11.-(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία, την οποία ασκεί κατά τα λοιπά εδάφια του παρόντος άρθρου, να απαγορεύσει τον απόπλου των επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων, επί των οποίων έχει εφαρμογή ο παρών Νόμος, εάν δεν τηρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 7(1), 7(2), 8(1), 8(2), 9(1), 10(4), καθώς και των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενων κανονισμών.
(2) Εφόσον η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων που καθορίζονται στο εδάφιο (1), προβαίνει σε βεβαίωση της παράβασης, συντάσσει σχετική έκθεση, καλεί τον πλοίαρχο σε απολογία και δύναται να απαγορεύσει τον απόπλου του επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου, μέχρις ότου βεβαιωθεί ότι έχει αποκατασταθεί η αιτία της μη συμμόρφωσής του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, καταβληθεί οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο ήθελε επιβληθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12.
(3) Τα συνεπαγόμενα έξοδα επιθεώρησης του επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου για βεβαίωση της αποκατάστασης της παράβασης βαρύνουν το επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο και καταβάλλονται πριν από την άρση της απαγόρευσης απόπλου.
(4) Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (1), πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή η καθυστέρηση επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου.
(5)(α) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, ο έχων την εκμετάλλευση του επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου δικαιούται αποζημίωση βάσει του Άρθρου 172 του Συντάγματος για τυχόν απώλειες ή ζημιά που έχει υποστεί.
(β) Σε περίπτωση που προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου, ο οποίος προβάλλει τον ισχυρισμό.