27. –(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου τα ωφελήματα, τα οποία καταβάλλονται από Ταμείο καθορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του.
(2) Ωφελήματα από Ταμείο δύνανται να καταβάλλονται μόνο σε μέλος του Ταμείου αυτού ή τους νόμιμους κληρονόμους του μέλους-
(α) σε περίπτωση αφυπηρέτησης, ήτοι όταν το μέλος υπερβεί την καθοριζόμενη από τους κανόνες λειτουργίας ηλικία,
(β) σε περίπτωση, κατά την οποία το μέλος κατέστη μόνιμα ανίκανο για εργασία,
(γ) σε περίπτωση θανάτου του μέλους,
(δ) σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης του μέλους ή
(ε) σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου:
Νοείται ότι, όταν πρόκειται για μέλος Ταμείου, το οποίο λειτουργεί για μισθωτούς πέραν του ενός εργοδότη, τερματισμός της απασχολήσεως του μέλους αυτού δεν παρέχει δικαίωμα σε ωφέλημα δυνάμει της παραγράφου (δ), εφ’ όσον εντός έξι μηνών από τον τερματισμό της απασχόλησης του μέλους απασχοληθεί από άλλο εκ των εν λόγω εργοδοτών.
(3) Κάθε εκχώρηση ή επιβάρυνση ωφελήματος από Ταμείο, καθώς και κάθε συμφωνία για εκχώρηση ή επιβάρυνση, του, είναι άκυρη και σε περίπτωση πτώχευσης προσώπου το οποίο δικαιούται ωφέλημα, το ωφέλημα αυτό δεν περιέρχεται στο σύνδικο της πτώχευσης ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό των πιστωτών του προσώπου που πτώχευσε.
(4) Ωφέλημα από Ταμείο δεν υπόκειται σε κατάσχεση με βάση τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο:
Νοείται ότι, οι διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που μέλος του Ταμείου συνάπτει δάνειο με το ίδιο το Ταμείο του οποίου είναι μέλος.