Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο:
«Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2003 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμος του 2006.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει δημόσιο υπάλληλο που υπηρετεί στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων τον οποίο ο Υπουργός ορίζει ως Αρμόδια Αρχή για σκοπούς του παρόντος νόμου.
«βιομετρικοί κίνδυνοι» σημαίνει τους κινδύνους που συνδέονται με θάνατο, ανικανότητα και μακροζωία·
«Διαχειριστική Επιτροπή» σημαίνει την επιτροπή, η οποία έχει την ευθύνη διαχείρισης του Ταμείου σύμφωνα με τους κανόνες λειτουργίας του, που περιέχονται είτε σε νομοθεσία, είτε σε ιδρυτικό έγγραφο ή καταστατικό·
«δικαιούχος» σημαίνει το άτομο που εισπράττει συνταξιοδοτική παροχή·
«Έγγραφο Εγκαθίδρυσης» σημαίνει τη νομοθεσία, σύμβαση, συμφωνία, έγγραφο καταπιστεύματος, καταστατικό, κανόνες λειτουργίας, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει των οποίων έχει ιδρυθεί και λειτουργεί το Ταμείο·
«Ελεγκτής» σημαίνει ελεγκτή κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·
«κράτος μέλος» σημαίνει το κράτος που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης ή / και συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο, η οποία υπογράφτηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·
«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος, στο οποίο Ταμείο Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών έχει την έδρα του και το κύριο διοικητικό του γραφείο ή, εφόσον δεν έχει έδρα, το κύριο διοικητικό του γραφείο·
«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, του οποίου η κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τις συνταξιοδοτικές παροχές διέπει τις σχέσεις μεταξύ χρηματοδοτούσας επιχείρησης και μελών·
«μέλη» σημαίνει τα άτομα, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες στοιχειοθετούν ή πρόκειται να στοιχειοθετήσουν δικαίωμα σε συνταξιοδοτικές παροχές, σύμφωνα με τις πρόνοιες συνταξιοδοτικού σχεδίου·
«μητρώο» σημαίνει το μητρώο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4, το οποίο τηρείται από την Αρμόδια Αρχή και, στο οποίο είναι καταχωρημένο κάθε Ταμείο Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών·
«μισθωτός» σημαίνει μισθωτό κατά την έννοια του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980·
«Οδηγίες» σημαίνει τις κανονιστικού περιεχομένου Οδηγίες που εκδίδονται από την Αρμόδια Αρχή και που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
«Οδηγία 85/611/ΕΟΚ» σημαίνει την Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ης Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όπως εκάστοτε τροποποιείται·
«Οδηγία 93/22/ΕΟΚ» σημαίνει την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών όπως εκάστοτε τροποποιείται·
«Οδηγία 2000/12/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ης Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων όπως εκάστοτε τροποποιείται·
«Οδηγία 2002/83/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής·
«συνταξιοδοτικές παροχές» σημαίνει τις παροχές που καταβάλλονται, υπό μορφή πληρωμών, είτε εφ’ όρου ζωής, είτε για προσωρινό χρονικό διάστημα, ή ως εφάπαξ ποσό, με γνώμονα ή αναμένοντας τη συνταξιοδότηση ή, εφόσον είναι συμπληρωματικές των εν λόγω συνταξιοδοτικών παροχών και παρέχονται επικουρικά, υπό μορφή πληρωμών σε περίπτωση θανάτου, αναπηρίας ή τερματισμού της απασχόλησης, ή υπό μορφή καταβολής ενισχύσεων ή παροχής υπηρεσιών σε περίπτωση ασθενείας, ένδειας ή θανάτου·
«συνταξιοδοτικό σχέδιο» σημαίνει σχέδιο που λειτουργεί με βάση νομοθεσία, σύμβαση, συμφωνία, έγγραφο καταπιστεύματος ή τους κανόνες, βάσει των οποίων καθορίζεται ποιες συνταξιοδοτικές παροχές χορηγούνται και υπό ποιους όρους·
«Ταμείο κράτους μέλους» σημαίνει Ταμείο με έδρα κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία·
«Ταμείο Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών» ή, κατά ταυτόσημη έννοια, «Ταμείο», σημαίνει το Ταμείο, το οποίο λειτουργεί, ανεξαρτήτως της νομικής του μορφής, σε κεφαλαιοποιητική βάση και ιδρύεται στη Δημοκρατία ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή επαγγελματική ένωση, με στόχο να χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, με βάση είτε νομοθεσία, είτε συμφωνία ή σύμβαση, που έχει συναφθεί-
(α) μεμονωμένα ή συλλογικά μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ή των αντιστοίχων εκπροσώπων τους, ή
(β) με ελεύθερους επαγγελματίες, κατά την ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία, και το οποίο αναπτύσσει δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα με τον ανωτέρω στόχο·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλισεων·
«χρηματοδοτούσα επιχείρηση» σημαίνει οποιαδήποτε επιχείρηση ή άλλο φορέα, ανεξαρτήτως του εάν περιλαμβάνει ή απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, τα οποία ενεργούν υπό την ιδιότητα του εργοδότη ή του ελεύθερου επαγγελματία ή οποιουδήποτε συνδυασμού αυτών και που καταβάλλει εισφορές σε Ταμείο·
3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στα Ταμεία.
(2) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται-
(α) σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία εμπίπτουν στον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας και στον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71·
(β) σε ιδρύματα που εμπίπτουν στους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 έως 2005, στον περί του Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο του 2004, στους περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμους του 2002 έως 2005, στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 έως 2005 και στους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους του 1985 έως 2005·
(γ) σε συνταξιοδοτικά σχέδια ή Ταμεία, τα οποία λειτουργούν σε διανεμητική βάση·
(δ) σε Ταμεία, των οποίων το καταστατικό προβλέπει ότι οι υπάλληλοι των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων δεν έχουν εκ του νόμου δικαιώματα στα ωφελήματα και όπου η χρηματοδοτούσα επιχείρηση μπορεί να αποδεσμεύσει οποιαδήποτε στιγμή τα στοιχεία του ενεργητικού και να μην ανταποκριθεί κατ’ ανάγκη στις υποχρεώσεις της προς καταβολή των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων:
Νοείται ότι, τα εν λόγω Ταμεία γνωστοποιούν μέσω της επίδειξης του Εγγράφου Εγκαθίδρυσης τους στην Αρμόδια Αρχή, την ανωτέρω κατάσταση, έτσι ώστε να μην υπαχθούν στον παρόντα Νόμο.
(ε) στις επιχειρήσεις, οι οποίες για την καταβολή των συντάξεων στους υπαλλήλους τους, προσφεύγουν στη σύσταση αποθεματικών στον ισολογισμό:
Νοείται ότι, οι εν λόγω επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην Αρμόδια Αρχή, εντός τριμήνου από τη σύσταση των αποθεματικών, την κατάσταση αυτή, προκειμένου να μην υπαχθούν στις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.
(3)(α) Τα άρθρα 4 έως 29 και 31 έως 36 εφαρμόζονται στις δραστηριότητες παροχής επαγγελματικών συντάξεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν τον Κλάδο Ζωής και που διέπονται από τους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 έως 2005.
(β) ο διαχωρισμός, η διαχείριση και η οργάνωση όλων των στοιχείων του ενεργητικού και των υποχρεώσεων που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) πραγματοποιούνται χωριστά από τις υπόλοιπες δραστηριότητες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων του Κλάδου Ζωής, χωρίς καμία δυνατότητα μεταφοράς, ενώ στην περίπτωση αυτή και μόνον όσον αφορά στις δραστηριότητες στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις του Κλάδου Ζωής δεν υπάγονται στα άρθρα 20 έως 26, 31 και 36 της Οδηγίας 2002/83/ΕΚ:
Νοείται ότι, ο Έφορος Ασφαλίσεων, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά τα οριζόμενα στους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 έως 2005, εξετάζει, στο πλαίσιο του εποπτικού του έργου, τον αυστηρό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παροχή επαγγελματικών συντάξεων.
(4)(α) Εξαιρουμένων των διατάξεων του άρθρου 34, ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται σε ταμείο προνοίας εγκατεστημένο στη Δημοκρατία το οποίο έχει ιδρυθεί σύμφωνα με τους περί Ταμείων Προνοίας Νόμους του 1981 έως 2005 και έχει συνολικά λιγότερα από εκατόν (100) μέλη.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ταμείο προνοίας κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α) μπορεί να εφαρμόζει τον παρόντα Νόμο σε εθελοντική βάση.
4. –(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η Αρμόδια Αρχή τηρεί μητρώο Ταμείων, στο οποίο καταχωρίζονται η επωνυμία, η έδρα, η ημερομηνία ιδρύσεως και η ημερομηνία εγγραφής του Ταμείου, καθώς επίσης και οι κανόνες λειτουργίας του:
Νοείται ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36, το μητρώο συμπεριλαμβάνει τα κράτη μέλη, στα οποία λειτουργεί το Ταμείο.
(2) Εντός εξήντα ημερών από την ίδρυση του Ταμείου, η Διαχειριστική Επιτροπή ή οι ιδρυτές του Ταμείου, υποβάλλουν αίτηση στην Αρμόδια Αρχή για εγγραφή του Ταμείου.
5. –(1) Η αίτηση εγγραφής συνοδεύεται από το Έγγραφο Εγκαθίδρυσης του Ταμείου υπογραμμένου από τους αιτητές και δήλωση, στην οποία αναφέρονται τα ονόματα και οι διευθύνσεις των ιδρυτών ή των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής.
(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η Αρμόδια Αρχή δύναται να ζητήσει από τους αιτητές όπως προσκομίσουν οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία κρίνει αναγκαία προς εξέταση της αίτησης.
6. –Εφόσον η Αρμόδια Αρχή ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι νόμιμοι όροι και ότι οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δέχεται την αίτηση, εγγράφει το Ταμείο στο μητρώο και εκδίδει πιστοποιητικό εγγραφής:
7. –(1) Το Ταμείο αποκτά νομική προσωπικότητα με την εγγραφή του στο μητρώο, η οποία παύει να υφίσταται με τη διάλυση του Ταμείου.
(2) Το πιστοποιητικό εγγραφής αποτελεί, εξαιρουμένων των περιπτώσεων στις οποίες αυτό ανακληθεί ή ακυρωθεί, απόδειξη για την εγγραφή του Ταμείου, την ημερομηνία εγγραφής του και την τήρηση όλων των νόμιμων προϋποθέσεων.
8. –(1) Τηρούμενων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κάθε Ταμείο διέπεται από τους κανόνες λειτουργίας του που περιέχονται στο Έγγραφο Εγκαθίδρυσης του.
(2) Οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου καθορίζουν τουλάχιστο-
(α) την επωνυμία και την έδρα του Ταμείου,
(β) τους όρους της εισδοχής των μελών και τις συνθήκες υπό τις οποίες παύουν να είναι μέλη,
(γ) τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών,
(δ) τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου και τους όρους της εκλογής ή του διορισμού ή της παύσης των μελών της και τις αρμοδιότητες και τους όρους λειτουργίας της,
(ε) τους όρους, υπό τους οποίους δύναται να συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η συνέλευση των μελών,
(στ) τους όρους, υπό τους οποίους δύναται να τροποποιηθούν οι κανόνες λειτουργίας,
(ζ) το ποσό ή ποσοστό εισφορών των μελών και του εργοδότη,
(η) την τήρηση και έλεγχο των λογαριασμών του Ταμείου, και
(θ) τους όρους διαλύσεως του Ταμείου.
(3) Κανένα μέλος Ταμείου δύναται να έχει πέραν της μίας ψήφου δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου.
9. –Όταν η Αρμόδια Αρχή απορρίπτει αίτηση προς εγγραφή Ταμείου, αποστέλλει προς τους αιτητές, εντός δέκα ημερών από την απόφαση της, έγγραφη γνωστοποίηση του γεγονότος η οποία περιλαμβάνει και το αιτιολογικό της αποφάσεως.
10. –(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται κατά πάντα χρόνον να ακυρώσει ή ανακαλέσει πιστοποιητικό εγγραφής Ταμείου, εάν αποδειχθεί ότι το Ταμείο εσκεμμένα και παρά την σχετική προειδοποίηση της Αρμόδιας Αρχής έχει παραβεί οποιονδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των κανόνων λειτουργίας του ή ότι έπαυσε να υφίσταται.
(2) Πριν ανακληθεί ή ακυρωθεί πιστοποιητικό εγγραφής Ταμείου, η Αρμόδια Αρχή παρέχει στο Ταμείο έγγραφη προειδοποίηση ενός τουλάχιστον μηνός η οποία καθορίζει τους λόγους της σκοπούμενης ανάκλησης ή ακύρωσης.
11. Κάθε τροποποίηση των κανόνων λειτουργίας δύναται να ισχύει αναδρομικά από τη ψήφιση της, αλλά μόνο μετά την έγκριση και εγγραφή αυτής στο μητρώο, κατόπιν γραπτής αίτησης της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου η οποία υποβάλλεται στην Αρμόδια Αρχή εντός δεκαπέντε ημερών από την τροποποίηση αυτή.
12. Κάθε αλλαγή στα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής γνωστοποιείται στην Αρμόδια Αρχή εντός δέκα ημερών από την αλλαγή αυτή.
13.-(1) Κάθε Ταμείο καταβάλλει στο τέλος κάθε έτους ετήσια εισφορά υπολογιζόμενη με βάση τη συνολική αξία του ενεργητικού του, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 46(Ι).
(2) Οι ετήσιες εισφορές που καταβάλλονται δυνάμει του εδαφίου (1) λογίζονται στα έσοδα της Αρμόδιας Αρχής.
14. –(1)Κάθε Ταμείο το οποίο παραλείπει να υποβάλει αίτηση προς εγγραφή εντός της δια του παρόντος Νόμου καθορισμένης προθεσμίας, ως και κάθε Ταμείο του οποίου η αίτηση εγγραφής απορρίφθηκε ή του οποίου το πιστοποιητικό εγγραφής ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε, παύει να εισπράττει εισφορά.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται, τηρούμενων των αναλογιών και επί παντός Ταμείου, το οποίο παύει να εισπράττει εισφορά δυνάμει του παρόντος άρθρου.
16. –(1) Κάθε Ταμείο περιορίζει τις δραστηριότητές του σε αυτές που συνδέονται με συνταξιοδοτικές παροχές και σε δραστηριότητες που απορρέουν από αυτές.
(2) Όταν, βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 3, ασφαλιστική επιχείρηση του Κλάδου Ζωής διαχειρίζεται τις δραστηριότητές της, οι οποίες σχετίζονται με την παροχή επαγγελματικών συνταξιοδοτήσεων μέσω ξεχωριστής παρουσίασης και διαχείρισης του ενεργητικού και του παθητικού, η δραστηριότητα αυτή περιορίζεται στις πράξεις, οι οποίες σχετίζονται με τις συνταξιοδοτικές παροχές και σε δραστηριότητες που σχετίζονται άμεσα με αυτές.
17. –Η χρηματοδοτούσα επιχείρηση και το Ταμείο αποτελούν διαφορετικές νομικές οντότητες με ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, έτσι ώστε, σε περίπτωση πτώχευσης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, να διαφυλάσσονται τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων του.
18. –(1) Κάθε Ταμείο διοικείται από Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από έντιμα πρόσωπα, τα οποία, είτε διαθέτουν τα ίδια τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία, είτε επικουρούνται από προσληφθέντες συμβούλους με τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία:
Νοείται ότι, η Διαχειριστική Επιτροπή αποτελείται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα:
Νοείται περαιτέρω ότι, η Αρμόδια Αρχή εκδίδει Οδηγίες που καθορίζουν τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα, ανάλογα με το μέγεθος και τη φύση των εργασιών του Ταμείου.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, έντιμο πρόσωπο θεωρείται το πρόσωπο, το οποίο σέβεται τα όρια της επαγγελματικής δεοντολογίας και της νομιμότητας και, το οποίο -
(α) δεν έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικά με την επαγγελματική του διαγωγή, ή για απάτη, υπεξαίρεση και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος·
(β) δεν έχει καταδικαστεί για ψευδείς δηλώσεις κατά την παροχή πληροφοριών που απαιτούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος Νόμου·
(γ) δεν τελεί υπό πτώχευση ή εκκαθάριση και δεν έχει κινηθεί εναντίον του οποιαδήποτε διαδικασία κήρυξης πτώχευσης ή εκκαθάρισης.
(3) Τα επαγγελματικά προσόντα και η εμπειρία κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο αποδεικνύονται με πιστοποιητικά, που εκδίδονται από εγκεκριμένους εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς φορείς αναλόγως, τα οποία καταδεικνύουν την απόκτηση των σχετικών με το αντικείμενο του έργου της Διαχειριστικής Επιτροπής γνώσεων και προσόντων.
(4) Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου επιμελείται των υποθέσεων του Ταμείου και αντιπροσωπεύει αυτό δικαστικώς και εξωδίκως.
(5) Η έκταση της εξουσίας της Διαχειριστικής Επιτροπής προσδιορίζεται από το Έγγραφο Εγκαθίδρυσης, ο δε προσδιορισμός αυτός ισχύει και έναντι τρίτου. Η εξουσία αυτής εν αμφιβολία εκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.
(6) Δικαιοπραξία η οποία επιχειρείται από τη Διαχειριστική Επιτροπή Ταμείου εντός των ορίων της εξουσίας της δεσμεύει το Ταμείο αυτό.
(7) Το Ταμείο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των ανατιθεμένων σε αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωση αποζημίωσης. Ευθύνεται επί πλέον εξ ολοκλήρου και το υπαίτιο πρόσωπο.
19. –(1) Κάθε Ταμείο εφαρμόζει τους θεσπισμένους κανόνες λειτουργίας των συνταξιοδοτικών σχεδίων που διαχειρίζεται και ενημερώνει επαρκώς τα μέλη του για τους κανόνες αυτούς.
(2) Όλα τα τεχνικά αποθεματικά υπολογίζονται και πιστοποιούνται από αναλογιστή ή, από άλλο πρόσωπο που κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις και που η Αρμόδια Αρχή κρίνει ως κατάλληλο, στη βάση αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων από αυτήν.
(3) Εάν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, δεσμεύεται να καταβάλλει τακτική χρηματοδότηση.
(4) Τα μέλη πληροφορούνται επαρκώς σ’ ό,τι αφορά τους όρους του συνταξιοδοτικού σχεδίου και ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά-
(α) στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο,
(β) στους οικονομικούς, τεχνικούς και άλλους κινδύνους που συνδέονται με το συνταξιοδοτικό σχέδιο, και
(γ) στη φύση και την κατανομή αυτών των κινδύνων.
(5)(α) Όταν συντρέχει ανάγκη προστασίας του ενεργητικού, των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων του, το Ταμείο μπορεί να υποβάλει αίτηση στην Αρμόδια Αρχή για την έγκριση της ανάθεσης της διαχείρισής του, ολικά ή μερικά, σε πρόσωπα, τα οποία θα ενεργούν για λογαριασμό του.
(β) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαιτήσει αυτεπάγγελτα την ανάθεση ολικά ή μερικά της διαχείρισης Ταμείου, όταν συντρέχει ανάγκη προστασίας του ενεργητικού, των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων του, σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του.
(6) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36, οι όροι λειτουργίας κάθε Ταμείου εγκρίνονται προηγουμένως από την Αρμόδια Αρχή.
20. –Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου τηρεί ή φροντίζει όπως τηρούνται-
(α) βιβλία πρακτικών όπως προνοείται στους κανόνες λειτουργίας του ή καθορίζεται με Οδηγίες στα οποία θα καταγράφονται τα πρακτικά και οι αποφάσεις της και της συνέλευσης των μελών,
(β) μητρώο των μελών του Ταμείου με οιονδήποτε τρόπο και περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες όπως δύναται να καθορίζονται με Οδηγίες,
(γ) κανονικά λογιστικά βιβλία τα οποία, δείχνουν σαφή εικόνα των δικαιοπραξιών και δοσοληψιών ως και αποδεικτικά των εισπράξεων και πληρωμών του Ταμείου, και
(δ) οποιαδήποτε αλλά βιβλία και λογαριασμοί όπως καθορίζονται με Οδηγίες.
21. –(1) Κάθε Ταμείο καταρτίζει ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνταξιοδοτικό σχέδιο που διαχειρίζεται και, όπου είναι εφαρμοστέο, ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις για κάθε ένα συνταξιοδοτικό σχέδιο.
(2) Οι λογαριασμοί και οι εκθέσεις κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), παρουσιάζουν την πραγματική και ακριβή εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και εξόδων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του Ταμείου και ετοιμάζονται με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης:
Νοείται ότι, οι ετήσιοι λογαριασμοί και οι πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις είναι συνεπείς, περιεκτικοί και ακριβείς, και ελέγχονται από ελεγκτή διοριζόμενο, εφόσον οι κανόνες λειτουργίας δεν ορίζουν διαφορετικά, από τη Διαχειριστική Επιτροπή.
(3) Ο ελεγκτής δύναται να επιθεωρεί τα βιβλία, έγγραφα και λογαριασμούς του Ταμείου, δύναται δε να απαιτήσει από οποιοδήποτε μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής ή άλλων αξιωματούχων του Ταμείου αυτού, την παροχή πληροφοριών ή επεξηγήσεων, τις οποίες θεωρεί αναγκαίες για την εκτέλεση του καθήκοντός του.
(4) Ο ελεγκτής ετοιμάζει και υποβάλλει την έκθεση του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος προς τη Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία την δημοσιεύει με τους λογαριασμούς του Ταμείου με τρόπο τον οποίο η Αρμόδια Αρχή θεωρεί ικανοποιητικό.
22. –(1) Τα μέλη και οι δικαιούχοι του Ταμείου, και, όπου είναι δυνατόν, οι εκπρόσωποί τους, λαμβάνουν -
(α) κατόπιν αιτήματος, τους ετήσιους λογαριασμούς και τις εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 21:
Νοείται ότι, όταν το Ταμείο είναι υπεύθυνο για περισσότερα του ενός συνταξιοδοτικά σχέδια, λαμβάνουν τους λογαριασμούς και την έκθεση για κάθε ξεχωριστό σχέδιο,
(β) οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με αλλαγές των κανόνων του συνταξιοδοτικού σχεδίου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
(2) Η δήλωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23, κοινοποιείται στα μέλη και τους δικαιούχους του Ταμείου, και, όπου είναι εφαρμοστέο, στους εκπροσώπους τους κατόπιν σχετικής αίτησης.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), κάθε μέλος λαμβάνει, κατόπιν σχετικής αίτησης του, αναλυτικές και ουσιαστικές πληροφορίες, σχετικά με -
(α) το επιδιωκόμενο επίπεδο συνταξιοδοτικών παροχών, εφόσον αυτό εφαρμόζεται·
(β) το επίπεδο των παροχών, σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης·
(γ) το φάσμα των επενδυτικών επιλογών, εάν υπάρχουν, και το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων, όταν το μέλος επωμίζεται τον επενδυτικό κίνδυνο, καθώς επίσης και πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο και τις δαπάνες που συνδέονται με τις επενδύσεις·
(δ) τις λεπτομέρειες μεταφοράς των ασφαλιστικών δικαιωμάτων σε άλλο Ταμείο σε περίπτωση λήξεως της σχέσεως εργασίας.
(4) Τα μέλη λαμβάνουν, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του Ταμείου, καθώς και την τρέχουσα κατάσταση σ’ ότι αφορά στη χρηματοδότηση των δεδουλευμένων ατομικών δικαιωμάτων τους.
(5) Κάθε δικαιούχος λαμβάνει, κατά τη συνταξιοδότηση ή όταν άλλες παροχές καθίστανται πληρωτέες, τις αναγκαίες πληροφορίες για τις οφειλόμενες παροχές και τις αντίστοιχες επιλογές για την καταβολή τους.
23. –(1) Κάθε Ταμείο καταρτίζει και επανεξετάζει τουλάχιστον ανά τριετία, γραπτή δήλωση των αρχών περί επενδυτικής πολιτικής:
Νοείται ότι, η δήλωση αναθεωρείται αμέσως μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή της επενδυτικής πολιτικής.
(2) Η δήλωση του εδαφίου (1) περιέχει τουλάχιστον θέματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, στις μεθόδους μέτρησης του επενδυτικού κινδύνου, τις εφαρμοζόμενες τεχνικές διαχείρισης του κινδύνου και τη στρατηγική κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού, όσον αφορά στη φύση και στη διάρκεια των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων.
24. –(1) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να ζητά πληροφορίες ή οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο από Ταμείο, για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τις δραστηριότητές του:
Νοείται ότι, οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να ζητηθούν όχι μόνο από το Ταμείο, και από τη Διαχειριστική Επιτροπή, αλλά και από πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση του Ταμείου, καθώς επίσης και από κάθε άτομο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο του Ταμείου.
(2) Η Αρμόδια Αρχή εποπτεύει τις σχέσεις μεταξύ του Ταμείου και άλλων επιχειρήσεων ή μεταξύ Ταμείων, όταν το Ταμείο εκχωρεί αρμοδιότητες σε επιχειρήσεις ή σε Ταμείο μέσω υπεργολαβίας, επηρεάζοντας τη χρηματοοικονομική του κατάστασή ή την αποτελεσματικότητα της εποπτείας σε σημαντικό βαθμό.
25. –(1) Το Ταμείο υποβάλλει στην Αρμόδια Αρχή-
(α) τη δήλωση των αρχών περί επενδυτικής πολιτικής που καταρτίζει σύμφωνα με το άρθρο 23.
(β) εντός εννέα μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους, τους ετήσιους λογαριασμούς και την ετήσια έκθεση που καταρτίζει σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου21, συμπεριλαμβανομένης και της έκθεσης του ελεγκτή.
(γ) αναλογιστικές εκτιμήσεις και αναλογιστική μελέτη που ετοιμάζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 19:
Νοείται ότι, τα Ταμεία Προνοίας καθορισμένης εισφοράς, που δεν έχουν εξασφαλισμένη αξία των ωφελημάτων, εξαιρούνται από την υποχρέωση υποβολής στην Αρμόδια Αρχή αναλογιστικής εκτίμησης και αναλογιστικής μελέτης.
(2) Προς το σκοπό άσκησης των αρμοδιοτήτων της, η Αρμόδια Αρχή, δύναται να απαιτήσει από το Ταμείο, οποιαδήποτε έγγραφα θεωρεί αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων-
(i) μελετών για τα πάγια και τις υποχρεώσεις·
(ii) αποδεικτικών στοιχείων για τη σωστή εφαρμογή των αρχών περί επενδυτικής πολιτικής·
(iii) αποδεικτικών στοιχείων για την καταβολή των εισφορών βάσει των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου ή βάσει προγράμματος·
(iv) εσωτερικών ενδιάμεσων εκθέσεων.
26. –(1) Κάθε εργοδότης καταβάλλει στο Ταμείο -
(α) κάθε ποσό, το οποίο λήφθηκε ή παρακρατήθηκε από αυτόν ως εισφορά μέλους προς το Ταμείο αυτό·και
(β) την υπ’ αυτού καταβλητέα εισφορά αναφορικά προς την περίοδο, για την οποία έλαβε ή παρακράτησε εισφορά μέλους.
(2) Ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής εισφορών προς το Ταμείο καθορίζεται με Οδηγίες.
27. –(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου τα ωφελήματα, τα οποία καταβάλλονται από Ταμείο καθορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του.
(2) Ωφελήματα από Ταμείο δύνανται να καταβάλλονται μόνο σε μέλος του Ταμείου αυτού ή τους νόμιμους κληρονόμους του μέλους-
(α) σε περίπτωση αφυπηρέτησης, ήτοι όταν το μέλος υπερβεί την καθοριζόμενη από τους κανόνες λειτουργίας ηλικία,
(β) σε περίπτωση, κατά την οποία το μέλος κατέστη μόνιμα ανίκανο για εργασία,
(γ) σε περίπτωση θανάτου του μέλους,
(δ) σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης του μέλους ή
(ε) σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου:
Νοείται ότι, όταν πρόκειται για μέλος Ταμείου, το οποίο λειτουργεί για μισθωτούς πέραν του ενός εργοδότη, τερματισμός της απασχολήσεως του μέλους αυτού δεν παρέχει δικαίωμα σε ωφέλημα δυνάμει της παραγράφου (δ), εφ’ όσον εντός έξι μηνών από τον τερματισμό της απασχόλησης του μέλους απασχοληθεί από άλλο εκ των εν λόγω εργοδοτών.
(3) Κάθε εκχώρηση ή επιβάρυνση ωφελήματος από Ταμείο, καθώς και κάθε συμφωνία για εκχώρηση ή επιβάρυνση, του, είναι άκυρη και σε περίπτωση πτώχευσης προσώπου το οποίο δικαιούται ωφέλημα, το ωφέλημα αυτό δεν περιέρχεται στο σύνδικο της πτώχευσης ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό των πιστωτών του προσώπου που πτώχευσε.
(4) Ωφέλημα από Ταμείο δεν υπόκειται σε κατάσχεση με βάση τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο:
Νοείται ότι, οι διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που μέλος του Ταμείου συνάπτει δάνειο με το ίδιο το Ταμείο του οποίου είναι μέλος.
28. –Παρά τις διατάξεις του άρθρου 46, Κανονισμοί καθορίζουν τις προϋποθέσεις, με τις οποίες η αξίωση μέλους Ταμείου προς λήψη του εις πίστη του ποσού παραγράφεται, ως και τον τρόπον διάθεσης του ποσού, το οποίον ελλείψει του παρόντος άρθρου θα καταβάλλετο εις το μέλος.
29. –(1) Το Ταμείο διαθέτει, ανά πάσα στιγμή, για το σύνολο των συνταξιοδοτικών σχεδίων του, τα απαιτούμενα ποσά παθητικού που αντιστοιχούν στις οικονομικές οφειλές, οι οποίες προκύπτουν από το χαρτοφυλάκιο των συνταξιοδοτικών συμφωνιών ή συμβολαίων του.
(2) Το Ταμείο, το οποίο παρέχει κάλυψη κατά των βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται, είτε την απόδοση των επενδύσεων, είτε ένα συγκεκριμένο ύψος παροχών, συνιστά επαρκή τεχνικά αποθεματικά για την πλήρη κάλυψη αυτών των σχεδίων.
(3) Ο υπολογισμός των εν λόγω τεχνικών αποθεματικών πραγματοποιείται σε χρονικά διαστήματα και κατά τρόπο που θα καθορίζονται σε σχετικές Οδηγίες δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(4) Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών διενεργείται και βεβαιώνεται από αναλογιστή ή, από άλλο πρόσωπο που κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις και που η Αρμόδια Αρχή κρίνει ως κατάλληλο, στη βάση αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων στη Δημοκρατία, οι οποίες τηρούν τουλάχιστον τις ακόλουθες αρχές:
(α) Το ελάχιστο ποσό των τεχνικών αποθεματικών υπολογίζεται με επαρκώς συνετή αναλογιστική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των υποχρεώσεων παροχών και εισφορών, σύμφωνα με τους συνταξιοδοτικούς διακανονισμούς του Ταμείου:
Νοείται ότι, το ποσό αυτό επαρκεί για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και λοιπές παροχές, και αντικατοπτρίζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα αυξημένα δικαιώματα των μελών επί των συνταξιοδοτικών παροχών:
Νοείται περαιτέρω ότι, οι οικονομικές και αναλογιστικές υποθέσεις που επιλέγονται για την εκτίμηση των υποχρεώσεων επιλέγονται με σύνεση, λαμβανομένου υπόψη, εάν είναι δυνατό, επαρκούς περιθωρίου ανεπιθύμητων αποκλίσεων·
(β) τα μέγιστα χρησιμοποιούμενα επιτόκια επιλέγονται με σύνεση και ορίζονται σύμφωνα με τους οικείους κανόνες που ισχύουν στη Δημοκρατία, ενώ για τον καθορισμό των επιτοκίων λαμβάνονται υπόψη-
(i) η απόδοση των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού του Ταμείου, καθώς επίσης και οι μελλοντικές αποδόσεις των επενδύσεων·
(ii) οι αποδόσεις των αγορών για κρατικά ομόλογα ή ομόλογα με κρατική εγγύηση, τα οποία φέρουν χαμηλό επενδυτικό κίνδυνο και θεωρούνται υψηλής ποιότητας·
(γ) οι βιομετρικοί πίνακες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών βασίζονται σε συνετές αρχές, όσον αφορά στα βασικά χαρακτηριστικά των προς συνταξιοδότηση προσώπων, αλλά και των συνταξιοδοτικών σχεδίων, και λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά και τις αναμενόμενες αλλαγές στους σχετικούς κινδύνους·
(δ) η μέθοδος και η βάση υπολογισμού των τεχνικών αποθεματικών είναι σταθερή από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο, ενώ αλλαγές επιτρέπονται σε περίπτωση μεταβολής των νομικών, δημογραφικών ή οικονομικών δεδομένων, πάνω στα οποία βασίστηκαν οι υποθέσεις εργασίας.
(5) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί, σύμφωνα με τις εκάστοτε οικονομικές εξελίξεις, οι οποίες επηρεάζουν τη λειτουργία του Ταμείου, να επιβάλει πρόσθετες και λεπτομερέστερες απαιτήσεις σ’ ό,τι αφορά στον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων.
30. –(1) Η Αρμόδια Αρχή απαιτεί από το Ταμείο να έχει ανά πάσα στιγμή κατάλληλα και επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών που απαιτούνται για το σύνολο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων του.
(2)(α) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει ότι Ταμείο έχει ανεπαρκή περιουσιακά στοιχεία, μπορεί, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο παρόν άρθρο, να ζητήσει από το Ταμείο να καταρτίσει σχέδιο ανάκαμψης, έτσι ώστε να εξασφαλίσει εκ νέου τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφίο (1) σε εύλογο χρονικό διάστημα.
(β)(i) Στην περίπτωση της παραγράφου (α), το Ταμείο καταρτίζει συγκεκριμένο και πραγματοποιήσιμο σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να επαναφέρει τα περιουσιακά στοιχεία στο απαιτούμενο ύψος, έτσι ώστε να καλύψει πλήρως και εγκαίρως τα τεχνικά του αποθεματικά·
(ii) το σχέδιο ανάκαμψης υποβάλλεται προς έγκριση στην Αρμόδια Αρχή:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή προτίθεται να ζητήσει τροποποίηση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος τις απόψεις του Υπουργού επί των σκοπούμενων τροποποιήσεων·
(iii) Το εγκριμένο σχέδιο ανάκαμψης ανακοινώνεται από το Ταμείο στα μέλη, ή όπου είναι εφαρμοστέο, στους εκπροσώπους τους.
(γ) Κατά την κατάρτιση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του συγκεκριμένου Ταμείου και, ειδικότερα, η διάρθρωση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του, το διάγραμμα των κινδύνων, το σχέδιο ρευστότητας, το διάγραμμα της ηλικίας των μελών που είναι δικαιούχοι συνταξιοδοτικών παροχών, τα υπό έναρξη συνταξιοδοτικά σχέδια του, καθώς και τα σχέδια, για τα οποία το σύστημα χρηματοδότησης μεταβάλλεται από μη κεφαλαιοποιητικό σε μερικώς κεφαλαιοποιητικό ή σε κεφαλαιοποιητικό.
(3) Σε περίπτωση που το συνταξιοδοτικό σχέδιο τερματιστεί κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) διάστημα, το Ταμείο ενημερώνει την Αρμόδια Αρχή:
Νοείται ότι, στην περίπτωση αυτή, το Ταμείο ακολουθεί διαδικασία μεταβίβασης των στοιχείων του ενεργητικού και των αντίστοιχων στοιχείων του παθητικού σε άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή ανάλογο φορέα· η εν λόγω διαδικασία κοινοποιείται στην Αρμόδια Αρχή και μια γενική περιγραφή της διαδικασίας τίθεται στη διάθεση των μελών ή όπου είναι εφαρμοστέο, των εκπροσώπων τους.
(4)(α) Σε περίπτωση άσκησης διασυνοριακής δραστηριότητας δυνάμει του άρθρου 36, τα τεχνικά αποθεματικά πρέπει να μπορούν ανά πάσα στιγμή να χρηματοδοτούν πλήρως το σύνολο των λειτουργούντων συνταξιοδοτικών σχεδίων.
(β) Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (α), η Αρμόδια Αρχή παρεμβαίνει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37.
(γ) Προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση της απαίτησης αυτής όπως περιγράφεται στην παράγραφο (α), η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαιτήσει ξεχωριστή παρουσίαση και διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού.
31. –(1) Το Ταμείο, το οποίο στο πλαίσιο συνταξιοδοτικών σχεδίων, αναλαμβάνει το ίδιο, αντί της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, την ευθύνη για την κάλυψη βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται ορισμένη απόδοση των επενδύσεων ή ορισμένο ύψος παροχών, διατηρεί πάντοτε, εκτός των τεχνικών αποθεματικών, συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη των πρόσθετων κινδύνων.
(2) Το ύψος των συμπληρωματικών στοιχείων κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) είναι ανάλογο με τον κίνδυνο και με το ύψος των βασικών στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχεί στο πλήρες φάσμα του συνταξιοδοτικού σχεδίου του Ταμείου.
(3) Το ενεργητικό, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν προορίζεται για την κάλυψη του προβλέψιμου παθητικού, αλλά αποτελεί κεφάλαιο ασφαλείας για την κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των προβλεπομένων και των πραγματικών δαπανών και κερδών.
(4) Το ελάχιστο ποσό των συμπληρωματικών στοιχείων ενεργητικού υπολογίζεται βάσει των διατάξεων που προβλέπονται στους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 έως 2005.
32. –(1) Η Αρμόδια Αρχή απαιτεί από κάθε Ταμείο, να επενδύει σύμφωνα με τις επιταγές της συνετής διαχείρισης και ιδιαίτερα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:
(α) Τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων:
Νοείται ότι, σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, το Ταμείο ή ο φορέας που χειρίζεται το χαρτοφυλάκιό του εξασφαλίζει ότι η επένδυση γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων·
(β) τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται κατά τρόπο, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του:
Νοείται ότι, το ενεργητικό που προορίζεται για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών επενδύεται κατά τρόπο προσιδιάζοντα στη φύση και τη διάρκεια των προσδοκώμενων συνταξιοδοτικών παροχών·
(γ) το ενεργητικό επενδύεται πρωτίστως σε οργανωμένες αγορές, ενώ το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές, παραμένει σε κάθε περίπτωση, σε συνετά επίπεδα·
(δ) (i) η επένδυση σε παράγωγα μέσα είναι δυνατή όταν συμβάλλει στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνει την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου·
(ii) η εκτίμηση των παραγώγων γίνεται με σύνεση, λαμβανομένου υπόψη του αντίστοιχου τμήματος του ενεργητικού, ενώ τα παράγωγα περιλαμβάνονται στην αποτίμηση του ενεργητικού του Ταμείου·
(iii) το Ταμείο αποφεύγει την υπερβολική έκθεση στους κινδύνους του ενός και μοναδικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και άλλων πράξεων, με αντικείμενο παράγωγα μέσα·
(ε) (i) τα στοιχεία του ενεργητικού είναι διαφοροποιημένα όπως αρμόζει και κατά τρόπο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο επενδυτικό στοιχείο του ή κάποιο συγκεκριμένο εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων αλλά και η συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά·
(ii) οι επενδύσεις σε στοιχεία εκδοθέντα από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες, οι οποίοι ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν εκθέτουν το Ταμείο σε συσσωρευμένους κινδύνους·
(στ) η επένδυση στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το πέντε επί τοις εκατόν (5%) του συνόλου του χαρτοφυλακίου και όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, η επένδυση στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το δέκα επί τοις εκατόν (10%) του χαρτοφυλακίου:
Νοείται ότι, εάν το Ταμείο χρηματοδοτείται από περισσότερες της μίας επιχείρησης, η επένδυση στις επιχειρήσεις αυτές γίνεται με σύνεση.
(ζ) Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (ε) και (στ) δεν εφαρμόζονται σε επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα.
(2) Το Ταμείο δεν δικαιούται να δανείζεται ή να ενεργεί ως εγγυητής υπέρ τρίτων:
Νοείται ότι, δανειοληπτικές πράξεις επιτρέπονται σε αυτό, όταν οι εν λόγω πράξεις διενεργούνται με σύνεση και μόνο σε προσωρινή βάση για λόγους ρευστότητας:
Νοείται περαιτέρω ότι, οι επενδύσεις του Ταμείου θα τηρούνται από το Ταμείο αυτό ελεύθερες κάθε υποθήκης, επιβάρυνσης, δέσμευσης ή δικαιώματος επισχέσεως.
(3) Το Ταμείο μπορεί να επενδύει στις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που επιλέγει.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 23, οι επενδυτικές αποφάσεις του Ταμείου δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση ή υποχρεωτική γνωστοποίηση, εκτός όπου αυτό απαιτείται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.
(5)(α) Κάθε Ταμείο μπορεί να επενδύει μέχρι εβδομήντα επί τοις εκατόν (70%) του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά ή του συνολικού χαρτοφυλακίου, για συνταξιοδοτικά σχέδια, στα οποία τα μέλη φέρουν τον κίνδυνο επενδύσεων σε μετοχές, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και σε εταιρικά ομόλογα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές, καθώς και να αποφασίζει για το μερίδιο των εν λόγω αξιογράφων στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο:
Νοείται ότι, εφόσον δικαιολογείται από πλευράς συνετής διαχείρισης, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να επιβάλει χαμηλότερο όριο σε Ταμείο που καταβάλλει συνταξιοδοτικές παροχές με εγγύηση μακροπρόθεσμων επιτοκίων, το οποίο φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο και ενεργεί ως εγγυητής.
(β) Κάθε Ταμείο μπορεί να επενδύει μέχρι τριάντα επί τοις εκατόν (30%) του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά σε στοιχεία ενεργητικού εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από εκείνα, στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις του·
(γ) Κάθε Ταμείο μπορεί να επενδύει σε επιχειρηματικά κεφάλαια.
(6)(α) Κανένα δάνειο οποιασδήποτε μορφής χορηγείται από το Ταμείο προς εργοδότη, ο οποίος εισφέρει στο Ταμείο αυτό.
(β) Οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου δύνανται να προνοούν για την χορήγηση δανείου σε μέλος υπό τους ακόλουθους όρους και προϋποθέσεις:
(i) Ο σκοπός του δανείου είναι προς ανοικοδόμηση ή βελτίωση στέγης του μέλους ή τέκνου αυτού, εκπαίδευση αυτού ή τέκνου αυτού ή αντιμετώπιση εξόδων σε περίπτωση σοβαρής ασθενείας αυτού ή μέλους της οικογένειας του,
(ii) το ποσό του δανείου καθορίζεται λαμβανομένων υπ’ όψιν της ηλικίας του μέλους και της δυνατότητας αποπληρωμής του δανείου,
(iii) η Διαχειριστική Επιτροπή έχει ικανοποιητικές εξασφαλίσεις,
(iv) το δάνειο είναι αποπληρωτέον εντός περιόδου μη υπερβαινούσης τα είκοσι έτη, και
(v) το επιτόκιο δεν είναι χαμηλότερο του καταβαλλομένου υπό Τραπεζών δι’ εμπροθέσμους καταθέσεις.
(7) Τηρουμένων των εδαφίων (1) έως (6), η Αρμόδια Αρχή, με Οδηγίες της, μπορεί να απαιτεί αναλυτικότερες ρυθμίσεις για τα θέματα που καθορίζονται στο εδάφιο (5), συμπεριλαμβανομένων ποσοτικών κανόνων, με την προϋπόθεση ότι αυτές δικαιολογούνται από άποψη συνετής διαχείρισης, έτσι ώστε να καθίσταται εμφανές το πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών καθεστώτων του Ταμείου.
33. –Το εδάφιο (5) του άρθρου 32 δεν αίρει την εξουσία της Αρμόδιας Αρχής να απαιτεί την εφαρμογή σε Ταμείο αυστηρότερων επενδυτικών κανόνων σε ατομική βάση, εφόσον αυτό δικαιολογείται από πλευράς συνετής διαχείρισης, ιδίως ενόψει των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει το Ταμείο.
34. –(1) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36, η Αρμόδια Αρχή ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, απαιτεί από Ταμείο κράτους μέλους την τήρηση των κανόνων που αναφέρονται στο εδάφιο (2):
Νοείται ότι, οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται μόνο στο τμήμα του ενεργητικού του Ταμείου κράτους μέλους που αντιστοιχεί στις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στη Δημοκρατία.
(2)(α) Ταμείο κράτους μέλους, είτε δεν επενδύει άνω του τριάντα επί τοις εκατόν (30%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, είτε επενδύει τουλάχιστον εβδομήντα επί τοις εκατόν (70%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά
(β) Ταμείο κράτους μέλους δεν επενδύει άνω του πέντε επί τοις εκατόν (5%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από την ίδια επιχείρηση και άνω του δέκα επί τοις εκατόν (10%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν και μόνο όμιλο·
(γ) Ταμείο κράτους μέλους δεν επενδύει άνω του τριάντα επί τοις εκατόν (30%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε επενδυτικά προϊόντα εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από αυτά των υποχρεώσεων.
(3) Οι κανόνες του εδαφίου (1) εφαρμόζονται μόνον εφόσον οι ίδιοι κανόνες εφαρμοσθούν και στα Ταμεία που εδρεύουν στη Δημοκρατία.
(4) Για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των εδαφίων (1) έως (3), η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαιτήσει το διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού.
35. –(1) Κάθε Ταμείο μπορεί να ορίζει για τη διαχείριση του επενδυτικού του χαρτοφυλακίου, διαχειριστές επενδύσεων εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, οι οποίοι έχουν την αντίστοιχη άδεια διαχειριστή επενδύσεων από νομοθεσία κράτους μέλους καταγωγής που εναρμονίζεται με τις Οδηγίες 85/611/ΕΟΚ, 93/22/ΕΟΚ, 2000/12/ΕΚ και 2002/83/ΕΚ.
(2)(α) Για την προστασία των στοιχείων του ενεργητικού του, κάθε Ταμείο μπορεί να διορίζει θεματοφύλακες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και που έχουν λάβει σχετική άδεια θεματοφύλακα από το εν λόγω κράτος μέλος καταγωγής τους που προβλέπεται δυνάμει νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους που εναρμονίζεται με τις Οδηγίες 93/22/ΕΟΚ ή 2000/12/ΕΚ ή, οι οποίοι έχουν άδεια θεματοφύλακα κατά το νομοθέτημα του κράτους μέλους καταγωγής τους που εναρμονίζεται με την Οδηγία 85/611/ΕΚ.
(β) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να υποβάλει στο Ταμείο όταν κρίνει αναγκαία την προστασία των στοιχείων του ενεργητικού του, στον υποχρεωτικό διορισμό θεματοφύλακα.
(3) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαγορεύσει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37, την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού που κατέχει διαχειριστής ή θεματοφύλακας εντός της Δημοκρατίας, κατόπιν σχετικής αίτησης του κράτους μέλους καταγωγής του Ταμείου.
36. –(1)(α) Τηρουμένης της ισχύουσας κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σε θέματα οργάνωσης των συνταξιοδοτικών σχεδίων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής συμμετοχής σ’ αυτά και των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, επιχειρήσεις στη Δημοκρατία μπορούν να χρηματοδοτούν Ταμείο κράτους μέλους.
(β) Ταμείο έχει δικαίωμα να δεχθεί χρηματοδότηση από επιχείρηση άλλου κράτους μέλους.
(2)(α) Ταμείο, το οποίο επιθυμεί να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από την Αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 19.
(β) ΄Όταν το Ταμείο προτίθεται να δεχθεί χρηματοδότηση από νέα χρηματοδοτούσα επιχείρηση άλλου κράτους μέλους, γνωστοποιεί στην Αρμόδια Αρχή την πρόθεσή του αυτή παρέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:
(i) Το κράτος μέλος υποδοχής·
(ii) την επωνυμία της χρηματοδοτούσας επιχείρησης·
(iii) τα κύρια χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου που θα διαχειρισθεί το Ταμείο για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.
(3)(α) Όταν η Αρμόδια Αρχή ειδοποιηθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (2), και εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας για το αν η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις, των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, ανακοινώνει εντός τριμήνου από την παραλαβή των πληροφοριών του εδαφίου (2) τις εν λόγω πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει αναλόγως το Ταμείο.
(β) Αν η Αρμόδια Αρχή έχει λόγους αμφιβολίας για το αν η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις, των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, αυτή δεν προβαίνει στην ανακοίνωση των πληροφοριών που προβλέπεται στο εδάφιο (2) στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
(γ) Ταμείο, το οποίο θίγεται από την απόφαση της παραγράφου (β) έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
(4)(α) Η Αρμόδια Αρχή πληροφορείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, πριν το Ταμείο αρχίσει να διαχειρίζεται συνταξιοδοτικό σχέδιο για χρηματοδοτούσα επιχείρηση σε άλλο κράτος μέλος και εντός δύο μηνών από τη λήψη των πληροφοριών του εδαφίου (2), εάν ενδείκνυται, για τις διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική σύνταξη, οι οποίες τηρούνται κατά τη διαχείριση του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος μέλος υποδοχής και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 34 και με το εδάφιο (6).
(β) Η Αρμόδια Αρχή ανακοινώνει τις πληροφορίες που αυτή λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής στο Ταμείο.
(5) Μόλις το Ταμείο λάβει την ανακοίνωση κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4) ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την Αρμόδια Αρχή, το Ταμείο μπορεί να αρχίσει να διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σχέδιο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους αυτού σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 34 και με το εδάφιο (6).
(6) Ταμείο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται, για το αντίστοιχο κράτος μέλος, στις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που επιβάλλουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής σε Ταμεία εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 22.
(7) Όταν η Αρμόδια Αρχή ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ταμείου κράτους μέλους, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εν λόγω Ταμείου για κάθε σημαντική μεταβολή των διατάξεων της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα σχέδια επαγγελματικής σύνταξης, που μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου, κατά το μέρος εκείνο που αφορά στη λειτουργία του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στη Δημοκρατία.
(8)(α) Κάθε Ταμείο κράτους μέλους υπόκειται σε συνεχή έλεγχο από την Αρμόδια Αρχή όταν αυτή ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, όσον αφορά στη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων του με τις απαιτήσεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4), καθώς και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (6).
(β) Εφόσον, κατά τον έλεγχο που αναφέρεται στην παράγραφο (α), προκύψουν παρατυπίες, η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής:
Νοείται ότι, η Αρμόδια Αρχή συντονίζεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την τελευταία.
(9) Εάν, παρά τη λήψη από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής των μέτρων ή ελλείψει κατάλληλων μέτρων στο κράτος μέλος καταγωγής, το Ταμείο εξακολουθεί να παραβιάζει οποιαδήποτε ισχύουσα διάταξη της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα συνταξιοδοτικά σχέδια, η Αρμόδια Αρχή, μπορεί, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να προληφθούν ή να μην προκύπτουν περαιτέρω κολάσιμες παραβάσεις και μπορεί, εάν κρίνεται απολύτως αναγκαίο, να απαγορεύσει στο εν λόγω Ταμείο κράτους μέλους να λειτουργεί στη Δημοκρατία για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.
37. -(1) Η Αρμόδια Αρχή απαιτεί από κάθε Ταμείο, να διατηρεί υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, καθώς και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου, οι οποίοι να ορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.
(2) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί-
(α) να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το ύψος του οποίου δεν δύναται να υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ 3,000). είτε κατά των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής, είτε κατά της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, προκειμένου να αποφευχθεί ή να αρθεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία η οποία θίγει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων·
(β) να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού του Ταμείου, ιδίως όταν -
(i) το Ταμείο δεν έχει συστήσει επαρκή τεχνικά αποθεματικά, όσον αφορά στο σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ενεργητικού για να καλύψει τα τεχνικά αποθεματικά,
(ii) το Ταμείο δεν κατέχει τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια.
(3) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί, προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, να μεταβιβάσει ολικώς ή μερικώς, τις νόμιμες εξουσίες της Διαχειριστικής Επιτροπής Ταμείου που είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, σε ειδικό αντιπρόσωπο κατάλληλο να τις ασκήσει.
(4)(α) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να απαγορεύσει ή να περιορίσει τις δραστηριότητες Ταμείου, ιδίως εάν-
(i) το Ταμείο δεν προστατεύει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων·
(ii) το Ταμείο δεν πληροί πλέον τους όρους λειτουργίας·
(iii) το Ταμείο αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της εφαρμοστέας νομοθεσίας·
(iv) το Ταμείο δεν τηρεί τις απαιτήσεις, σε περίπτωση διασυνοριακής συνεργασίας, όσον αφορά στην κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, στον τομέα των συνταξιοδοτικών παροχών.
(β) Οποιαδήποτε απόφαση για την απαγόρευση των δραστηριοτήτων Ταμείου είναι δεόντως δικαιολογημένη και κοινοποιείται στο οικείο Ταμείο.
(5) Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με Ταμείο ή Διαχειριστική Επιτροπή ή Χρηματοδοτούσα Επιχείρηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών ή Οδηγιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, υπόκεινται σε προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο.
(6) Η Αρμόδια Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του Ταμείου και εφόσον είναι απαραίτητο, ελέγχει τις αρμοδιότητες που έχουν εκχωρηθεί σε τρίτους, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον οι σχετικές εργασίες ασκούνται σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες.
38. -(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να διεξάγει έρευνα επί των υποθέσεων οποιουδήποτε Ταμείου σε περίπτωση αίτησης εκ μέρους είτε της πλειοψηφίας των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής ή των μελών που αντιπροσωπεύουν τον εργοδότη ή των μελών αυτής που αντιπροσωπεύουν τα μέλη του Ταμείου, είτε τουλάχιστο του ενός τρίτου των μελών του Ταμείου αυτού, υποστηριζόμενης από γεγονότα και στοιχεία που ικανοποιούν την Αρμόδια Αρχή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για την διενέργεια έρευνας.
(2) Προς τον σκοπό συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και Οδηγιών, η Αρμόδια Αρχή δύναται αυτεπάγγελτα να διεξάγει επιθεώρηση ή έρευνα επί των εργασιών και υποθέσεων οποιουδήποτε Ταμείου, εάν διαφανεί σε αυτήν ότι οι διατάξεις των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου, ή του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών δεν τηρούνται.
39. -(1) Προς το σκοπό άσκησης των αρμοδιοτήτων της η Αρμόδια Αρχή δύναται να εισέλθει σε οποιονδήποτε οίκημα, εξαιρουμένων κατοικιών, και επιθεωρεί οποιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα, τα οποία εύλογα θεωρεί αναγκαία για την έρευνα και πράττει οτιδήποτε άλλο θεωρηθεί αναγκαίο για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
(2) Κάθε μέλος και αξιωματούχος Ταμείου ή άλλο πρόσωπο, το οποίο κατέχει πληροφορίες ή έγγραφα ή βιβλία παρουσιάζει στην Αρμόδια Αρχή κάθε βιβλίο ή άλλο έγγραφο και δίδει κάθε πληροφορία ή βοήθεια σε σχέση προς τη διεξαγωγή έρευνας σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στον παρόντα νόμο.
40. -Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σ΄ ότι αφορά τη μελέτη, επεξεργασία και προώθηση πολιτικών σε σχέση με το συνταξιοδοτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στα αρμόδια επί συνταξιοδοτικών θεμάτων όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα όσα ασχολούνται με τη συμπληρωματική ασφάλιση, την προστασία των διακινουμένων εργαζομένων, της συμμετοχής στην διαδικασία συντονισμού της νομοθεσίας των κρατών μελών σε θέματα συντάξεων και της παρακολούθησης διαδικασιών και διμερών θεμάτων για την σύγκλιση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων:
41. –(1) Ιδρύεται Συμβούλιο Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών στο εξής καλούμενο το «Συμβούλιο» και απαρτιζόμενο από-
(α) Την Αρμόδια Αρχή ως Πρόεδρο,
(β) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ή εκπρόσωπο του,
(γ) δυο εκπροσώπους των εργοδοτικών οργανώσεων, και
(δ) τρεις εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
(2) Το Συμβούλιο μελετά τη νομοθεσία και κάθε θέμα πολιτικής, σε σχέση με τα Ταμεία Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών και υποβάλλει σχετικές συστάσεις στον Υπουργό.
(3) Tα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται από τον Υπουργό για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, δύναται όμως να επαναδιοριστούν μετά την λήξη της θητείας τους:
Nοείται ότι ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύναται να ανακαλέσει για εύλογη αιτία οποτεδήποτε διορισμό οποιουδήποτε των μελών του Συμβουλίου.
(4) Το Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανόνες που θα διέπουν τη λειτουργία του περιλαμβανομένης της δυνατότητας σύστασης τεχνικών επιτροπών.
(5) Το Συμβούλιο δύναται να παίρνει αποφάσεις έστω και αν χηρεύει οποιαδήποτε θέση των μελών του.
42. -(1) Η Αρμόδια Αρχή ανταλλάσσει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, με κύριο σκοπό την ανάπτυξη επιτυχών πρακτικών σ’ αυτόν τον τομέα, αλλά και στενότερη συνεργασία, προλαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δημιουργώντας συνθήκες απρόσκοπτης λειτουργίας των Ταμείων σε διασυνοριακή δραστηριότητα.
(2) Η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή προκειμένου να διευκολυνθεί η εποπτεία της λειτουργίας των Ταμείων.
(3) Η Αρμόδια Αρχή ανακοινώνει στην Επιτροπή τις σημαντικές δυσκολίες που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του Νόμου.
(4) Η Αρμόδια Αρχή, κατόπιν αιτήματος των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, μπορεί να αποφασίσει σχετικά με το διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του Ταμείου, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 30 και στο άρθρο 34.
43. -(1) Διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο, σε περίπτωση καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ 3.000) ή και στις δυο αυτές ποινές, όποιος -
(α) παρεμποδίζει ή παρακωλύει την Αρμόδια Αρχή ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτήν να ασκήσει τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών·
(β) αρνείται ή παραλείπει να απαντήσει σε οποιοδήποτε σχετικό αίτημα ή να προσκομίσει οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα απαιτηθούν από αυτόν βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών εντός της καθορισθείσας προς τούτο προθεσμίας·
(γ) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο να εμφανισθεί ή να εξετασθεί από την Αρμόδια Αρχή σε σχέση με έρευνα βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών.
(2) Διαπράττει αδίκημα, τιμωρούμενο σε περίπτωση καταδίκης, με φυλάκιση μέχρι τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές, οποιοσδήποτε, ο οποίος εν γνώσει του προσάγει ή προμηθεύει λογαριασμό, έκθεση ή άλλο έγγραφο προβλεπόμενο από τον παρόντα Νόμο ή τους δυνάμει τούτου Κανονισμούς ή Οδηγίες, το οποίο είναι αναληθές ή ελλιπές ως προς ουσιώδες μέρος του.
(3) Τηρουμένης κάθε ισχύουσας ποινικής διάταξης περί υπεξαίρεσης, απάτης και οικονομικού εγκλήματος, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο, σε περίπτωση καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (ΛΚ. 1.500) ή και στις δυο αυτές ποινές οποιοσδήποτε, ο οποίος παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών, για την οποία δεν προβλέπεται άλλη ποινή.
(4) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου, φυσικού ή νομικού, το οποίο βρέθηκε ένοχο αδικήματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών ή Οδηγιών το Δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει το πρόσωπο αυτό:
(α) Να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών σε σχέση προς τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα.
(β) Να καταβάλει προς το Ταμείο το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών.
(5) Σε περίπτωση καταδίκης, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4), ο ενδιαφερόμενος μισθωτός ή η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη να καταβάλει άλλες εισφορές αναφορικά με τον ίδιο μισθωτό για περιόδους προηγούμενες της περιόδου στην οποία αναφέρεται το αδίκημα, εφόσον μαζί με την κλήση ή το ένταλμα επιδοθεί ειδοποίηση για την πρόθεση προσαγωγής τέτοιων στοιχείων. Αν αποδειχθεί η παράλειψη ή η αμέλεια, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει.
(6) Όταν αποδεικνύεται ότι αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών διαπράχθηκε με τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια διευθυντού, σύμβουλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, τόσο αυτός όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι για το αδίκημα αυτό και υπόκεινται σε ποινική δίωξη και σε περίπτωση καταδίκης σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες (£ 5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Εισφορές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο Ταμείο όπως αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5), εισπράττονται ως χρηματική ποινή.
(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου κάθε πρόσωπο, νομικό ή φυσικό, το οποίο δε συμμορφώνεται προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες (£ 5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
44. -(1) Κάθε Ταμείο από τη διάλυση του τελεί αυτοδικαίως σε εκκαθάριση, μέχρι δε την αποπεράτωση της εκκαθαρίσεως και για τις ανάγκες αυτής λογίζεται υφιστάμενο.
(2) Η εκκαθάριση, εφ’ όσον οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου δεν ορίζουν διαφορετικά, γίνεται από τη Διαχειριστική Επιτροπή. Σε περίπτωση δε, που δεν υπάρχει Διαχειριστική Επιτροπή, ο εκκαθαριστής, διορίζονται από την Αρμόδια Αρχή.
(3) Ο εκκαθαριστής υπέχει θέση διοικούντος του Ταμείου, η δε εξουσία αυτού περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης.
(4) Ο εκκαθαριστής ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων του.
45. -Μεταξύ των χρεών των οποίων-
(α) δυνάμει του άρθρου 39 του περί Πτωχεύσεως Νόμου κατά την διανομή της περιουσίας ή των στοιχείων ενεργητικού πτωχεύσαντος προσώπου εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών, και
(β) δυνάμει του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, σε περίπτωση διάλυσης εταιρείας εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών, περιλαμβάνονται και τα ποσά τα οποία οφείλονται από τον εργοδότη αναφορικά προς οποιανδήποτε εισφορά ή υποχρέωση προς εισφορά σε Ταμείο, η οποία προέκυψε προ των ακολούθων ημερομηνιών:
(I) στην περίπτωση της παραγράφου (α), πριν την έκδοση της απόφασης για διορισμό συνδίκου πτωχεύσεως, και
(II) στην περίπτωση της παραγράφου (β), πριν την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η διάλυση της εταιρείας.
46. -(1) Επιπρόσθετα από τις επί μέρους διατάξεις του παρόντος Νόμου, που παρέχουν εξουσία για έκδοση ειδικών Κανονισμών, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς και για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος, το οποίο, κατά τον παρόντα Νόμο, χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού, ύστερα από τη λήψη της γνώμης της Αρμόδιας Αρχής.
(2) Όπου στον παρόντα Νόμο υφίσταται εξουσιοδότηση για έκδοση Κανονισμών του Υπουργικού Συμβουλίου, με τους Κανονισμούς αυτούς δύναται να εξουσιοδοτείται περαιτέρω η Αρμόδια Αρχή για την έκδοση Οδηγιών προς ρύθμιση Θεμάτων που ορίζουν οι Κανονισμοί .
47. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και για επίτευξη των σκοπών του, η Αρμόδια Αρχή δύναται να εκδίδει Οδηγίες στο πλαίσιο των ισχυουσών στη Δημοκρατία πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
49. -(1) Κάθε Ταμείο που εμπίπτει στον παρόντα Νόμο, και λειτουργεί κατά την έναρξη ισχύος αυτού υποβάλλει την αίτηση εγγραφής του στο μητρώο που προβλέπεται κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 4, εντός δύο μηνών από την έναρξη της ισχύος του περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2007.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης το Ταμείο παύει να λειτουργεί και τίθεται σε εκκαθάριση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 44, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής από της κοινοποίησης σ’ αυτό, της απορριπτικής απόφασης της Αρμόδιας Αρχής.
(3) Ταμείο, το οποίο δεν υποβάλλει την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση εντός της προθεσμίας παύει πάραυτα την είσπραξη εισφοράς και λειτουργίας, και τίθεται σε εκκαθάριση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 44, εντός ευλόγου χρόνου, που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε με βάση το εδάφιο (1) να υποβάλει αίτηση εγγραφής.
50. -Όλες οι διατάξεις του παρόντος Νόμου θεωρούνται ειδικές διατάξεις ως προς το θέμα που ρυθμίζει η κάθε μία και οποιεσδήποτε διατάξεις σε οποιοδήποτε άλλο νόμο, οι οποίες αντίκεινται σε διάταξη του παρόντος Νόμου, δεν εφαρμόζονται με την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου.
51. -(1) Τηρουμένων των εδαφίων (2) και (3), ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου 1, τα εδάφια (1) έως (4) του άρθρου 31 τίθενται σε εφαρμογή από τις 23 Σεπτεμβρίου 2010 και μετά σ’ ό,τι αφορά στα Ταμεία, τα οποία είναι εγκατεστημένα στη Δημοκρατία και τα οποία κατά την 23η Σεπτεμβρίου 2005 δεν διαθέτουν το ελάχιστο επίπεδο ρυθμιστικών ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με τα εν λόγω εδάφια:
Νοείται ότι, τα Ταμεία τα οποία επιθυμούν να διαχειριστούν συνταξιοδοτικά συστήματα σε διασυνοριακή βάση, κατά την έννοια του άρθρου 36, δεν προβαίνουν στη διαχείριση αυτή μέχρι να συμμορφωθούν με τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς.
(3) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου 1 το άρθρο 32(1)(στ) τίθεται σε εφαρμογή από τις 23 Σεπτεμβρίου 2010 στα Ταμεία, τα οποία είναι εγκατεστημένα στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι, τα Ταμεία που επιθυμούν να διαχειριστούν συνταξιοδοτικά συστήματα σε διασυνοριακή βάση, κατά την έννοια του άρθρου 36, δεν προβαίνουν στη διαχείριση αυτή μέχρι να συμμορφωθούν με τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς.
55. Καταργούνται -
(α) οι περί Ταμείων Προνοίας Νόμοι του 1981 μέχρι 2005, και
(β) οι περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμοι του 2006 και 2007.
56. Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 11 του περί Ερμηνείας Νόμου, οι οδηγίες που εκδόθηκαν από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει των περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμων του 2006 και 2007, εξακολουθούν να ισχύουν χωρίς να επηρεάζονται από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 55 και θεωρούνται οδηγίες που εκδόθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 208(Ι)/2012].