43. -(1) Διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο, σε περίπτωση καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ 3.000) ή και στις δυο αυτές ποινές, όποιος -
(α) παρεμποδίζει ή παρακωλύει την Αρμόδια Αρχή ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτήν να ασκήσει τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών·
(β) αρνείται ή παραλείπει να απαντήσει σε οποιοδήποτε σχετικό αίτημα ή να προσκομίσει οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα απαιτηθούν από αυτόν βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών εντός της καθορισθείσας προς τούτο προθεσμίας·
(γ) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο να εμφανισθεί ή να εξετασθεί από την Αρμόδια Αρχή σε σχέση με έρευνα βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών.
(2) Διαπράττει αδίκημα, τιμωρούμενο σε περίπτωση καταδίκης, με φυλάκιση μέχρι τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές, οποιοσδήποτε, ο οποίος εν γνώσει του προσάγει ή προμηθεύει λογαριασμό, έκθεση ή άλλο έγγραφο προβλεπόμενο από τον παρόντα Νόμο ή τους δυνάμει τούτου Κανονισμούς ή Οδηγίες, το οποίο είναι αναληθές ή ελλιπές ως προς ουσιώδες μέρος του.
(3) Τηρουμένης κάθε ισχύουσας ποινικής διάταξης περί υπεξαίρεσης, απάτης και οικονομικού εγκλήματος, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο, σε περίπτωση καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (ΛΚ. 1.500) ή και στις δυο αυτές ποινές οποιοσδήποτε, ο οποίος παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών, για την οποία δεν προβλέπεται άλλη ποινή.
(4) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου, φυσικού ή νομικού, το οποίο βρέθηκε ένοχο αδικήματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών ή Οδηγιών το Δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει το πρόσωπο αυτό:
(α) Να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών σε σχέση προς τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα.
(β) Να καταβάλει προς το Ταμείο το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών.
(5) Σε περίπτωση καταδίκης, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4), ο ενδιαφερόμενος μισθωτός ή η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη να καταβάλει άλλες εισφορές αναφορικά με τον ίδιο μισθωτό για περιόδους προηγούμενες της περιόδου στην οποία αναφέρεται το αδίκημα, εφόσον μαζί με την κλήση ή το ένταλμα επιδοθεί ειδοποίηση για την πρόθεση προσαγωγής τέτοιων στοιχείων. Αν αποδειχθεί η παράλειψη ή η αμέλεια, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει.
(6) Όταν αποδεικνύεται ότι αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών διαπράχθηκε με τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια διευθυντού, σύμβουλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, τόσο αυτός όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι για το αδίκημα αυτό και υπόκεινται σε ποινική δίωξη και σε περίπτωση καταδίκης σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες (£ 5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Εισφορές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο Ταμείο όπως αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5), εισπράττονται ως χρηματική ποινή.
(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου κάθε πρόσωπο, νομικό ή φυσικό, το οποίο δε συμμορφώνεται προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες (£ 5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.