ΕΠΕΙΔΗ η ύπαρξη μιας αποτελεσματικής χρηματοοικονομικής αγοράς προϋποθέτει την εξασφάλιση της ακεραιότητας της αγοράς και η ομαλή λειτουργία των αγορών χρηματοοικονομικών μέσων και η διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτές αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία και η κατάχρηση αγοράς θίγει την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών και την εμπιστοσύνη του κοινού στα χρηματοοικονομικά μέσα και τα παράγωγα τους,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι νέες χρηματοοικονομικές και τεχνικές καινοτομίες, και ιδίως η εμφάνιση νέων προϊόντων και νέων τεχνολογιών, η ανάπτυξη των διασυνοριακών δραστηριοτήτων και η χρήση του διαδικτύου, αυξάνουν τα κίνητρα, τα μέσα και τις ευκαιρίες για κατάχρηση αγοράς,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η έννοια της κατάχρησης αγοράς καλύπτει τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τη χειραγώγηση της αγοράς, ένας Νόμος που θα καλύπτει και τις δύο έννοιες θα εξασφαλίσει ένα ομοιόμορφο πλαίσιο για την κατανομή των αρμοδιοτήτων, την εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και η χειραγώγηση της αγοράς εμποδίζουν τη δημιουργία συνθηκών πλήρους διαφάνειας στην αγορά, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τις συναλλαγές όλων των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στην αγορά,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην απόκτηση ή διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων και αυτό ενώ ο ενδιαφερόμενος γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι πληροφορίες που έχει είναι εμπιστευτικές,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ το γεγονός και μόνον ότι οι ειδικοί διαπραγματευτές, οι φορείς οι εξουσιοδοτημένοι να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι ή τα πρόσωπα τα εξουσιοδοτημένα να εκτελούν εντολές εξ ονόματος τρίτων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, περιορίζονται, στις δύο πρώτες περιπτώσεις, στην άσκηση της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους που συνίσταται στην αγοραπωλησία χρηματοοικονομικών μέσων ή, στην τελευταία περίπτωση, στην ευσυνείδητη εκτέλεση μιας εντολής, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά χρησιμοποίηση των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε οποιεσδήποτε ενέργειες, συναλλαγές ή δίνει εντολές για την πραγματοποίηση συναλλαγών δυνάμενων να συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς ενδέχεται να είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι λόγοι διάπραξης των ενεργειών του ή εκτέλεσης των εν λόγω συναλλαγών ή εντολών ήταν νόμιμοι και ότι οι συναλλαγές και εντολές συνάδουν προς τις αποδεκτές πρακτικές της συγκεκριμένης οργανωμένης αγοράς, χωρίς ωστόσο να αποκλείει ότι μπορούν και πάλι να επιβληθούν κυρώσεις αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι υπάρχει άλλος, παράνομος, λόγος για τη διάπραξη των εν λόγω ενεργειών, την εκτέλεση των εν λόγω συναλλαγών ή την παροχή των εντολών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες για μια άλλη εταιρεία και η χρησιμοποίησή τους στα πλαίσια μιας δημόσιας προσφοράς εξαγοράς προς απόκτηση του ελέγχου της συγκεκριμένης εταιρείας ή συγχώνευση ΅ε αυτήν, δεν θα πρέπει να θεωρείται αυτή καθαυτή ως χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεδομένου ότι η απόκτηση ή η εκχώρηση χρηματοοικονομικών μέσων σημαίνει ότι οπωσδήποτε έχει ληφθεί προηγουμένως απόφαση για απόκτηση ή διάθεση εκ μέρους του προσώπου που προβαίνει στις ενέργειες αυτές, η διενέργεια της απόκτησης ή εκχώρησης δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά αφ' εαυτής χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η ταχεία και αμερόληπτη δημοσιοποίηση των πληροφοριών ενισχύει την ακεραιότητα της αγοράς, ενώ αντίθετα η επιλεκτική πληροφόρηση από τους εκδότες μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών στην ακεραιότητα των χρηματιστηριακών αγορών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η γνωστοποίηση των συναλλαγών που διενεργούνται για δικό τους λογαριασμό από πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα στο πλαίσιο ενός εκδότη ή από πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς ΅ε αυτά, δεν είναι ΅όνο μια χρήσιμη πληροφορία για τους χρήστες της αγοράς, αλλά αποτελεί επίσης πρόσθετο ΅έσο για την εποπτεία της αγοράς από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η υποχρέωση των ανώτερων διευθυντικών στελεχών να γνωστοποιούν τις συναλλαγές δεν θίγει το καθήκον τους να απέχουν από πράξεις χρησιμοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών ΅ε βάση οποιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι ορθολογικοί επενδυτές βασίζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις ΅όνο στις πληροφορίες που είναι ήδη διαθέσιμες σε αυτούς (εκ των προτέρων διαθέσιμες πληροφορίες) το κατά πόσο ένας ορθολογικός επενδυτής ενδέχεται, στο πλαίσιο μιας επενδυτικής απόφασης, να λάβει υπόψη μια δεδομένη πληροφορία πρέπει να εκτιμηθεί ΅ε βάση τις εκ των προτέρων διαθέσιμες πληροφορίες. Σε μια τέτοια εκτίμηση πρέπει να συνυπολογισθεί ο αναμενόμενος αντίκτυπος που θα έχει η πληροφορία, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική δραστηριότητα του εκδότη στον τομέα αυτό, την αξιοπιστία της πηγής των πληροφοριών και οποιαδήποτε άλλη παράμετρο της αγοράς που ενδέχεται να επηρεάσει το σχετικό χρηματοοικονομικό ΅έσο ή το συνδεόμενο ΅ε αυτό παράγωγο ΅έσο στις συγκεκριμένες περιστάσεις,
Οι εκ των υστέρων διαθέσιμες πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ελεγχθεί η υπόθεση ότι οι εκ των προτέρων διαθέσιμες πληροφορίες επηρέασαν τις τιμές, αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη λήψη μέτρων εναντίον επενδυτή ο οποίος εξήγαγε λογικά συμπεράσματα από τις εκ των προτέρων διαθέσιμες σε αυτόν πληροφορίες.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι επενδυτικές συστάσεις που μπορούν να αποτελέσουν μια βάση για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων πρέπει να παράγονται και να διαδίδονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σύνεση ώστε να αποφεύγεται κάθε παραπλάνηση των συμμετεχόντων στην αγορά,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η έρευνα και οι εκτιμήσεις που εκπονούνται ΅ε βάση δεδομένα που είναι διαθέσιμα στο κοινό δεν θα πρέπει να θεωρούνται εμπιστευτικές πληροφορίες και, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε συναλλαγή διενεργείται βάσει αυτών δεν θα πρέπει να θεωρείται αφ' εαυτής ως χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ λόγω της διεύρυνσης των χρηματοοικονομικών αγορών, της ταχείας αλλαγής και του φάσματος των νέων προϊόντων και εξελίξεων, το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου πρέπει να είναι ευρύ ως προς τα καλυπτόμενα χρηματοοικονομικά μέσα και τεχνικές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα της αγοράς,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η ακεραιότητα της αγοράς απαιτεί την τήρηση υψηλών προτύπων αμεροληψίας, εντιμότητας και διαφάνειας κατά την παρουσίαση πληροφοριών που συστήνουν ή υποδεικνύουν μια επενδυτική στρατηγική,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι γνώμες για τη φερεγγυότητα ενός εκδότη ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου σε δεδομένη χρονική στιγμή που εκδίδουν τα γραφεία βαθμολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (credit rating agencies) δεν αποτελούν συστάσεις κατά την έννοια του παρόντος Νόμου ωστόσο, τα γραφεία βαθμολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να θεσπίζουν εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που θα εξασφαλίσουν ότι οι βαθμοί πιστοληπτικής ικανότητας που δημοσιεύουν παρουσιάζονται ΅ε θεμιτό τρόπο και ότι γνωστοποιείται κάθε σημαντικό συμφέρον ή σύγκρουση συμφερόντων σχετικά ΅ε το χρηματοοικονομικό ΅έσο ή τον εκδότη που αφορά η βαθμολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν επιτρέπεται από υπεύθυνα πρόσωπα που παράγουν επενδυτικές συστάσεις να παραβιάζουν τα στεγανά στις ροές πληροφοριών που έχουν δημιουργηθεί για να εμποδίζονται και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι πρακτικές της αγοράς μεταβάλλονται με γρήγορους ρυθμούς για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των επενδυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά τις νέες και τις αναδυόμενες πρακτικές της αγοράς,
ΚΑΙ για σκοπούς εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο-
(α) «Οδηγία 2003/6/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 για τις Πράξεις Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και τις Πράξεις Χειραγώγησης της Αγοράς»,
(β) «Οδηγία 2003/124/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ορισμό και τη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και τον ορισμό των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς»,
(γ) «Οδηγία 2003/125/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη θεμιτή παρουσίαση των επενδυτικών συστάσεων και τη γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων»,
(δ) «Οδηγία 2004/72/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 29ης Απριλίου 2004 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, τον ορισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών για παράγωγα μέσα εμπορευμάτων, την κατάρτιση καταλόγων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών »,
ΚΑΙ για σκοπούς εφαρμογής της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο
(ε) «Κανονισμός (ΕΚ) αριθμ. 2273/2003 της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων »,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: