ΕΠΕΙΔΗ η ύπαρξη μιας αποτελεσματικής χρηματοοικονομικής αγοράς προϋποθέτει την εξασφάλιση της ακεραιότητας της αγοράς και η ομαλή λειτουργία των αγορών χρηματοοικονομικών μέσων και η διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτές αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία και η κατάχρηση αγοράς θίγει την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών και την εμπιστοσύνη του κοινού στα χρηματοοικονομικά μέσα και τα παράγωγα τους,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι νέες χρηματοοικονομικές και τεχνικές καινοτομίες, και ιδίως η εμφάνιση νέων προϊόντων και νέων τεχνολογιών, η ανάπτυξη των διασυνοριακών δραστηριοτήτων και η χρήση του διαδικτύου, αυξάνουν τα κίνητρα, τα μέσα και τις ευκαιρίες για κατάχρηση αγοράς,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η έννοια της κατάχρησης αγοράς καλύπτει τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τη χειραγώγηση της αγοράς, ένας Νόμος που θα καλύπτει και τις δύο έννοιες θα εξασφαλίσει ένα ομοιόμορφο πλαίσιο για την κατανομή των αρμοδιοτήτων, την εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και η χειραγώγηση της αγοράς εμποδίζουν τη δημιουργία συνθηκών πλήρους διαφάνειας στην αγορά, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τις συναλλαγές όλων των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στην αγορά,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην απόκτηση ή διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων και αυτό ενώ ο ενδιαφερόμενος γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι πληροφορίες που έχει είναι εμπιστευτικές,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ το γεγονός και μόνον ότι οι ειδικοί διαπραγματευτές, οι φορείς οι εξουσιοδοτημένοι να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι ή τα πρόσωπα τα εξουσιοδοτημένα να εκτελούν εντολές εξ ονόματος τρίτων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, περιορίζονται, στις δύο πρώτες περιπτώσεις, στην άσκηση της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους που συνίσταται στην αγοραπωλησία χρηματοοικονομικών μέσων ή, στην τελευταία περίπτωση, στην ευσυνείδητη εκτέλεση μιας εντολής, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά χρησιμοποίηση των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε οποιεσδήποτε ενέργειες, συναλλαγές ή δίνει εντολές για την πραγματοποίηση συναλλαγών δυνάμενων να συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς ενδέχεται να είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι λόγοι διάπραξης των ενεργειών του ή εκτέλεσης των εν λόγω συναλλαγών ή εντολών ήταν νόμιμοι και ότι οι συναλλαγές και εντολές συνάδουν προς τις αποδεκτές πρακτικές της συγκεκριμένης οργανωμένης αγοράς, χωρίς ωστόσο να αποκλείει ότι μπορούν και πάλι να επιβληθούν κυρώσεις αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι υπάρχει άλλος, παράνομος, λόγος για τη διάπραξη των εν λόγω ενεργειών, την εκτέλεση των εν λόγω συναλλαγών ή την παροχή των εντολών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες για μια άλλη εταιρεία και η χρησιμοποίησή τους στα πλαίσια μιας δημόσιας προσφοράς εξαγοράς προς απόκτηση του ελέγχου της συγκεκριμένης εταιρείας ή συγχώνευση ΅ε αυτήν, δεν θα πρέπει να θεωρείται αυτή καθαυτή ως χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεδομένου ότι η απόκτηση ή η εκχώρηση χρηματοοικονομικών μέσων σημαίνει ότι οπωσδήποτε έχει ληφθεί προηγουμένως απόφαση για απόκτηση ή διάθεση εκ μέρους του προσώπου που προβαίνει στις ενέργειες αυτές, η διενέργεια της απόκτησης ή εκχώρησης δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά αφ' εαυτής χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η ταχεία και αμερόληπτη δημοσιοποίηση των πληροφοριών ενισχύει την ακεραιότητα της αγοράς, ενώ αντίθετα η επιλεκτική πληροφόρηση από τους εκδότες μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών στην ακεραιότητα των χρηματιστηριακών αγορών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η γνωστοποίηση των συναλλαγών που διενεργούνται για δικό τους λογαριασμό από πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα στο πλαίσιο ενός εκδότη ή από πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς ΅ε αυτά, δεν είναι ΅όνο μια χρήσιμη πληροφορία για τους χρήστες της αγοράς, αλλά αποτελεί επίσης πρόσθετο ΅έσο για την εποπτεία της αγοράς από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η υποχρέωση των ανώτερων διευθυντικών στελεχών να γνωστοποιούν τις συναλλαγές δεν θίγει το καθήκον τους να απέχουν από πράξεις χρησιμοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών ΅ε βάση οποιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι ορθολογικοί επενδυτές βασίζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις ΅όνο στις πληροφορίες που είναι ήδη διαθέσιμες σε αυτούς (εκ των προτέρων διαθέσιμες πληροφορίες) το κατά πόσο ένας ορθολογικός επενδυτής ενδέχεται, στο πλαίσιο μιας επενδυτικής απόφασης, να λάβει υπόψη μια δεδομένη πληροφορία πρέπει να εκτιμηθεί ΅ε βάση τις εκ των προτέρων διαθέσιμες πληροφορίες. Σε μια τέτοια εκτίμηση πρέπει να συνυπολογισθεί ο αναμενόμενος αντίκτυπος που θα έχει η πληροφορία, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική δραστηριότητα του εκδότη στον τομέα αυτό, την αξιοπιστία της πηγής των πληροφοριών και οποιαδήποτε άλλη παράμετρο της αγοράς που ενδέχεται να επηρεάσει το σχετικό χρηματοοικονομικό ΅έσο ή το συνδεόμενο ΅ε αυτό παράγωγο ΅έσο στις συγκεκριμένες περιστάσεις,
Οι εκ των υστέρων διαθέσιμες πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ελεγχθεί η υπόθεση ότι οι εκ των προτέρων διαθέσιμες πληροφορίες επηρέασαν τις τιμές, αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη λήψη μέτρων εναντίον επενδυτή ο οποίος εξήγαγε λογικά συμπεράσματα από τις εκ των προτέρων διαθέσιμες σε αυτόν πληροφορίες.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι επενδυτικές συστάσεις που μπορούν να αποτελέσουν μια βάση για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων πρέπει να παράγονται και να διαδίδονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σύνεση ώστε να αποφεύγεται κάθε παραπλάνηση των συμμετεχόντων στην αγορά,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η έρευνα και οι εκτιμήσεις που εκπονούνται ΅ε βάση δεδομένα που είναι διαθέσιμα στο κοινό δεν θα πρέπει να θεωρούνται εμπιστευτικές πληροφορίες και, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε συναλλαγή διενεργείται βάσει αυτών δεν θα πρέπει να θεωρείται αφ' εαυτής ως χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ λόγω της διεύρυνσης των χρηματοοικονομικών αγορών, της ταχείας αλλαγής και του φάσματος των νέων προϊόντων και εξελίξεων, το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου πρέπει να είναι ευρύ ως προς τα καλυπτόμενα χρηματοοικονομικά μέσα και τεχνικές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα της αγοράς,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η ακεραιότητα της αγοράς απαιτεί την τήρηση υψηλών προτύπων αμεροληψίας, εντιμότητας και διαφάνειας κατά την παρουσίαση πληροφοριών που συστήνουν ή υποδεικνύουν μια επενδυτική στρατηγική,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι γνώμες για τη φερεγγυότητα ενός εκδότη ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου σε δεδομένη χρονική στιγμή που εκδίδουν τα γραφεία βαθμολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (credit rating agencies) δεν αποτελούν συστάσεις κατά την έννοια του παρόντος Νόμου ωστόσο, τα γραφεία βαθμολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να θεσπίζουν εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που θα εξασφαλίσουν ότι οι βαθμοί πιστοληπτικής ικανότητας που δημοσιεύουν παρουσιάζονται ΅ε θεμιτό τρόπο και ότι γνωστοποιείται κάθε σημαντικό συμφέρον ή σύγκρουση συμφερόντων σχετικά ΅ε το χρηματοοικονομικό ΅έσο ή τον εκδότη που αφορά η βαθμολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν επιτρέπεται από υπεύθυνα πρόσωπα που παράγουν επενδυτικές συστάσεις να παραβιάζουν τα στεγανά στις ροές πληροφοριών που έχουν δημιουργηθεί για να εμποδίζονται και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι πρακτικές της αγοράς μεταβάλλονται με γρήγορους ρυθμούς για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των επενδυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά τις νέες και τις αναδυόμενες πρακτικές της αγοράς,
ΚΑΙ για σκοπούς εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο-
(α) «Οδηγία 2003/6/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 για τις Πράξεις Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και τις Πράξεις Χειραγώγησης της Αγοράς»,
(β) «Οδηγία 2003/124/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ορισμό και τη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και τον ορισμό των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς»,
(γ) «Οδηγία 2003/125/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη θεμιτή παρουσίαση των επενδυτικών συστάσεων και τη γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων»,
(δ) «Οδηγία 2004/72/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 29ης Απριλίου 2004 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, τον ορισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών για παράγωγα μέσα εμπορευμάτων, την κατάρτιση καταλόγων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών »,
ΚΑΙ για σκοπούς εφαρμογής της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο
(ε) «Κανονισμός (ΕΚ) αριθμ. 2273/2003 της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων »,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμος του 2005.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια
«αποδεκτές πρακτικές αγοράς» σημαίνει τις πρακτικές οι οποίες αναμένονται ευλόγως σε μια ή περισσότερες χρηματοοικονομικές αγορές και είναι αποδεκτές από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου·
«αρμόδια εποπτική αρχή της αλλοδαπής» σημαίνει την αρμόδια εποπτική αρχή, επιφορτισμένη με την άσκηση αναλόγων με την Επιτροπή αρμοδιοτήτων, σε κράτος άλλο από τη Δημοκρατία·
«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» ή «Επιτροπή» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που συνεστήθη και λειτουργεί δυνάμει του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου·
«εκδότης» σημαίνει το πρόσωπο, ή την ένωση προσώπων, που εκδίδει χρηματοοικονομικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά·
«εμπιστευτικές πληροφορίες» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το άρθρο 5·
«επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών», ή «επιχείρηση επενδύσεων» ή κατά ταυτόσημη έννοια «Ε.Π.Ε.Υ.», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμου·
«εξωτερικό» σημαίνει κράτος άλλο από τη Δημοκρατία·
«Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών)» ή «ΕΑΚΑΑ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), που ιδρύθηκε με βάση τον Κανονισμό 1095/2010∙
«κανονισμός (ΕΚ) αρ.2273/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμό της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων » (EE L 336 της 23ης Δεκεμβρίου 2003, σ. 33) ·
«Κανονισμός 1095/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011.
«κανάλι επικοινωνίας» (distribution channels) νοείται ένα κανάλι ΅έσω του οποίου δημοσιοποιείται ή είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί η πληροφορία·
«καταστατική έδρα» σημαίνει το κράτος στο οποίο έχει συσταθεί μια εταιρεία·
«κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το άρθρο 8·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει συμβαλλόμενο μέρος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου·
«Οδηγία» σημαίνει την κανονιστικού περιεχομένου Οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
«οργανισμός» σημαίνει οργανισμό στη Δημοκρατία ή το εξωτερικό, ο οποίος ασκεί αρμοδιότητες παρόμοιες ή συναφείς με αυτές της Επιτροπής ή οποιοδήποτε διεθνή οργανισμό στον οποίο είθισται να μετέχουν εποπτικές αρχές με αρμοδιότητες παρόμοιες μ αυτές της Επιτροπής·
«οργανωμένη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμου·
«πληροφορία που είναι πιθανό ότι θα δημοσιοποιηθεί» σημαίνει μια πληροφορία στην οποία έχει πρόσβαση μεγάλος αριθμός προσώπων·
«προπορευόμενες συναλλαγές» (front running) συντρέχουν στην περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο, γνωρίζοντας τις εντολές αγοράς ή πώλησης τρίτων που πρόκειται να εκτελεσθούν, προβαίνει σε κατάρτιση αντίστοιχων συναλλαγών πριν από, ή παράλληλα με, την εκτέλεση τους. Επίσης δυνατή είναι και η κατάρτιση αντίθετων συναλλαγών από τις εντολές των τρίτων ·
«πρόσωπο» περιλαμβάνει οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο·
«πρόσωπο που πραγματοποιεί κατ επάγγελμα συναλλαγές» σημαίνει Ε.Π.Ε.Υ. ή τράπεζα·
«στενός δεσμός» [Διαγράφηκε]·
«συναλλαγή» περιλαμβάνει πώληση ή αγορά ή συμφωνία πώλησης ή αγοράς χρηματοοικονομικών μέσων ενός εκδότη και την παραχώρηση, αποδοχή, απόκτηση, διάθεση, άσκηση δικαιωμάτων επιλογής ή άλλο δικαίωμα ή υποχρέωση, παρούσα ή μελλοντική υπό όρους ή χωρίς όρους για απόκτηση ή διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων ή οποιουδήποτε συμφέροντος σε χρηματοοικονομικά μέσα ενός εκδότη∙
«τράπεζα» έχει την έννοια που της αποδίδεται από το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου και περιλαμβάνει τράπεζα που λειτουργεί δυνάμει αντίστοιχου νόμου κράτους-μέλους·
«υπεύθυνο πρόσωπο» σημαίνει κάθε πρόσωπο που παράγει ή διαδίδει συστάσεις κατά την άσκηση του επαγγέλματος ή της δραστηριότητάς του·
«Χρηματιστήριο», σημαίνει το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου που ιδρύθηκε κατά τις διατάξεις του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου·
(2) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια.
3.(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται:
(α) Στις ενέργειες που διενεργούνται στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό και οι οποίες αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ευρισκόμενη ή λειτουργούσα στη Δημοκρατία ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά·
(β) στις ενέργειες που διενεργούνται στη Δημοκρατία και οι οποίες αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά του εξωτερικού ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε κάθε χρηματοοικονομικό μέσο εισηγμένο προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά τουλάχιστο στη Δημοκρατία ή για το οποίο έχει ζητηθεί η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το εάν η ίδια η συναλλαγή πραγματοποιείται ή όχι σε αυτή την αγορά.
(3) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται:
(α) Στις συναλλαγές που διενεργούνται αποκλειστικά με σκοπό την άσκηση νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή με σκοπό τη διαχείριση του δημόσιου χρέους από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) που καθιδρύεται δυνάμει του Τίτλου VII Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή από άλλο εξουσιοδοτημένο από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου οργανισμό ή κατ εντολή τους·
(β) στις συναλλαγές σε ίδιες μετοχές που διενεργούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων μετοχών (buy-back), και στα μέτρα σταθεροποίησης ενός χρηματοοικονομικού μέσου, εφόσον οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα που έχουν θεσπισθεί κατά τα ισχύοντα στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 2273/2003.
4.Χρηματοοικονομικά μέσα περιλαμβάνουν:
(α)Τα μέσα τα οποία καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος του περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμου·
(β)τα παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα (derivatives on commodities) · και
(γ)κάθε άλλο μέσο που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους ή, για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
5.(1) Ως «εμπιστευτικές πληροφορίες» νοούνται οι συγκεκριμένες πληροφορίες οι οποίες δεν έχουν καταστεί δημόσια γνωστές και αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες χρηματοοικονομικών μέσων ή ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα, και οι οποίες αν καθίσταντο δημόσια γνωστές θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά, κατά την κρίση της Επιτροπής, την τιμή αυτών των χρηματοοικονομικών μέσων ή την τιμή των συνδεόμενων ΅ε αυτά παράγωγων μέσων:
(2) Σχετικά ΅ε τα παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα (derivatives on commodities), ως «εμπιστευτικές πληροφορίες» νοούνται οι συγκεκριμένες πληροφορίες, οι οποίες δεν έχουν καταστεί δημόσια γνωστές και αφορούν άμεσα ή έμμεσα ένα ή περισσότερα τέτοια παράγωγα μέσα, και τις οποίες οι συμμετέχοντες των αγορών, στις οποίες γίνεται διαπραγμάτευση αυτών των παράγωγων μέσων, θα αναμενόταν να λάβουν σύμφωνα ΅ε τις αποδεκτές πρακτικές που ισχύουν στις αγορές αυτές.
Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος εδαφίου θεωρείται ότι οι χρήστες των αγορών, στις οποίες διαπραγματεύονται παράγωγα μέσα εμπορευμάτων αναμένουν να λάβουν πληροφορίες που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα από αυτά τα παράγωγα μέσα, εφόσον οι πληροφορίες αυτές:
(α) Τίθενται σε τακτική βάση στη διάθεση των χρηστών των αγορών αυτών, ή
(β) πρέπει να γνωστοποιούνται δυνάμει των ισχυουσών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, των κανόνων της αγοράς ή των σχετικών συμβολαίων, ή σύμφωνα ΅ε τις συνήθειες της αγοράς του υποκείμενου εμπορεύματος ή της αγοράς των παράγωγων μέσων εμπορευμάτων.
(3) Προκειμένου περί των προσώπων που είναι επιφορτισμένα ΅ε την εκτέλεση εντολών που αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα, ως εμπιστευτικές πληροφορίες νοούνται και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται από έναν πελάτη και σχετίζονται ΅ε τις εκκρεμείς εντολές του, και οι οποίες έχουν συγκεκριμένο χαρακτήρα, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα ΅ε έναν ή περισσότερους εκδότες χρηματοοικονομικών μέσων ή ΅ε ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα και, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά την τιμή αυτών των χρηματοοικονομικών μέσων ή την τιμή των συνδεόμενων ΅ε αυτά παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων.
6. Μια πληροφορία λογίζεται ότι κατέστη δημόσια γνωστή όταν προκύπτει μία, ή περισσότερες, από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α)Με οποιοδήποτε τρόπο τίθεται εις γνώση των επενδυτών, εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, ή εφόσον ευχερώς δύναται, νομίμως, να αποκτηθεί·
(β)περιέχεται σε αρχεία ή άλλα έγγραφα κατά νόμο διαθέσιμα στο κοινό προς επιθεώρηση
(γ)απέρρευσε από πληροφορία που κατέστη δημόσια γνωστή έστω και αν μπορεί να αποκτηθεί επί τη βάσει δημόσια γνωστών πληροφοριών μόνο από πρόσωπα που επιδεικνύουν ειδική επιμέλεια ή εμπειρία ή να αποκτηθεί επί τη βάσει δημόσια γνωστών πληροφοριών μόνο κατόπιν ειδικής παρατηρήσεως ή εκτιμήσεως.
7.Πληροφορία θεωρείται συγκεκριμένη αν περιλαμβάνει αναφορά σε κατάσταση η οποία υφίσταται ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα υπάρξει, ή αναφορά σε ένα γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα και εφόσον η πληροφορία αυτή είναι αρκετά συγκεκριμένη έτσι ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωση αυτής της κατάστασης ή του γεγονότος στις τιμές των χρηματοοικονομικών μέσων ή των συνδεόμενων με αυτά παράγωγων μέσων (derivative financial instruments).
8.(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, κάτοχοι εμπιστευτικής πληροφορίας θεωρούνται όσοι κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες:
(α)Λόγω της ιδιότητάς τους ως ΅έλους των διοικητικών, διευθυντικών, ή εποπτικών οργάνων του εκδότη, ή
(β)λόγω της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο του εκδότη, ή
(γ)λόγω της πρόσβασης που έχουν στις πληροφορίες αυτές κατά την άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους, ή
(δ)λόγω των παράνομων τους δραστηριοτήτων, ή
(ε)λόγω του γεγονότος ότι η πληροφορία προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από πηγή ή πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, ή
(στ)λόγω του ότι έχουν στενούς δεσμούς με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο εκτός αν η Επιτροπή ικανοποιηθεί ότι κάτω από το σύνολο των περιστάσεων δεν είχαν ευχέρεια ή ευκαιρία πρόσβασης ή γνώσης της σχετικής πληροφορίας:
(2) Όταν πρόσωπο που αναφέρεται στο πιο πάνω εδάφιο είναι νομικό πρόσωπο, τότε περιλαμβάνει και τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στην απόφαση για τη διενέργεια της συναλλαγής για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου.
(3) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση μιας απαιτητής υποχρέωσης για την απόκτηση ή διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων, όταν η υποχρέωση αυτή απορρέει από σύμβαση συναφθείσα πριν από την απόκτηση της εμπιστευτικής πληροφορίας από τον ενδιαφερόμενο.
9.(1) Απαγορεύεται στα πρόσωπα που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8, άμεσα ή έμμεσα:
(α)Να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για να αποκτήσουν ή να διαθέσουν ή για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν ή διαθέσουν για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ή μέσω προσώπων που έχουν στενούς δεσμούς με αυτούς, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοοικονομικά μέσα που αφορούν οι πληροφορίες αυτές·
(β) να ανακοινώνουν την εμπιστευτική αυτή πληροφορία σε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν ενεργούν στα συνήθη πλαίσια άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους
(γ)να συνιστούν σε άλλο πρόσωπο, ή να το παρακινούν, βάσει αυτής της εμπιστευτικής πληροφορίας, να αποκτήσει ή να διαθέσει είτε ο ίδιος, είτε μέσω άλλου, τα χρηματοοικονομικά μέσα που αφορά η πληροφορία αυτή, ανεξάρτητα αν το άλλο πρόσωπο γνώριζε την πληροφορία αυτή.
(2) Οι απαγορεύσεις του εδαφίου (1) ισχύουν και σε κάθε χρηματοοικονομικό μέσο που δεν έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά σε κράτος μέλος, αλλά του οποίου η αξία εξαρτάται από χρηματοοικονομικό μέσο εισηγμένο σε τέτοια αγορά.
(3) Απαγορεύεται η χρήση της πρακτικής που είναι γνωστή ως προπορευόμενες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των προπορευόμενων συναλλαγών για τα παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα.
(4) Για να υπάρχει παράβαση του παρόντος άρθρου, δεν χρειάζεται να αποδειχτεί η αποκόμιση κέρδους ή οφέλους.
(5) Αποκλείεται το άδικο της πράξεως και ο υπαίτιος του κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν τιμωρείται, αν αποδείξει ότι κατά τη χρήση της πληροφορίας συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Με βάση το άρθρο 6 είχε την εύλογη πεποίθηση πως η πληροφορία αυτή ήταν δημόσια γνωστή, σε έκταση που να αποτρέπεται το ενδεχόμενο ότι ένεκα της χρήσης της πληροφορίας αυτή οποιοσδήποτε βρίσκεται σε προνομιακή θέση έναντι άλλου που δεν κατείχε την πληροφορία αυτή·
(β) θα τελούσε συναλλαγή οπωσδήποτε, έστω και αν δεν κατείχε την πληροφορία αυτή ως εκκαθαριστής, παραλήπτης, διαχειριστής πτωχεύσεως, εμπιστευματοδόχος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ή άλλως πως·
(γ) ότι δεν προσδοκούσε ότι εξαιτίας της χρήσης της πληροφορίας αυτής οποιοδήποτε πρόσωπο θα προέβαινε σε συναλλαγή σε χρηματοοικονομικά μέσα που αφορούσε η πληροφορία.
10.(1) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 9 υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που δεν υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων λιρών (Λ.Κ. 500.000) και, σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, ποσό που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο λίρες (Λ.Κ. 1.000.000) ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
(2) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε όφελος από την παράβαση αυτή, το οποίο όφελος υπερβαίνει τα ποσά των διοικητικών προστίμων τα οποία καθορίζονται στο εδάφιο (1), ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε από την παράβαση.
((3) (α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), παράβαση του άρθρου 9 συνιστά ποινικό αδίκημα που σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δέκα έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατόν χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(β) Πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα που στοιχειοθετείται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο στερείται, αυτόματα, του δικαιώματος να συναλλάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε χρηματοοικονομικά μέσα για διάστημα πέντε ετών από την καταδίκη του, εκτός εάν πρόκειται για την ολοκλήρωση προγενέστερων της καταδίκης του νόμιμων πράξεων.
(γ) Παράβαση των διατάξεων της παραγράφου (β) συνιστά ποινικό αδίκημα που σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(δ) Πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα που στοιχειοθετείται σύμφωνα με την παράγραφα (γ) στερείται του δικαιώματος να συναλλάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε κινητές αξίες, υπό τις ίδιες όπως και στην παράγραφο (β) προϋποθέσεις, για περαιτέρω διάστημα πέντε ετών από τη νέα αυτή καταδίκη.
(4) (α) Ποινική ευθύνη για το αδίκημα του εδαφίου (3) που τελείται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, ή ελεγκτικών οργάνων του που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε, με οποιοδήποτε τρόπο, στην τέλεση του αδικήματος.
(β) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή της παραλήψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
11.(1) Οι εκδότες χρηματοοικονομικών μέσων, μεταξύ άλλων-
(α)Οφείλουν να δημοσιοποιούν το ταχύτερο δυνατό τις εμπιστευτικές πληροφορίες που τους αφορούν άμεσα και να βεβαιούνται ότι αυτές εμφανίζονται στην ιστοσελίδα τους στο διαδίκτυο, νοουμένου ότι οι εκδότες διατηρούν διαδυκτιακό χώρο, για τουλάχιστον πέντε χρόνια:
(β)οφείλουν να δημοσιοποιούν τις εμπιστευτικές τους πληροφορίες ΅ε τον τρόπο που αναφέρεται στο άρθρο 14·
(γ)οφείλουν να μην συνδυάζουν ΅ε παραπλανητικό τρόπο την παροχή εμπιστευτικών πληροφοριών στο κοινό ΅ε την εμπορική προώθηση των δραστηριοτήτων τους (μάρκετινγκ)
(δ)οφείλουν να δημοσιοποιούν τις εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες, είτε οι ίδιοι, είτε πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος τους ή για λογαριασμό τους, ανακοινώνουν σε τρίτο κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, ή των καθηκόντων τους:
(i) εάν ο λαμβάνων την πληροφορία υπέχει έναντι του εκδότη υποχρέωση εμπιστευτικότητας, ανεξάρτητα από το εάν η υποχρέωση αυτή είναι νομοθετική, κανονιστική, καταστατική ή συμβατική
(ii) για τους εκδότες που δεν έχουν ζητήσει ή λάβει έγκριση για την εισαγωγή των χρηματοοικονομικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά στη Δημοκρατία ή το εξωτερικό
(ε)οφείλουν να δημοσιοποιούν κάθε σημαντική αλλαγή που αφορά ήδη δημοσιοποιηθείσες εμπιστευτικές πληροφορίες, μετά την επέλευση των εν λόγω αλλαγών, με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιήθηκε για την δημοσιοποίηση των αρχικών πληροφοριών·
(στ)οφείλουν να εξασφαλίσουν ΅ε τη δέουσα επιμέλεια την όσο το δυνατόν πιο ταυτόχρονη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ όλων των κατηγοριών επενδυτών, σε οργανωμένες αγορές της Δημοκρατίας και του εξωτερικού όπου οι εκδότες αυτοί έχουν ζητήσει ή λάβει έγκριση εισαγωγής για διαπραγμάτευση των χρηματοοικονομικών τους μέσων.
(2) (α) Απαγορεύεται στον εκδότη μέσα στα πλαίσια συμμόρφωσης του με το προηγούμενο εδάφιο να παρέχει πληροφορία ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή να αποκρύπτει οτιδήποτε ουσιώδες.
(β) Απαγορεύεται στους διοικητικούς συμβούλους του εκδότη ή σε ανώτατους αξιωματούχους του, κατά την παροχή πληροφορίας σχετικά με την χρηματοοικονομική κατάσταση του εκδότη και τις προοπτικές του, να προβαίνουν σε δήλωση, υπόσχεση ή πρόβλεψη παραπλανητική, ψευδή ή απατηλή ή να αποκρύπτουν οτιδήποτε ουσιώδες.
(3) Η Επιτροπή δύναται με Οδηγία της να ορίζει, εξειδικεύει ή διευκρινίζει τις υποχρεώσεις των εκδοτών και να καθορίζει τις πληροφορίες τις οποίες πρέπει να δημοσιοποιούν.
12.(1) Σε περίπτωση που ο εκδότης κρίνει ότι η δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών ενδέχεται να παραβλάψει τα έννομα συμφέροντά του, οφείλει να θέσει το θέμα ενώπιον της Επιτροπής η οποία έχει εξουσία, σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, να επιτρέψει την καθυστέρηση δημοσιοποίησης των εν λόγω πληροφοριών, εφόσον-
(α)Ικανοποιηθεί ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών προσκρούει στο δημόσιο συμφέρον ή επάγεται σοβαρή ζημιά για τον εκδότη·
(β)η μη αποκάλυψη τους δεν είναι ικανή να παραπλανήσει το κοινό σε ότι αφορά γεγονότα και περιστάσεις ουσιώδεις για την εκτίμηση των σχετικών τίτλων· και
(γ)ο εκδότης μπορεί να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητά τους.
(2) Για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών ο εκδότης οφείλει:
(α)Να λάβει αποτελεσματικά μέτρα που αποκλείουν την πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές σε πρόσωπα άλλα από εκείνα στα οποία οι εν λόγω πληροφορίες είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους στην οντότητα του εκδότη·
(β)να έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα ΅ε τα οποία εξασφαλίζεται ότι κάθε πρόσωπο που έχει πρόσβαση σε αυτές τις εμπιστευτικές πληροφορίες γνωρίζει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο και είναι ενήμερο για τις κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης τους·
(γ)να λάβει μέτρα που επιτρέπουν την άμεση δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών σε περίπτωση που ο ίδιος δεν έχει κατορθώσει να διασφαλίσει τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα, ΅ε την επιφύλαξη της παραγράφου (δ) του άρθρου 11 και του εδαφίου (1) του άρθρου 16.
(3) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου τα έννομα συμφέροντα αφορούν, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες καταστάσεις:
(α) Διαπραγματεύσεις σε εξέλιξη, ή συναφή στοιχεία, των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να επηρεάσει την έκβαση ή την ομαλή τους ροή. Ειδικότερα, σε περίπτωση σοβαρού και επικείμενου κινδύνου για τη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του εκδότη, που δεν εμπίπτει όμως στο πεδίο εφαρμογής της Εκκαθάρισης κατά τα οριζόμενα στο Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου, η δημοσιοποίηση πληροφοριών μπορεί να καθυστερήσει για περιορισμένο χρονικό διάστημα εφόσον η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να βλάψει σοβαρά τα συμφέροντα των υφιστάμενων και των δυνητικών μετόχων, υπονομεύοντας την ολοκλήρωση ειδικών διαπραγματεύσεων για την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης χρηματοοικονομικής ανάκαμψης του εκδότη·
(β) αποφάσεις που έλαβε ή συμβάσεις που συνήψε το διοικητικό όργανο του εκδότη και οι οποίες, για να τεθούν σε ισχύ, πρέπει να εγκριθούν από άλλο όργανο του εκδότη, αν η διάρθρωση του εν λόγω εκδότη απαιτεί το διαχωρισμό μεταξύ αυτών των οργάνων, εφόσον η δημοσιοποίηση των σχετικών πληροφοριών πριν από την έγκρισή τους, σε συνδυασμό ΅ε την ταυτόχρονη ανακοίνωση του γεγονότος ότι η έγκριση αυτή εξακολουθεί να εκκρεμεί, θα μπορούσε να υπονομεύσει την ορθή εκτίμηση αυτών των πληροφοριών από το κοινό.
13. Η Επιτροπή δύναται με Οδηγία της να ορίζει κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος αφορά τα διοικητικά, διευθυντικά, εποπτικά και ελεγκτικά όργανα, τους λοιπούς υπαλλήλους ενός εκδότη και των προσώπων που έχουν στενό δεσμό με αυτά, σχετικά με συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά μέσα του εκδότη. Τα υπό αναφορά πρόσωπα οφείλουν να συμμορφώνονται με τον εν λόγω κώδικα συμπεριφοράς.
14.Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, όπου αναφέρεται η υποχρέωση δημοσιοποίησης από εκδότες τότε αυτή γίνεται και με τους τρεις ακόλουθους τρόπους:
(α) Με ανακοίνωση στο Χρηματιστήριο το οποίο την καταχωρεί άμεσα στην ιστοσελίδα του και
(β) με ανακοίνωση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και
(γ) με ανακοίνωση στο διαδυκτιακό χώρο του εκδότη, νοουμένου ότι ο εκδότης διατηρεί διαδυκτιακό χώρο:
Νοείται ότι στις περιπτώσεις όπου πληροφορίες προορίζονται να δημοσιευτούν με οποιοδήποτε μέσο μαζικής ενημέρωσης, ο εκδότης οφείλει να τις ανακοινώνει προηγουμένως στο Χρηματιστήριο και στην Επιτροπή, έτσι ώστε η επίσημη ανακοίνωση, ή καταχώρηση στην ιστοσελίδα του Χρηματιστηρίου να γίνει το ταχύτερο δυνατό και να προηγηθεί της δημοσίευσης τους.
15.(1) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 11, 12, 13 και 14 υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων λιρών (Λ.Κ. 200.000) και, σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, ποσό που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 400.000) ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
(2) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε όφελος από την παράβαση αυτή, το οποίο όφελος υπερβαίνει τα ποσά των διοικητικών προστίμων τα οποία καθορίζονται στο εδάφιο (1), ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε από την παράβαση.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η παράβαση του εδαφίου (2) του άρθρου 11 συνιστά ποινικό αδίκημα που σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 50.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(4) (α) Ποινική ευθύνη, για το αδίκημα του εδαφίου (3), που τελείται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών οργάνων του που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος.
(β) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή της παραλήψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
16.(1) Οι εκδότες ή τα πρόσωπα που ενεργούν εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους, οφείλουν να καταρτίζουν κατάλογο των προσώπων που εργάζονται γι' αυτούς, είτε με σύμβαση εργασίας είτε άλλως, και τα οποία έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες και ενημερώνουν τακτικά τον κατάλογο και τον διαβιβάζουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όποτε τους ζητείται από την τελευταία.
(2) Οι εκδότες εξασφαλίζουν ότι οι κατάλογοι κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών περιλαμβάνουν όλα τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες που συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, ΅ε τον εκδότη, είτε σε τακτική είτε σε περιστασιακή βάση.
(3) Οι κατάλογοι κατά τα οριζόμενα στα εδάφια (1) και (2) αναφέρουν τις εξής τουλάχιστον πληροφορίες:
(α)Την ταυτότητα κάθε προσώπου που έχει πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες·
(β)το λόγο για τον οποίο το πρόσωπο αυτό περιλαμβάνεται στον κατάλογο·
(γ)την ημερομηνία κατά την οποία καταρτίστηκε και ενημερώθηκε ο κατάλογος κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών.
(4) Οι κατάλογοι εμπιστευτικών πληροφοριών ενημερώνονται αμέσως:
(α)οποτεδήποτε μεταβάλλεται ο λόγος για τον οποίο ένα πρόσωπο έχει περιληφθεί στον κατάλογο·
(β)οποτεδήποτε πρέπει να προστεθεί νέο πρόσωπο στον κατάλογο·
(γ)αναφέροντας αν και πότε ένα πρόσωπο που περιλαμβάνεται ήδη στον κατάλογο παύει να έχει πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες.
(5) Οι εκδότες εξασφαλίζουν ότι οι κατάλογοι κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών διατηρούνται για τουλάχιστον πέντε έτη μετά την κατάρτισή τους.
(6) Οι εκδότες μεριμνούν, έτσι ώστε κάθε πρόσωπο περιλαμβανόμενο σε κατάλογο που έχει πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες λαμβάνει γνώση των υποχρεώσεων του, οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα Νόμο καθώς και των σχετικών κυρώσεων που τυχόν υποστεί σε περίπτωση παράβασης των εν λόγω υποχρεώσεων του.
17.Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 16 υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων λιρών (Λ.Κ.100.000) και, σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, ποσό που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες λίρες (Λ.Κ.200.000) ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
18.(1) Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα στο πλαίσιο ενός εκδότη χρηματοοικονομικών μέσων, και τα πρόσωπα που έχουν στενό δεσμό ΅ε αυτά, οφείλουν να δημοσιοποιούν κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται για δικό τους λογαριασμό και αφορά χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται από τον ανωτέρω εκδότη, και διαπραγματεύονται σε οργανωμένη αγορά, ή παράγωγα ή άλλα χρηματοοικονομικά μέσα που είναι συνδεδεμένα ΅ε αυτά:
(2) Οι κανόνες δημοσιοποίησης τους οποίους πρέπει να τηρούν τα πρόσωπα αυτά είναι οι κανόνες του κράτους ΅έλους στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα ο εκδότης. Όταν ο εκδότης δεν έχει καταστατική έδρα σε κράτος ΅έλος, η δημοσιοποίηση αυτή πραγματοποιείται προς την αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους ΅έλους, στο οποίο υποχρεούται να υποβάλλει τις ετήσιες πληροφορίες του.
(3) Η δημοσιοποίηση κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει τουλάχιστον:
(α)Το όνομα του προσώπου που διενεργεί τη συναλλαγή·
(β) το λόγο της υποχρέωσης δημοσιοποίησης·
(γ) το όνομα του εκδότη·
(δ) περιγραφή του χρηματοοικονομικού μέσου·
(ε) τη φύση της συναλλαγής όπως απόκτηση ή διάθεση·
(στ)την ημερομηνία και τον τόπο της συναλλαγής·
(ζ) την τιμή και τον όγκο της συναλλαγής.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου «πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα στο πλαίσιο ενός εκδότη» θεωρείται:
(α) Μέλος των διοικητικών, ή διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων του εκδότη·
(β) ανώτερο διευθυντικό στέλεχος, που δεν είναι ΅έλος των οργάνων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και έχει τακτική πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες που συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, ΅ε τον εκδότη, και έχει την εξουσία να λαμβάνει διαχειριστικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη μελλοντική εξέλιξη και την επιχειρησιακή στρατηγική του εκδότη.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου «πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς με πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα στο πλαίσιο ενός εκδότη» θεωρείται το πρόσωπο που καθορίζεται στο Παράρτημα.
(6) Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα στο πλαίσιο ενός εκδότη οφείλουν να καταρτίζουν κατάλογο των προσώπων που έχουν στενούς δεσμούς με αυτούς, ως καθορίζονται στο Παράρτημα, τον οποίον διαβιβάζουν στην Επιτροπή όποτε τους ζητηθεί από την τελευταία.
(7) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή που δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων λιρών (Λ.Κ.200.000) και, σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, ποσό που δεν υπρβαίνει τις τετρακόσιες χιλιάδες λίρες (Λ.Κ.400.000) ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
(8)(α) Μέτοχος που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ποσοστό πέραν του πέντε τοις εκατόν (5%) του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου του εκδότη οφείλει να δημοσιοποιεί τη συναλλαγή που πραγματοποιεί εφόσον, ως αποτέλεσμα της συναλλαγής, το ποσοστό του-
(i) σε περίπτωση απόκτησης, φτάνει ή υπερβαίνει, ή
(ii) σε περίπτωση διάθεσης, φτάνει ή υπολείπεται,
των ορίων του έξι τοις εκατόν (6%), ή του επτά τοις εκατόν (7%), ή του οκτώ τοις εκατόν (8%), ή του εννέα τοις εκατόν (9%), ή του δέκα τοις εκατό (10%) και κάθε ένα τοις εκατόν (100%) του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου του εκδότη:
(β) Για τον καθορισμό της έμμεσης κατοχής που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ισχύουν και εφαρμόζονται οι διατάξεις του Παραρτήματος, τηρουμένων των αναλογιών.
(γ) Η Επιτροπή με Οδηγία της καθορίζει το σχετικό έντυπο ανακοίνωσης.
20.(1) Ως πράξεις χειραγώγησης της αγοράς νοούνται:
(α)Οι συναλλαγές ή οι εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών με τις οποίες δίδονται ή είναι πιθανό ότι θα δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις για την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή χρηματοοικονομικού μέσου, ή με τις οποίες διαμορφώνεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ενεργούν από κοινού, η τιμή ενός ή περισσοτέρων χρηματοοικονομικών μέσων σε μη κανονικό ή σε τεχνητό επίπεδο:
(β)οι συναλλαγές ή οι εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών με τις οποίες χρησιμοποιούνται παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή κάθε άλλη παραπλάνηση ή τέχνασμα·
(γ)η διάδοση πληροφοριών μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, περιλαμβανομένου του διαδικτύου ή κάθε άλλου ηλεκτρονικού μέσου, ή που διαδίδονται με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, οι οποίες δίνουν ή έχουν σκοπό να δώσουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα, περιλαμβανομένης της διάδοσης φημών ή παραπλανητικών ειδήσεων, εάν το πρόσωπο που διέδωσε τις πληροφορίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι πληροφορίες ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές:
(2)Η Επιτροπή, επιπρόσθετα από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, έχει, κατά την απόλυτη της κρίση, την ευχέρεια να αποφασίζει κατά πόσο οποιαδήποτε πράξη συνιστά χειραγώγηση της αγοράς.
21.Η Επιτροπή με Οδηγία της καθορίζει, εξειδικεύει ή διευκρινίζει τις ενδείξεις και τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη της όταν εξετάζει κατά πόσο υπήρξε χειραγώγηση της αγοράς.
22.Η Επιτροπή με Οδηγία της καθορίζει, εξειδικεύει ή διευκρινίζει τις μεθόδους τις οποίες θεωρεί ότι συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς.
23.(1) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του Μέρους ΙV υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που δεν υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων λιρών (Λ.Κ.500.000) και, σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, ποσό που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο λίρες (Λ.Κ.1.000.000) ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
(2) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε όφελος από την παράβαση αυτή, το οποίο όφελος υπερβαίνει τα ποσά των διοικητικών προστίμων τα οποία καθορίζονται στο εδάφιο (1), ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε από την παράβαση.
((3) (α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), παράβαση του Μέρους ΙV συνιστά ποινικό αδίκημα που σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δέκα έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατόν χιλιάδες λίρες (Λ.Κ.100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(β) Πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα που στοιχειοθετείται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο στερείται, αυτόματα, του δικαιώματος να συναλλάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε χρηματοοικονομικά μέσα για διάστημα πέντε ετών από την καταδίκη του, εκτός εάν πρόκειται για την ολοκλήρωση προγενέστερων της καταδίκης του νόμιμων πράξεων.
(γ) Παράβαση των διατάξεων της παραγράφου (β) συνιστά ποινικό αδίκημα που σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(δ) Πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα που στοιχειοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο (γ) στερείται του δικαιώματος να συναλλάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε κινητές αξίες, υπό τις ίδιες όπως και στην παράγραφο (β) προϋποθέσεις, για περαιτέρω διάστημα πέντε ετών από τη νέα αυτή καταδίκη.
(4) (α) Ποινική ευθύνη για το αδίκημα κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) που τελείται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, ή ελεγκτικών οργάνων του που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε, με οποιοδήποτε τρόπο, στην τέλεση του αδικήματος.
(β) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή της παραλήψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
24.(1) Οι διαχειριστές των αγορών (market operators) λαμβάνουν διαρθρωτικά (structural) μέτρα για την πρόληψη και τον εντοπισμό πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς.
(2) Τα κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) μέτρα συμπεριλαμβάνουν απαιτήσεις για τη διαφάνεια των διενεργούμενων συναλλαγών, την πλήρη δημοσιότητα των συμφωνιών για την εξομάλυνση των τιμών, ένα εύλογο σύστημα αντιστοίχησης των εντολών, τη δημιουργία αποτελεσματικού συστήματος για τον εντοπισμό των ασυνήθιστων εντολών, επαρκώς εύρωστα συστήματα καθορισμού τιμών αναφοράς και τη σαφήνεια των κανόνων για την αναστολή των συναλλαγών.
(3) Η Επιτροπή δύναται με Οδηγία της να εξειδικεύει και ή διευκρινίζει τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο.
25.(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου η Επιτροπή, με την επιφύλαξη της συνεργασίας με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές της Δημοκρατίας ή του εξωτερικού, εκδίδει Οδηγία που καθορίζει, εξειδικεύει και ή διευκρινίζει τους παράγοντες που λαμβάνει υπόψη όταν εξετάζει κατά πόσο μπορεί να αποδεχθεί μια συγκεκριμένη πρακτική της αγοράς.
(2) Η Επιτροπή δε θεωρεί ΅η αποδεκτές πρακτικές, και ιδίως νέες ή αναδυόμενες πρακτικές της αγοράς, για το λόγο ΅όνο ότι δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί από αυτήν.
(3) Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά τις πρακτικές της αγοράς που έχει αποδεχθεί, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη σημαντικές μεταβολές του περιβάλλοντος της σχετικής αγοράς, όπως μεταβολές των κανόνων διαπραγμάτευσης ή της υποδομής της αγοράς.
26 .«σύσταση» σημαίνει την έρευνα ή άλλη πληροφορία η οποία συστήνει ή υποδεικνύει, ρητά ή σιωπηρά, μια επενδυτική στρατηγική σχετικά ΅ε ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα ή ΅ε εκδότες χρηματοοικονομικών μέσων, και περιλαμβάνει κάθε γνώμη σχετικά ΅ε την παρούσα ή τη μελλοντική αξία ή τιμή αυτών των μέσων, η οποία προορίζεται για τα κανάλια επικοινωνίας ή για το κοινό:
27.«έρευνα ή άλλη πληροφορία που συστήνει ή υποδεικνύει μια επενδυτική στρατηγική» σημαίνει:
(α) Πληροφορία που παράγεται από ανεξάρτητο αναλυτή, Ε.Π.Ε.Υ., τράπεζα, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του οποίου κύρια δραστηριότητα είναι η παραγωγή συστάσεων, ή φυσικό πρόσωπο που απασχολείται από τα πρόσωπα αυτά ΅ε σύμβαση εργασίας ή ΅ε άλλο τρόπο, και η οποία, άμεσα ή έμμεσα, εκφράζει συγκεκριμένη επενδυτική σύσταση για ένα χρηματοοικονομικό ΅έσο ή έναν εκδότη χρηματοοικονομικών μέσων·
(β) πληροφορία που παράγεται από πρόσωπα άλλα από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο (α), η οποία συστήνει άμεσα συγκεκριμένη επενδυτική απόφαση για ένα χρηματοοικονομικό ΅έσο ή έναν εκδότη χρηματοοικονομικών μέσων.
28.Πρόσωπα που εκπονούν (produce) ή διαδίδουν (disseminate) έρευνες σχετικά ΅ε χρηματοοικονομικά μέσα ή ΅ε εκδότες τέτοιων χρηματοοικονομικών μέσων ή πρόσωπα που παράγουν ή διαδίδουν άλλες πληροφορίες ΅ε τις οποίες συνιστάται (recommending) ή προτείνεται (suggesting) μια επενδυτική στρατηγική ΅ε προορισμό τα κανάλια επικοινωνίας ή το κοινό, εξασφαλίζουν ΅ε τη δέουσα επιμέλεια την ορθή παρουσίαση των πληροφοριών και δημοσιοποιούν τα συμφέροντά τους ή υποδεικνύουν τις συγκρούσεις συμφερόντων που σχετίζονται ΅ε τα χρηματοοικονομικά μέσα που αφορά η πληροφορία.
29.(1) Κάθε σύσταση γνωστοποιεί σαφώς και ευδιάκριτα την ταυτότητα του προσώπου που ευθύνεται για την παραγωγή της, και ιδίως το όνομα και την επαγγελματική ιδιότητα του φυσικού προσώπου που προετοίμασε τη σύσταση και το όνομα του νομικού προσώπου που ευθύνεται για την παραγωγή της.
(2)(α) Αν το υπεύθυνο πρόσωπο είναι Ε.Π.Ε.Υ. ή τράπεζα, απαιτείται η γνωστοποίηση του ονόματος της αρμόδιας εποπτικής αρχής του.
(β) Αν το υπεύθυνο πρόσωπο δεν είναι ούτε Ε.Π.Ε.Υ. ούτε τράπεζα, αλλά υπόκειται σε μηχανισμούς αυτορρύθμισης ή σε κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς, τότε τα πρόσωπα αυτά μεριμνούν ώστε να γίνεται μνεία αυτών των μηχανισμών ή κανόνων.
(3) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται στους δημοσιογράφους που υπόκεινται σε κατάλληλες ισοδύναμες κανονιστικές ρυθμίσεις στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι οι κανονιστικές αυτές ρυθμίσεις επιτυγχάνουν όμοια αποτελέσματα ΅ε εκείνα του εδαφίου (1).
30.(1) Τα υπεύθυνα πρόσωπα μεριμνούν με τη δέουσα επιμέλεια έτσι ώστε:
(α)Τα γεγονότα να διαχωρίζονται σαφώς από τις εκτιμήσεις, τις γνώμες και τα άλλα είδη μη πραγματολογικών (non-factual) πληροφοριών·
(β)όλες οι πηγές να είναι αξιόπιστες και, όταν μια πηγή δεν θεωρείται αξιόπιστη, αυτό να αναφέρεται σαφώς·
(γ)όλες οι προβολές, προβλέψεις και στόχοι τιμών να χαρακτηρίζονται σαφώς ως τέτοιοι και να αναφέρονται οι κυριότερες υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό ή τη χρησιμοποίησή τους·
(δ)ο εύλογος χαρακτήρας κάθε σύστασης να μπορεί να αιτιολογείται αν αυτό ζητηθεί από την Επιτροπή.
(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται στους δημοσιογράφους που υπόκεινται σε κατάλληλες ισοδύναμες κανονιστικές ρυθμίσεις στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι οι κανονιστικές αυτές ρυθμίσεις επιτυγχάνουν όμοια αποτελέσματα ΅ε εκείνα του εδαφίου (1).
31.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 30, αν το υπεύθυνο πρόσωπο είναι ανεξάρτητος αναλυτής, Ε.Π.Ε.Υ., τράπεζα, συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο, άλλο υπεύθυνο πρόσωπο, του οποίου κύρια δραστηριότητα είναι η παραγωγή συστάσεων, ή φυσικό πρόσωπο που απασχολείται από τα πρόσωπα αυτά ΅ε σύμβαση εργασίας ή ΅ε άλλο τρόπο, μεριμνά ΅ε τη δέουσα επιμέλεια έτσι ώστε:
(α)Να αναφέρονται όλες οι ουσιωδώς σχετικές πηγές πληροφοριών, κατά περίπτωση, περιλαμβανομένου του ενδιαφερόμενου εκδότη, καθώς και εάν η σύσταση έχει γνωστοποιηθεί στον εκδότη αυτό και τροποποιηθεί, μετά τη γνωστοποίηση αυτή, πριν από τη διάδοσή της·
(β)κάθε βάση ή μέθοδος για την αποτίμηση ενός χρηματοοικονομικού μέσου ή ενός εκδότη χρηματοοικονομικού μέσου ή για τον καθορισμό στόχου τιμής για ένα χρηματοοικονομικό ΅έσο, να αποτελεί αντικείμενο κατάλληλης συνοπτικής εξήγησης·
(γ)η σημασία κάθε εκδιδόμενης σύστασης, όπως «αγορά», «πώληση» ή «διακράτηση», και ενδεχομένως ο χρονικός ορίζοντας της επένδυσης που αφορά η σύσταση, να εξηγούνται ΅ε κατάλληλο τρόπο, και κάθε κίνδυνος, περιλαμβανομένης της ανάλυσης ευαισθησίας των παραδοχών που λήφθηκαν υπόψη, να αποτελεί αντικείμενο κατάλληλης προειδοποίησης·
(δ)να γίνεται αναφορά στη συχνότητα ΅ε την οποία θα επικαιροποιείται, κατά περίπτωση, η σύσταση και σε κάθε σημαντική μεταβολή στην προηγουμένως αναγγελθείσα πολιτική κάλυψης του σχετικού χρηματοοικονομικού μέσου ή εκδότη·
(ε)να αναφέρεται σαφώς και εμφανώς η ημερομηνία κατά την οποία η σύσταση εκδόθηκε για πρώτη φορά για διανομή, καθώς και η ημερομηνία και η ώρα κάθε αναφερόμενης σε αυτήν τιμής χρηματοοικονομικού μέσου ·
(στ)εάν η σύσταση διαφέρει από μια σύσταση για το ίδιο χρηματοοικονομικό μέσο ή τον ίδιο εκδότη που εκδόθηκε στη διάρκεια των προηγούμενων δώδεκα μηνών, να αναφέρονται σαφώς και ευδιάκριτα η σχετική τροποποίηση και η ημερομηνία της προηγούμενης σύστασης.
(2) Εάν οι απαιτήσεις των παραγράφων (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (1) θα ήταν δυσανάλογες σε σύγκριση ΅ε την έκταση της διαδιδόμενης σύστασης, τότε αρκεί να γίνεται στην ίδια τη σύσταση σαφής και ευδιάκριτη αναφορά στον τόπο στον οποίο το κοινό μπορεί να έχει άμεση και εύκολη πρόσβαση στις απαιτούμενες πληροφορίες, όπως μια απευθείας διαδικτυακή σύνδεση ΅ε την πληροφορία αυτή σε κατάλληλο δικτυακό τόπο του υπεύθυνου προσώπου, υπό τον όρο ότι δεν έγινε καμία μεταβολή στη χρησιμοποιούμενη μέθοδο ή βάση αποτίμησης.
32.(1) Τα υπεύθυνα πρόσωπα γνωστοποιούν όλες τις σχέσεις και περιστάσεις που εύλογα μπορεί να αναμένεται ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αντικειμενικότητα της σύστασης, ιδίως εάν τα υπεύθυνα πρόσωπα έχουν σημαντικό χρηματοοικονομικό συμφέρον σε ένα, ή σε περισσότερα, από τα χρηματοοικονομικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο της σύστασης, ή σημαντική σύγκρουση συμφερόντων που σχετίζονται ΅ε τον εκδότη που αφορά η σύσταση:
(2) Αν το υπεύθυνο πρόσωπο είναι νομικό πρόσωπο, οι πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα ΅ε το εδάφιο (1) περιλαμβάνουν τουλάχιστον:
(α)Κάθε συμφέρον ή σύγκρουση συμφερόντων του υπεύθυνου προσώπου ή οποιουδήποτε συνδεδεμένου νομικού προσώπου που είναι ή μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι είναι προσιτά στα πρόσωπα που συμμετείχαν στην προετοιμασία της σύστασης·
(β)κάθε συμφέρον ή σύγκρουση συμφερόντων του υπεύθυνου προσώπου ή οποιουδήποτε συνδεδεμένου νομικού προσώπου που είναι γνωστά σε πρόσωπα τα οποία, παρόλο που δεν συμμετείχαν στην προετοιμασία της σύστασης, είχαν ή μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι είχαν πρόσβαση στη σύσταση πριν από τη διάδοσή της στους πελάτες ή στο κοινό.
(3) Τα υπεύθυνα πρόσωπα διασφαλίζουν ότι η ίδια η σύσταση περιλαμβάνει τις γνωστοποιήσεις των εδαφίων (1) και (2):
(4) Τα εδάφια (1) και (3) δεν εφαρμόζονται στους δημοσιογράφους που υπόκεινται σε κατάλληλες ισοδύναμες κανονιστικές ρυθμίσεις στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι οι κανονιστικές αυτές ρυθμίσεις επιτυγχάνουν όμοια αποτελέσματα ΅ε εκείνα των εδαφίων (1) έως (3).
33.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32, αν το υπεύθυνο πρόσωπο είναι ανεξάρτητος αναλυτής, Ε.Π.Ε.Υ., τράπεζα, συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο, άλλο υπεύθυνο πρόσωπο του οποίου κύρια δραστηριότητα είναι η παραγωγή συστάσεων, γνωστοποιούν με σαφή και ευδιάκριτο τρόπο σε κάθε τους σύσταση:
(α) Σημαντικές συμμετοχές μεταξύ του υπεύθυνου προσώπου ή οποιουδήποτε συνδεδεμένου ΅ε αυτό νομικού προσώπου, αφενός, και του εκδότη, αφετέρου:
Οι σημαντικές αυτές συμμετοχές περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Όταν συμμετοχές που υπερβαίνουν το 5% του συνόλου του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου του εκδότη κατέχονται από το υπεύθυνο πρόσωπο ή από οποιοδήποτε συνδεδεμένο ΅ε αυτό νομικό πρόσωπο, ή
(ii) όταν συμμετοχές που υπερβαίνουν το 5% του συνόλου του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου του υπεύθυνου προσώπου ή οποιουδήποτε συνδεδεμένου ΅ε αυτό νομικού προσώπου κατέχονται από τον εκδότη:
(β) άλλα σημαντικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα που κατέχει το υπεύθυνο πρόσωπο ή οποιοδήποτε συνδεδεμένο ΅ε αυτό νομικό πρόσωπο και τα οποία σχετίζονται ΅ε τον εκδότη·
(γ) κατά περίπτωση, δήλωση ότι το υπεύθυνο πρόσωπο ή οποιοδήποτε συνδεδεμένο με αυτό νομικό πρόσωπο είναι ειδικός διαπραγματευτής/ρυθμιστής αγοράς ή παρέχει ρευστότητα για χρηματοοικονομικά μέσα του εκδότη·
(δ) κατά περίπτωση, δήλωση ότι το υπεύθυνο πρόσωπο ή οποιοδήποτε συνδεδεμένο ΅ε αυτό νομικό πρόσωπο ήταν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δώδεκα μηνών σύμβουλος έκδοσης ή ανάδοχος δημόσιας προσφοράς χρηματοοικονομικών μέσων του εκδότη·
(ε) κατά περίπτωση, δήλωση ότι το υπεύθυνο πρόσωπο ή οποιοδήποτε συνδεδεμένο ΅ε αυτό νομικό πρόσωπο είναι μέρος οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας ΅ε τον εκδότη σχετιζόμενης ΅ε την παροχή υπηρεσιών επενδυτικής τραπεζικής (investment banking services), υπό τον όρο ότι αυτό δεν συνεπάγεται τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών εμπορικών πληροφοριών και ότι η συμφωνία ήταν σε ισχύ στη διάρκεια των προηγούμενων δώδεκα μηνών ή οδήγησε στην περίοδο αυτή στην καταβολή ή σε υπόσχεση καταβολής αμοιβής·
(στ) κατά περίπτωση, δήλωση ότι το υπεύθυνο πρόσωπο ή οποιοδήποτε συνδεδεμένο ΅ε αυτό νομικό πρόσωπο είναι μέρος συμφωνίας ΅ε τον εκδότη σχετιζόμενης ΅ε την παραγωγή της σύστασης.
(2) Ε.Π.Ε.Υ. ή τράπεζα γνωστοποιεί σε γενικούς όρους, των πραγματικών οργανωτικών και διοικητικών διαρθρώσεων που έχουν θεσπιστεί στο εσωτερικό της για την πρόληψη και αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων που σχετίζονται ΅ε συστάσεις, περιλαμβανομένων των στεγανών στη ροή των πληροφοριών.
(3) Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που απασχολούνται σε Ε.Π.Ε.Υ. ή σε τράπεζα, ΅ε σύμβαση εργασίας ή ΅ε άλλο τρόπο, και τα οποία συμμετέχουν στην προετοιμασία της σύστασης, δεσμεύονται με την απαίτηση της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 32 η οποία περιλαμβάνει ιδίως γνωστοποίηση εάν η αμοιβή αυτών των φυσικών προσώπων συνδέεται ΅ε πράξεις επενδυτικής τραπεζικής που πραγματοποιεί η Ε.Π.Ε.Υ. ή η τράπεζα ή οποιοδήποτε συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο:
(4) Ε.Π.Ε.Υ. ή τράπεζα γνωστοποιεί σε τριμηνιαία βάση, την αναλογία των συστάσεων για «αγορά», «διακράτηση», «πώληση», ή ισοδύναμους όρους, στο σύνολο των συστάσεών της, καθώς και την αναλογία των αντιστοιχούντων σε κάθε ΅ία από τις κατηγορίες αυτές εκδοτών στους οποίους η Ε.Π.Ε.Υ. ή η τράπεζα παρείχε υπηρεσίες επενδυτικής τραπεζικής στη διάρκεια των προηγούμενων δώδεκα μηνών.
(5) Η ίδια η σύσταση περιλαμβάνει τις γνωστοποιήσεις που απαιτούνται σύμφωνα ΅ε τα εδάφια (1) έως (4):
34.Η Επιτροπή δύναται με Οδηγία της να προσαρμόσει και εξειδικεύσει ή διευκρινίσει τις απαιτήσεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 29, του εδαφίου (1) του άρθρου 30, του εδαφίου (2) του άρθρου 31, του εδαφίου (1) του άρθρου 32 και του εδαφίου (1) του άρθρου 33 για τις περιπτώσεις όπου γίνονται προφορικές συστάσεις:
35.Σε περίπτωση κατά την οποία ένα υπεύθυνο πρόσωπο διαδίδει ΅ε δική του ευθύνη σύσταση που παράγεται από τρίτο, η σύσταση αναφέρει σαφώς και εμφανώς την ταυτότητα αυτού του υπεύθυνου πρόσωπου.
36.(1) (α) Το υπεύθυνο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, πρόσωπο μεριμνά ότι κάθε φορά που μια σύσταση που παράγεται από τρίτο τροποποιεί ουσιωδώς στη διαδιδόμενη πληροφορία, η πληροφορία αυτή αναφέρει σαφώς και λεπτομερώς την ουσιώδη τροποποίηση.
(β) Το υπεύθυνο πρόσωπο μεριμνά ότι κάθε φορά που η ουσιώδης τροποποίηση συνίσταται στην αλλαγή της οδηγίας που δίνει η σύσταση όπως αλλαγή μιας σύστασης για «αγορά» σε σύσταση για «διακράτηση» ή για «πώληση», ή αντίστροφα, το πρόσωπο που διαδίδει τη σύσταση συμμορφώνεται, ως προς την ουσιώδη αυτή τροποποίηση, ΅ε τις απαιτήσεις που επιβάλλουν στους παραγωγούς στο Μέρος VI.
(2) Τα υπεύθυνα νομικά πρόσωπα τα οποία, είτε τα ίδια είτε ΅έσω φυσικών προσώπων, διαδίδουν μια ουσιωδώς τροποποιημένη σύσταση, οφείλουν να διαθέτουν επίσημη και γραπτώς διατυπωμένη πολιτική που επιτρέπει να γνωστοποιείται, στους αποδέκτες της πληροφορίας αυτής, ο τόπος στον οποίο μπορούν να βρουν την ταυτότητα του παραγωγού της σύστασης, την ίδια τη σύσταση και τη γνωστοποίηση των συμφερόντων ή συγκρούσεων συμφερόντων του παραγωγού της σύστασης, υπό τον όρο ότι τα στοιχεία αυτά είναι διαθέσιμα στο κοινό.
(3) Τα εδάφια (1) και (2) δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες που δημοσιεύονται σχετικά ΅ε συστάσεις παραγόμενες από τρίτο, εφόσον δεν τροποποιείται ουσιωδώς το περιεχόμενο της σύστασης.
(4) Σε περίπτωση διάδοσης περίληψης σύστασης παραγόμενης από τρίτο, το υπεύθυνο πρόσωπο που διαδίδει την περίληψη μεριμνά έτσι ώστε η περίληψη να είναι σαφής και ΅η παραπλανητική, αναφέροντας το έγγραφο που αποτελεί την πηγή της περίληψης και διευκρινίζοντας εάν οι σχετικές ΅ε το έγγραφο αυτό γνωστοποιήσεις είναι άμεσα και εύκολα προσιτές στο κοινό, εφόσον είναι διαθέσιμες στο κοινό.
37.Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 35 και 36, σε περίπτωση κατά την οποία το υπεύθυνο πρόσωπο που διαδίδει σύσταση που παράγεται από τρίτο είναι Ε.Π.Ε.Υ. ή τράπεζα ή φυσικό πρόσωπο που απασχολείται από τα πρόσωπα αυτά ΅ε σύμβαση εργασίας ή ΅ε άλλο τρόπο, οφείλει:
(α) Να αναφέρει σαφώς και ευδιάκριτα το όνομα της αρμόδιας αρχής της Ε.Π.Ε.Υ. ή της τράπεζας·
(β) να τηρούνται από το πρόσωπο που διαδίδει τη σύσταση οι απαιτήσεις που επιβάλλει στους παραγωγούς το άρθρο 33, αν ο παραγωγός της σύστασης δεν την έχει ήδη διαδώσει ΅έσω ενός καναλιού επικοινωνίας·
(γ) να τηρούνται οι απαιτήσεις που επιβάλλουν στους παραγωγούς τα άρθρα 29 μέχρι και 33, αν η Ε.Π.Ε.Υ. ή η τράπεζα έχει τροποποιήσει ουσιωδώς τη σύσταση.
38.Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του Μέρους VΙ υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ποσού που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες λίρες (Λ.Κ.300.000) και, σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, ποσού που δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες λίρες (Λ.Κ.600.000) ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
40. Κάθε πρόσωπο που πραγματοποιεί κατ' επάγγελμα συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά μέσα οφείλει να ειδοποιεί το ταχύτερο δυνατόν την Επιτροπή όταν ευλόγως υποπτεύεται ότι οι συναλλαγές, ή οι εντολές διενέργειας συναλλαγών, στοιχειοθετούν χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών ή χειραγώγηση της αγοράς.
41.(1) Τα πρόσωπα που πραγματοποιούν κατ επάγγελμα συναλλαγές αποφασίζουν κατά περίπτωση εάν μια συναλλαγή, ή εντολή διενέργειας συναλλαγής, μπορεί εύλογα να προκαλέσει υποψίες ότι συνιστά πράξη εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών ή πράξη χειραγώγησης της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που συνιστούν τις πράξεις κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών ή χειραγώγησης αγοράς, ως αναφέρονται στον παρόντα Νόμο, όσον αφορά τον ορισμό και τη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και τον ορισμό των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς, ως αναφέρονται στον παρόντα Νόμο.
(2) Σε περίπτωση που οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται, στην Επιτροπή, για ύποπτες συναλλαγές, ή εντολές για διενέργεια συναλλαγών, κατά τα οριζόμενα στο παρόν Μέρος, αφορούν άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, η Επιτροπή οφείλει να τις διαβιβάζει αμέσως στις εν λόγω αρχές.
(3) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) αφού λάβουν γνώση γεγονότος ή πληροφορίας που καθιστά τη σχετική συναλλαγή, ή εντολή διενέργειας συναλλαγής, ευλόγως ύποπτη, προβαίνουν χωρίς καθυστέρηση στη γνωστοποίηση της.
42.(1) Τα πρόσωπα που υπόκεινται σε υποχρέωση γνωστοποίησης δυνάμει των άρθρων 40 και 41 διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α)Περιγραφή των συναλλαγών, ή των εντολών για διενέργεια συναλλαγών, περιλαμβανομένου του είδους της εντολής όπως εντολή με όριο, εντολή στην τρέχουσα τιμή ή άλλα χαρακτηριστικά της εντολής και του τρόπου διαπραγμάτευσης όπως για παράδειγμα, συναλλαγή σε πακέτο·
(β)τους λόγους για τους οποίους υπάρχει υποψία ότι οι συναλλαγές, ή οι εντολές για διενέργεια συναλλαγών, ενδέχεται να συνιστούν κατάχρηση αγοράς·
(γ)τους τρόπους εντοπισμού των προσώπων για λογαριασμό των οποίων πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές, ή δόθηκαν οι εντολές για διενέργεια συναλλαγών, και άλλων προσώπων που συμμετείχαν στις συναλλαγές, ή εντολές, αυτές·
(δ)την ιδιότητα, βάσει της οποίας ενεργεί το πρόσωπο που υπόκειται σε υποχρέωση γνωστοποίησης, δηλαδή είτε για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων·
(ε)κάθε άλλη πληροφορία που δυνατόν να είναι σημαντική για την εξέταση των ύποπτων συναλλαγών, η των εντολών διενέργειας συναλλαγών.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι πληροφορίες αυτές δεν είναι διαθέσιμες κατά το χρόνο της γνωστοποίησης, η γνωστοποίηση περιλαμβάνει τουλάχιστον τους λόγους για τους οποίους τα πρόσωπα που προβαίνουν στη γνωστοποίηση έχουν την υποψία ότι οι συναλλαγές, ή οι εντολές για διενέργεια συναλλαγών, μπορεί να θεωρηθούν ότι συνιστούν πράξη εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών ή χειραγώγησης αγοράς:
43.Η οποιαδήποτε γνωστοποίηση στην Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου μπορεί να γίνει ΅ε επιστολή, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τηλεομοιοτυπία ή τηλεφωνικά, ΅ε την επιφύλαξη ότι στην τελευταία περίπτωση παρέχεται γραπτή επιβεβαίωση εφόσον ζητηθεί από την Επιτροπή.
44.(1) Τα πρόσωπα που προβαίνουν σε γνωστοποίηση στην Επιτροπή, σύμφωνα ΅ε τα άρθρα 41, 42 και 43, δεν ενημερώνουν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, και ιδίως τα πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές, ή δόθηκαν οι εντολές διενέργειας συναλλαγών, ή τρίτα μέρη που συνδέονται ΅ε τα πρόσωπα αυτά, σχετικά ΅ε τη γνωστοποίηση, παρά ΅όνο δυνάμει διατάξεων που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο:
(2) Η Επιτροπή, δεν αποκαλύπτει σε οποιοδήποτε πρόσωπο την ταυτότητα του προσώπου που γνωστοποίησε τις συναλλαγές, ή τις εντολές, αυτές, εάν η αποκάλυψη θα ήταν πιθανό να βλάψει το πρόσωπο που προέβη στη γνωστοποίηση των συναλλαγών.
45. Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις Μέρους VIΙ υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ποσού που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες λίρες (Λ.Κ.300.000) και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ποσού που δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες λίρες (Λ.Κ.600.000) ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
46.(1) Τα διοικητικά πρόστιμα, που επιβάλλονται κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, λογίζονται ως έσοδα του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας.
(2) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής διοικητικών προστίμων, λαμβάνονται δικαστικά μέτρα προς είσπραξη τους ως προνοείται από τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμο.
48.(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είναι η αρμόδια αρχή υπεύθυνη για να εξασφαλίζει την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών, καθώς και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και ασκεί τις εξουσίες της:
α) ’μεσα, ή
β) σε συνεργασία ΅ε άλλες αρχές ή όργανα ή σώματα ή συνδέσμους ή ΅ε διαχειριστές της αγοράς, ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, ή
γ) υπό την ευθύνη της, ΅ε μεταβίβαση/εκχώρηση εξουσιών στις αρχές αυτές ή όργανα ή σώματα ή συνδέσμους ή στους διαχειριστές των αγορών, ή σε οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, ή
δ) υπό την ευθύνη της, ΅ε μεταβίβαση/εκχώρηση εξουσιών στο Πρόεδρο ή και τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής, εκτός όπου ρητά απαγορεύεται από τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο ή
ε) ΅ε αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
(2) Η Επιτροπή δύναται, να διαβουλεύεται με τους συμμετέχοντες στην αγορά όσον αφορά πιθανές αλλαγές στον παρόντα Νόμο ή και για οποιαδήποτε άλλα θέματα.
(3) Η Επιτροπή, επιλαμβάνεται διοικητικών παραβάσεων είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν καταγγελίας που υποβάλλεται σε αυτή.
(4) Οι διατάξεις του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου, που έχουν ως αντικείμενο την εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής, την εξουσία της να συλλέγει πληροφορίες, να διενεργεί έρευνες και ελέγχους, να επιβάλλει κυρώσεις, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων όπου αυτές προνοούνται στον παρόντα Νόμο αναφορικά με την επιβολή κυρώσεων και γενικά όλες τις αρμοδιότητες, εξουσίες, ευθύνες και καθήκοντα της, δυνάμει του πιο πάνω Νόμου τηρουμένων των αναλογιών, ισχύουν για σκοπούς εφαρμογής και εποπτείας του παρόντος Νόμου.
Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου η Επιτροπή έχει, μεταξύ άλλων, την εξουσία:
α) Ανεξάρτητα και επιπρόσθετα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση που διαπιστώνεται παράβαση του παρόντος Νόμου από νομικό πρόσωπο, να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι του ανώτατου ποσού που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο αναφορικά με την εν λόγω παράβαση, και στους διοικητικούς συμβούλους, διευθυντές, αξιωματούχους ή τους διαχειριστές επενδύσεων του νομικού τούτου προσώπου εκτός εάν αποδείξουν ότι η παράβαση δεν οφειλόταν σε δική τους υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια·
β) να απαιτεί υπάρχοντα στοιχεία για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων·
γ) να απαιτεί τη διακοπή μιας πρακτικής αντίθετης προς τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί προς εφαρμογή του παρόντος Νόμου·
δ) να αναστέλλει τη διαπραγμάτευση των σχετικών χρηματοοικονομικών μέσων·
ε) να ζητά τη δέσμευση ή και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων·
στ) να ζητά προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας.
(5) Οι διατάξεις του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου που έχουν ως αντικείμενο την άρση του απορρήτου έναντι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από τα εποπτευόμενα και ελεγχόμενα απ αυτή πρόσωπα και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, καθώς και την υποχρέωση εχεμύθειας και την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από την Επιτροπή, ισχύουν και ως προς την άσκηση από την Επιτροπή των εποπτικών αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου.
49.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου η Επιτροπή δύναται να:
(α) Κοινοποιεί το συντομότερο δυνατό, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών τις οποιεσδήποτε Οδηγίες εκδίδει, δυνάμει της εξουσίας που της παρέχει το άρθρο 25, αναφορικά με τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, καθώς και τις εκάστοτε τροποποιήσεις τους:
(β) ζητά την γνώμη άλλων αρμόδιων εποπτικών αρχών της αλλοδαπής αναφορικά με το τι αποτελεί αποδεχτή πρακτική της αγοράς, ιδίως εάν υπάρχουν συγκρίσιμες αγορές, όσον αφορά πτυχές όπως η διάρθρωση, ο όγκος ή το είδος των συναλλαγών·
(γ) κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνονται, δυνάμει του παρόντος Νόμου, για να εξασφαλίζεται ότι τα πρόσωπα που εκπονούν ή διαδίδουν έρευνες σχετικά ΅ε χρηματοοικονομικά μέσα ή ΅ε εκδότες τέτοιων χρηματοοικονομικών μέσων ή τα πρόσωπα που παράγουν ή διαδίδουν άλλες πληροφορίες ΅ε τις οποίες συνιστάται ή προτείνεται μια επενδυτική στρατηγική ΅ε προορισμό τους διαύλους επικοινωνίας ή το κοινό, πράττουν τούτο ΅ε τη δέουσα επιμέλεια την ορθή παρουσίαση των πληροφοριών και δημοσιοποιούν τα συμφέροντά τους ή υποδεικνύουν τις συγκρούσεις συμφερόντων που σχετίζονται ΅ε τα χρηματοοικονομικά μέσα που αφορά η πληροφορία.
49Α.-(1) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής και άλλους οργανισμούς και να ανταλλάσσει με αυτούς τις αναγκαίες, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες ή να προβαίνει στην εκ μέρους τους, και για λογαριασμό τους, συλλογή πληροφοριών ή διεξαγωγή ερευνών.
(2) Οι ανταλλασσόμενες κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου πληροφορίες ή και στοιχεία είναι εμπιστευτικής φύσεως και καλύπτονται από τις εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, οι οποίες καθορίζονται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμο.
(3) Η Επιτροπή δύναται να κοινοποιεί σε αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής και σε οργανισμούς τις αναγκαίες, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες ή τα στοιχεία που προέκυψαν από τη συλλογή πληροφοριών ή τη διεξαγωγή ερευνών που διενεργήθηκε εκ μέρους τους, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (2) για τις εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.
(4) Η Επιτροπή έχει εξουσία να συλλέγει πληροφορίες, να διενεργεί έρευνες και γενικά να παρέχει οποιαδήποτε βοήθεια και να ασκεί τις εξουσίες που της παρέχει ο παρών Νόμος και ο περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμος, μετά από αίτημα αρμόδιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής ή άλλου οργανισμού.
(5) Η Επιτροπή δύναται να διερευνά ενδεχόμενη παράβαση οποιασδήποτε ισχύουσας στο εξωτερικό νομοθεσίας εκ μέρους αρμόδιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής ή οργανισμού έστω και αν ή υπό διερεύνηση παράβαση δεν συνιστά παράβαση του παρόντος Νόμου.
(6) Η Επιτροπή δύναται να αρνηθεί να απαντήσει σε αίτηση παροχής πληροφοριών αρμόδιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής ή οργανισμού ή να αρνηθεί να διενεργήσει έρευνα που ζητείται από άλλη αρμόδια εποπτική αρχή της αλλοδαπής ή οργανισμού, όταν:
(α) Η ανακοίνωση των πληροφοριών ή η έρευνα, ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας,
(β) έχουν ήδη ληφθεί νομικά μέτρα για τα ίδια πραγματικά γεγονότα κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των δικαστηρίων ή άλλων αρχών της Δημοκρατίας, ή
(γ) για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (β) έχει ήδη εκδοθεί στην Δημοκρατία απόφαση δικαστηρίου με το ίδιο αντικείμενο που στηρίζεται στην ίδια πραγματική και νομική βάση.
(7) Στην περίπτωση των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (6), η Επιτροπή ενημερώνει την αιτούσα αρμόδια αρχή ή τον οργανισμό για την εν λόγω δικαστική διαδικασία ή απόφαση παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.
(8) Ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, η Επιτροπή δύναται να ασκεί την εξουσία που της χορηγεί -
(α) το ’ρθρο 16, παράγραφος 2, εδάφιο τέταρτο, της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ, και
(β) το ’ρθρο 16, παράγραφος 4, εδάφιο πέμπτο, της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ.
49Β.-(1) Η Επιτροπή συνεργάζεται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 1095/2010.
(2) Η Επιτροπή παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες στην τελευταία για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το ’ρθρο 35 του Κανονισμού 1095/2010.
(3) Η Επιτροπή παρέχει κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες για όλες τις διοικητικές κυρώσεις και τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις του παρόντος Νόμου. Οσάκις η Επιτροπή δημοσιοποιεί την επιβολή τέτοιας διοικητικής ή ποινικής κύρωσης, το αναφέρει παράλληλα στην ΕΑΚΑΑ.
(4) Σε περίπτωση που η δημοσιοποιημένη διοικητική ή ποινική κύρωση αφορά Ε.Π.Ε.Υ., η ΕΑΚΑΑ προσθέτει μνεία για το γεγονός αυτό στο δημόσιο μητρώο που τηρείται δυνάμει του άρθρου 7 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου.
50.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που προνοούν για την έκδοση Οδηγιών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει εξουσία να εκδίδει Οδηγίες για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος στον παρόντα Νόμο, το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Η εφαρμογή Οδηγιών που εκδίδονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δυνάμει του παρόντος Νόμου, από πρόσωπα στα οποία αυτές απευθύνονται, είναι υποχρεωτική και παράβαση εφαρμογής οποιασδήποτε από αυτές συνιστά παράβαση του άρθρου δυνάμει του οποίου, ή αναφορικά με το οποίο, εκδίδεται η Οδηγία.
51. Ο περί Κατοχής, Χρήσης και Ανακοίνωσης Προνομιακών Εμπιστευτικών Πληροφοριών, περί της Εποπτικής Αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και περί άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμος και οι Κανονισμοί οι οποίοι εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, δια του παρόντος Νόμου καταργούνται και αντικαθίστανται με τον παρόντα Νόμο.
(’ρθρο 18)
Πρόσωπο που έχει στενό δεσμό με πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα στο πλαίσιο ενός εκδότη σημαίνει οποιοδήποτε από τους ακόλουθους:
1. τον ή την σύζυγο του προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα στο πλαίσιο ενός εκδότη ή την ή τον σύντροφο του προσώπου αυτού που κατά το κυπριακό δίκαιο εξομοιώνεται με τον ή την σύζυγο·
2. τα κατά το κυπριακό δίκαιο εξαρτώμενα τέκνα του προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα·
3. λοιπούς συγγενείς του προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα, οι οποίοι είναι μέλη του νοικοκυριού του προσώπου αυτού για ένα τουλάχιστον έτος κατά την ημερομηνία της σχετικής συναλλαγής·
4. κάθε νομικό πρόσωπο, καταπίστευμα (trust) ή προσωπική εταιρεία (partnership)-
(α) τα διευθυντικά καθήκοντα του οποίου/της οποίας ασκούνται από πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή από πρόσωπο που αναφέρεται στις παραγράφους 1 έως 3, ή
(β) το οποίο/η οποία ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από πρόσωπο που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α), ή
(γ) το οποίο/η οποία έχει συσταθεί προς όφελος προσώπου που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α), ή
(δ) του οποίου/της οποίας τα οικονομικά συμφέροντα είναι ουσιαστικώς ισοδύναμα με εκείνα προσώπου που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α).
13. Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 102(Ι)/2016], ο περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμος και οι οδηγίες της Επιτροπής οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, καταργούνται.
14.-(1) Αποφάσεις της Επιτροπής, οι οποίες νόμιμα λήφθησαν δυνάμει των διατάξεων του καταργηθέντα [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 116(Ι)/2005], σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13, νόμου συνεχίζουν να ισχύουν.
(2) Διοικητικές ποινές που επιβλήθηκαν δυνάμει του καταργηθέντα νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 116(Ι)/2005] εξακολουθούν να ισχύουν ως εάν να είχαν επιβληθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 102(Ι)/2016].