19. (1) Σε περίπτωση κατά την οποία η προαγωγή μέλους της αστυνομίας ακυρώνεται, ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο Αρχηγός, με την έγκριση του Υπουργού στις περιπτώσεις μελών της Αστυνομίας μέχρι και του βαθμού Ανώτερου Υπαστυνόμου και ο Υπουργός, ύστερα από σύσταση του Αρχηγού στις περιπτώσεις Ανώτερων Αξιωματικών, μπορεί, αν κατά την επανεξέταση δεν αποφασίσει την εκ νέου προαγωγή του στο βαθμό αυτό και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στο εδάφιο (2), να αποφασίσει την προαγωγή ή την υπεράριθμη προαγωγή του, ανεξάρτητα με το αν υπάρχει ή όχι κενή θέση, σε θέση στην οποία κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προαγόταν, αν δε γινόταν η προαγωγή του που ακυρώθηκε.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) εξουσία του Αρχηγού ή του Υπουργού, αναλόγως της περιπτώσεως, ασκείται μόνο όταν αυτοί, αφού λάβουν υπόψη όλα τα στοιχεία που αφορούν το μέλος της Αστυνομίας, περιλαμβανομένων των στοιχείων της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης, καθώς και του αριθμού των κενών θέσεων οι οποίες πληρώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόφασής του και της ακύρωσης αυτής, πεισθούν ότι επηρεάστηκε πράγματι η σταδιοδρομία του μέλους της Αστυνομίας.
(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, όταν αποφασίζεται η υπεράριθμη προαγωγή ενός μέλους της Αστυνομίας, δυνάμει του εδαφίου (1), το μέλος της Αστυνομίας υπηρετεί στο βαθμό αυτό έχοντας όλα τα δικαιώματα και ωφελήματα του βαθμού, μέχρις ότου υπάρξει κενή θέση με τον ίδιο βαθμό, οπότε το μέλος της Αστυνομίας την καταλαμβάνει με προαγωγή σ’ αυτή.