Προοίμιο

ΕΠΕΙΔΗ, η διαφάνεια στη δημόσια ζωή εξυπηρετεί την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης δημοσίου αξιώματος, θέσης ή ιδιότητας και αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια ζωή,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισ΅ός του δικαιώ΅ατος στην ιδιωτική ζωή των προσώπων που κατέχουν δη΅όσια θέση ή διαχειρίζονται δη΅όσιο χρή΅α ή διαδρα΅ατίζουν ρόλο στη δη΅όσια πολιτική και οικονο΅ική ζωή δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δη΅οσίου συ΅φέροντος, καθώς προάγει τη διαφάνεια του πολιτικού και δη΅όσιου βίου και υπηρετεί υπέρτερο δημόσιο  συ΅φέρον,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισμός είναι εντός των ορίων της αναλογικότητας για τα πρόσωπα αυτά, τα οποία εκουσίως ανέλαβαν την άσκηση δη΅οσίων αξιω΅άτων και έτσι συναίνεσαν στο να εκτεθούν σε ένα ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής και οικονο΅ικής τους ζωής,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η αυξημένη έκθεση στη δημοσιότητα των προσώπων που κατέχουν δημόσια θέση, καθώς και η άσκηση από μέρους τους ενός σημαντικότατου τμήματος δημόσιας εξουσίας επεκτείνει σαφώς τα όρια της θεμιτής πληροφόρησης των πολιτών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισμός αυτός είναι σύμφωνος και σε αντιστοιχία ΅ε τη νο΅ολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου των ∆ικαιω΅άτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή  η επέ΅βαση σε πτυχές της ιδιωτικής ζωής δη΅οσίων προσώπων προκει΅ένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενη΅έρωσης του κοινού,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 2004.

Ερμηνεία

Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

“βουλευτής” σημαίνει μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και περιλαμβάνει και ευρωβουλευτή·

“δήλωση” σημαίνει την κατά το άρθρο 4 του παρόντος Νόμου δήλωση περιουσιακών στοιχείων·

“εισόδημα” έχει την έννοια που αποδίδεται στο σχετικό όρο από τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο·

“Επιτροπή” σημαίνει την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή που ιδρύεται με βάση το άρθρο 5 του παρόντος Νόμου·

“νόμιμος ελεγκτής” έχει την ερμηνεία που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμο·

“Πρόεδρος” σημαίνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας·

“υπουργός” σημαίνει μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου και περιλαμβάνει και υφυπουργό.

Υποχρέωση κατάθεσης δήλωσης και χρόνος υποβολής της

3. (1) Ο Πρόεδρος, κάθε υπουργός και κάθε βουλευτής έχουν υποχρέωση να καταθέτουν μέσα σε τρεις μήνες από την ανάληψη του αξιώματός τους και ανά τριετία από το χρόνο που ανέλαβαν και καθ’ όσο χρόνο κατέχουν το αξίωμα τους, δήλωση στην Επιτροπή.

(2) Επιπρόσθετα από την πιο πάνω υποχρέωση ο Πρόεδρος, κάθε υπουργός και κάθε βουλευτής υποχρεούνται μέσα σε τρεις μήνες από τη λήξη της θητείας τους ή από την παραίτησή τους από το αξίωμά τους ή από την ημερομηνία απώλειας του αξιώματός τους για οποιοδήποτε άλλο λόγο, να καταθέσουν δήλωση στην Επιτροπή:

Νοείται ότι η Επιτροπή μπορεί να δώσει παράταση στις πιο πάνω προθεσμίες αν αυτό επιβάλλεται για σοβαρούς λόγους υγείας:

Νοείται περαιτέρω ότι δηλώσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό, καταστρέφονται από την Επιτροπή μετά την παρέλευση τριών χρόνων από την ημερομηνία απώλειας του αξιώματος αυτών που τις υπέβαλαν εκτός εάν για το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει αρχίσει έρευνα η οποία δεν έχει περατωθεί, οπότε η δήλωση του καταστρέφεται αμέσως μετά την περάτωση της έρευνας.

Περιεχόμενο δήλωσης

4. (1) Η δήλωση υποβάλλεται στο ειδικό έντυπο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα του παρόντος Νόμου και περιέχει τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία εντός και εκτός της Δημοκρατίας του Προέδρου, του υπουργού ή του βουλευτή, του/της συζύγου τους και των ανήλικων τέκνων τους κατά τον χρόνο της υποβολής της:

(α) Την ακίνητη ιδιοκτησία, περιλαμβανομένων των εμπράγματων δικαιωμάτων και βαρών επ’ αυτής με πλήρη περιγραφή του είδους, της έκτασης, των τοπογραφικών στοιχείων, του τρόπου, του χρόνου και της αξίας τους κατά το χρόνο της απόκτησης της.

(β) τα πάσης φύσεως μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα περιλαμβανομένων και σκαφών.

(γ) το ίδιον ουσιαστικό οικονομικό συμφέρον σε οποιαδήποτε επιχείρηση.

(δ) τα κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία που αποτιμώνται σε χρεόγραφα, χρεωστικά ομόλογα, μετοχές και μερίσματα προς ίδιον οικονομικό συμφέρον σε ιδιωτικές και δημόσιες εταιρείες, οι καταθέσεις σε εμπορικές τράπεζες, ταμιευτήρια ή συνεργατικές εταιρείες, τα εισοδήματα ή ωφελήματα από ασφαλιστικά συμβόλαια και οποιαδήποτε άλλα εισοδήματα.

(2) Η δήλωση περιλαμβάνει επιπρόσθετα:

(α) Οποιαδήποτε διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Προέδρου, του υπουργού ή του βουλευτή, του/της συζύγου τους και των ανήλικων τέκνων τους, η οποία έχει μεσολαβήσει από την αμέσως προηγούμενη δήλωση, μαζί με επαρκείς επεξηγήσεις που να δικαιολογούν τη διαφοροποίηση αυτή. και

(β) κατάσταση των χρεών του Προέδρου, του υπουργού ή του βουλευτή, του/της συζύγου τους και των ανήλικων τέκνων τους.

Καθίδρυση Επιτροπής

5. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καθιδρύεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή αποτελούμενη από μέλη της Βουλής την οποία ορίζει η Επιτροπή Επιλογής.

(2)  Η δυνάμει του εδαφίου (1) ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή απαρτίζεται από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ως πρόεδρο, δύο τακτικά μέλη και δύο αναπληρωματικά μέλη.

(3) Ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπή έχουν υποχρέωση να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια για οποιαδήποτε θέματα χειρίζονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Αρμοδιότητες της Επιτροπής

6. (1) Η Επιτροπή ελέγχει κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση προς την υποχρέωση κατάθεσης της δήλωσης και αν αυτή είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Η Επιτροπή τηρεί στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής αρχείο, για σκοπούς καταχώρισης των δηλώσεων.

Προϋποθέσεις έναρξης έρευνας, ακολουθητέα διαδικασία και σύνταξη έκθεσης

7. (1) Η Επιτροπή μπορεί να αρχίσει τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο δήλωσης, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Όταν υπάρχει ενώπιόν της ένορκη γραπτή καταγγελία ότι ο Πρόεδρος ή ο συγκεκριμένος υπουργός ή βουλευτής έχει άμεσο ή έμμεσο ή συγκαλυμμένο περιουσιακό όφελος, το οποίο όπως εύλογα πιστεύει, ο καταγγέλλων, δεν έχει περιληφθεί στη δήλωσή του.

(β) όταν από τη δήλωση εμφαίνεται ότι έχουν περιληφθεί σ’ αυτήν αναληθή στοιχεία ή όταν από την αμέσως προηγούμενη δήλωση εμφαίνεται ότι υπάρχει αύξηση της περιουσίας του Προέδρου, του υπουργού ή του βουλευτή, του/της συζύγου τους, χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει στη δήλωση επαρκής αιτιολόγηση της συγκεκριμένης αύξησης με αναφορά στον τρόπο αύξησης και στην προέλευσή της.

(2)(α) Η Επιτροπή για την εκπλήρωση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) αποστολής της αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε νόμιμους ελεγκτές, οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στη δήλωση του Προέδρου, των υπουργών και των βουλευτών και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά, καθώς και κατά πόσο έχουν περιληφθεί σʼ αυτήν τα αληθή στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 και συντάσσουν, για κάθε ένα από τα πρόσωπα αυτά, αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση του έργου της.

(β) Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, με ομόφωνη απόφασή τους που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αποφασίζουν τους νόμιμους ελεγκτές στους οποίους θα αναθέσουν τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου καθήκοντα, τις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούν οι νόμιμοι ελεγκτές, τη διαδικασία διορισμού τους και οποιοδήποτε άλλο σχετικό θέμα.

(γ) Οι δυνάμει του παρόντος εδαφίου διοριζόμενοι νόμιμοι ελεγκτές -

(i) Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τις επαγγελματικές τους ευθύνες, και

(ii) για τους σκοπούς του διεξαγόμενου από αυτούς ελέγχου, και τηρουμένου του απορρήτου δικηγόρου-πελάτη, δύνανται να προβαίνουν σε κάθε απαραίτητη και πρόσφορη για την επίτευξη του ελέγχου νόμιμη ενέργεια και κυρίως να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από οποιαδήποτε αρχή και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει αντίστοιχα την υποχρέωση να δώσει τις ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή του, καθώς και να διατάσσουν την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση μαρτύρων, σύμφωνα με τις εξουσίες που παρέχει ο περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμος, κατ’ αναλογία εφαρμοζόμενος.

(δ) Κατά τον έλεγχο για την πραγματοποίηση των ελεγκτικών πράξεων που διενεργείται από νόμιμο ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 αναφορικά με το θέμα άρσης του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου.

(ε) Πρόσωπο που παρεμποδίζει, με οποιοδήποτε τρόπο, το προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο ελεγκτικό έργο και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων σε νόμιμο ελεγκτή είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.

(στ) Ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο (α) ολοκληρώνεται εντός τριών (3) μηνών από την περιέλευση της δήλωσης στους νόμιμους ελεγκτές και, με την συμπλήρωση του ελέγχου αυτού, συντάσσεται η προβλεπόμενη στην εν λόγω παράγραφο έκθεση.

(ζ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει από το περιεχόμενο της έκθεσης των νομίμων ελεγκτών ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας κοινοποιεί στον ελεγχόμενο Πρόεδρο, υπουργό ή βουλευτή, ανάλογα με την περίπτωση, την έκθεση των νομίμων ελεγκτών, παρέχοντας σ’ αυτόν τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης, και να προσκομίσει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και εξηγήσεις.

(η) Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει από το περιεχόμενο  της έκθεσης των νομίμων ελεγκτών ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ετοιμάζει γραπτή έκθεση στην οποία καταγράφεται το συμπέρασμα της έκθεσης των ως άνω ελεγκτών, με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι η δήλωση υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4.

(θ) Η Επιτροπή κοινοποιεί στον ελεγχόμενο Πρόεδρο, υπουργό ή βουλευτή, ανάλογα με την περίπτωση, την έκθεση των νομίμων ελεγκτών μαζί με την έκθεση που συντάσσει η ίδια είτε δυνάμει της παραγράφου (η) του παρόντος εδαφίου είτε δυνάμει του εδαφίου (6).

(3) (α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η Επιτροπή προτού αρχίσει τη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας δυνάμει του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί την πρόθεσή της γραπτώς στον επηρεαζόμενο Πρόεδρο, υπουργό ή βουλευτή μαζί με το περιεχόμενο της ένορκης γραπτής καταγγελίας και/ή της επισήμανσης δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1), ανάλογα με την περίπτωση, παρέχοντας σ’ αυτό τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας της γνωστοποίησης και να προσκομίσει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και εξηγήσεις.

(β) Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν ικανοποιηθεί από τη γραπτή απάντηση του Προέδρου, του υπουργού ή του βουλευτή τότε αρχίζει ή συνεχίζεται η διεξαγωγή της έρευνας, ανάλογα.

(4) Για τη διεξαγωγή έρευνας, η Επιτροπή μπορεί να ενεργεί συλλογικά ή να αναθέτει σε μέλη ή μέλος της τη διεκπεραίωση της έρευνας ή μέρους της και να καλεί ενώπιόν της οποιοδήποτε πρόσωπο για να δώσει πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση και να λαμβάνει γραπτές καταθέσεις και γενικά να συγκεντρώνει σχετικές πληροφορίες και στοιχεία:

Νοείται ότι στην περίπτωση που διεξάγεται έρευνα που αφορά μέλος της Επιτροπής, το μέλος αυτό δε συμμετέχει σε οποιοδήποτε στάδιο της διεξαγόμενης έρευνας:

Νοείται περαιτέρω ότι για σκοπούς καλύτερης διεξαγωγής της έρευνας, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες οποιουδήποτε Υπουργείου, Υπηρεσίας, Γραφείου ή Τμήματος της δημόσιας υπηρεσίας.

(5) Ο Πρόεδρος και κάθε υπουργός ή βουλευτής για τον οποίο διεξάγεται από την Επιτροπή έρευνα, δικαιούται να λαμβάνει αντίγραφα όλων των γραπτών καταθέσεων, των πληροφοριών, των εγγράφων και των άλλων στοιχείων που η Επιτροπή έχει συγκεντρώσει και έχει το δικαίωμα να ακουστεί από αυτήν πριν τη σύνταξη της έκθεσης που προβλέπεται στο εδάφιο (6).

(6) Η Επιτροπή με το πέρας της έρευνας που διεξάγεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ετοιμάζει γραπτή έκθεση στην οποία καταγράφονται συνοπτικά όλα τα γεγονότα και στοιχεία που ερευνήθηκαν, η οποία κοινοποιείται στους ακόλουθους:

(α) στον Πρόεδρο και στον επηρεαζόμενο υπουργό, αν η έρευνα αφορά Υπουργό.

(β) στον Πρόεδρο της Βουλής και στον επηρεαζόμενο βουλευτή, αν η έρευνα αφορά βουλευτή.

(γ) στον Πρόεδρο και στον Πρόεδρο της Βουλής, αν η έρευνα αφορά ένα από αυτούς.

Δημοσίευση της δήλωσης

8.-(1) Τα Μέρη Α΄ και Γ της δήλωσης που υποβάλλεται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς και τα ονόματα του Προέδρου, Υπουργών και Βουλευτών που δεν υπέβαλαν δήλωση, δημοσιοποιούνται και αναρτώνται στην ιστοσελίδα του οικείου σώματος:

Νοείται ότι, από τη δημοσίευση εξαιρούνται η διεύθυνση κατοικίας ή κατοικιών και οι αριθμοί κυκλοφορίας μηχανοκίνητων οχημάτων του Προέδρου, υπουργού ή βουλευτή:

Νοείται περαιτέρω ότι η δημοσίευση της δήλωσης δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις της Επιτροπής που προκύπτουν από τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 5 και του εδαφίου (3) του άρθρου 10 αναφορικά με θέματα ή στοιχεία που δεν περιέχονται στη δήλωση.

(2) Η, παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), επιλεκτική δημοσίευση στοιχείων συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Συνέπειες παράλειψης υποβολής δήλωσης ή υποβολής ψευδούς δήλωσης

9. (1) Σε περίπτωση που βουλευτής παραλείπει να καταθέσει δήλωση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 3 ή υποβάλλει ψευδή δήλωση, οι συνέπειες της παράλειψης ρυθμίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής των Αντιπροσώπων.

(2) Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής δήλωσης ή υποβολής ψευδούς δήλωσης από υπουργό οι συνέπειες αποφασίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι δε θεωρείται ψευδής η δήλωση στην οποία παρατηρείται μη ουσιώδης παράλειψη, η οποία έγινε καλή τη πίστει.

(3) Ο Πρόεδρος, υπουργός ή βουλευτής, ανάλογα με την περίπτωση, δεν υπόκειται σε συνέπειες δυνάμει του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που, λόγω του γεγονότος ότι βρισκόταν σε διάσταση με τον/τη σύζυγό του, τελούσε σε πραγματική αδυναμία είτε να εξασφαλίσει τα στοιχεία που απαιτούνται στο μέρος της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων που αφορά τον/τη σύζυγό του ή να υποβάλει πλήρη και αληθή στοιχεία όσον αφορά αυτό το μέρος της δήλωσης.

Καταγγελία εναντίον του Προέδρου ή υπουργού ή βουλευτή

10. (1) Πρόσωπο που προβαίνει σε ένορκη γραπτή καταγγελία στην Επιτροπή εναντίον του Προέδρου ή υπουργού ή βουλευτή δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, οφείλει να εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία που θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του.

(2) Καταγγελία εναντίον του Προέδρου, υπουργού ή βουλευτή η οποία γίνεται δόλια ή κακόβουλα ή με ασύγγνωστη αμέλεια συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £3.000 ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(3) Καταγγελία που γίνεται δυνάμει του άρθρου 7 είναι εμπιστευτική και η δημοσίευσή της από οποιοδήποτε πρόσωπο συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £2000 ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και με τις δύο αυτές ποινές.

’ρση τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου

11. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, η Επιτροπή κατά τη διερεύνηση οποιασδήποτε υπόθεσης δύναται να ζητήσει τη συγκατάθεση του Προέδρου, υπουργού ή βουλευτή στον οποίο η υπόθεση αφορά για άρση του τραπεζικού ή φορολογικού απορρήτου.

Ρύθμιση θεμάτων με τον Κανονισμό της Βουλής

12. Η Βουλή των Αντιπροσώπων στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, ρυθμίζει με τον Κανονισμό της οποιαδήποτε θέματα χρήζουν ρύθμισης για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

13. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2004.

Μεταβατική διάταξη

14.  Ο Πρόεδρος, κάθε υπουργός και κάθε βουλευτής που κατείχαν το αξίωμά τους κατά την 1η Σεπτεμβρίου  2004 υποχρεούνται να καταθέσουν, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας του περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2004, δήλωση στην Επιτροπή, κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 4.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πατήστε εδώ για το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.