27.- (1) Όταν η υπεράσπιση σε οποιαδήποτε αγωγή που εγείρεται εναντίον μέλους της Αστυνομίας είναι ότι η πράξη για την οποία γίνεται η μήνυση διενεργείται προς υπακοή εντάλματος που φέρεται ότι εκδόθηκε από Δικαστήριο, το Δικαστήριο που εκδικάζει την αγωγή αυτή, με την προσαγωγή του εντάλματος που περιέχει την υπογραφή μέλους του Δικαστηρίου που αναφέρεται και με την απόδειξη ότι η πράξη για την οποία γίνεται η μήνυση διενεργήθηκε προς υπακοή προς στο ένταλμα αυτό, δύναται να εκδώσει απόφαση υπέρ του μέλους αυτού της Αστυνομίας:
Νοείται ότι η υπεράσπιση αυτή δεν παρέχεται σε μέλος της Αστυνομίας, αν αποδειχθεί ότι το ένταλμα εκδόθηκε ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ψευδούς δήλωσης ή απόκρυψης που έγινε στο Δικαστήριο από το μέλος της Αστυνομίας που επικαλείται την προστασία που προβλέπεται στο εδάφιο αυτό.
(2) Καμιά απόδειξη της υπογραφής του μέλους του Δικαστηρίου δεν απαιτείται, εκτός αν το Δικαστήριο που εκδικάζει την αγωγή έχει λόγο να αμφισβητεί τη γνησιότητά της και, όταν αποδειχθεί ότι η υπογραφή αυτή δεν είναι γνήσια, ανεξάρτητα από αυτό εκδίδεται απόφαση υπέρ του μέλους αυτού της Αστυνομίας, αν αποδειχθεί ότι, κατά το χρόνο κατά τον οποίο διαπράχθηκε η πράξη για την οποία γίνεται η μήνυση, είχε εύλογους λόγους να πιστεύει ότι η υπογραφή ήταν γνήσια.