτει σε μέλη ή μέλος της τη διεκπεραίωση της έρευνας ή μέρους της και να καλεί ενώπιόν της οποιοδήποτε πρόσωπο για να δώσει πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση και να λαμβάνει γραπτές καταθέσεις και γενικά να συγκεντρώνει σχετικές πληροφορίες και στοιχεία:
(5) Ο Πρόεδρος και κάθε υπουργός ή βουλευτής για τον οποίο διεξάγεται από την Επιτροπή έρευνα, δικαιούται να λαμβάνει αντίγραφα όλων των γραπτών καταθέσεων, των πληροφοριών, των εγγράφων και των άλλων στοιχείων που η Επιτροπή έχει συγκεντρώσει και έχει το δικαίωμα να ακουστεί από αυτήν πριν τη σύνταξη της έκθεσης που προβλέπεται στο εδάφιο (6).
(6) Η Επιτροπή με το πέρας της έρευνας που διεξάγεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ετοιμάζει γραπτή έκθεση στην οποία καταγράφονται συνοπτικά όλα τα γεγονότα και στοιχεία που ερευνήθηκαν, η οποία κοινοποιείται στους ακόλουθους:
(α) στον Πρόεδρο και στον επηρεαζόμενο υπουργό, αν η έρευνα αφορά Υπουργό.
(β) στον Πρόεδρο της Βουλής και στον επηρεαζόμενο βουλευτή, αν η έρευνα αφορά βουλευτή.
(γ) στον Πρόεδρο και στον Πρόεδρο της Βουλής, αν η έρευνα αφορά ένα από αυτούς.