14.(1) Ανάκριση που διεξάγεται από μέλος της Αρχής, κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, σκοπεί σε συλλογή μαρτυρικού υλικού που είναι αναγκαίο, προκειμένου να μπορεί να ληφθεί απόφαση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όταν του διαβιβασθεί το υλικό από την Αρχή, στο θέμα άσκησης ή μη ποινικής δίωξης και να μπορεί να υπάρξει άμεση κατάληξη χωρίς τη διεξαγωγή άλλης πειθαρχικής φύσης έρευνας στο θέμα άσκησης ή μη πειθαρχικής δίωξης από την Αστυνομία, όταν το υλικό διαβιβασθεί από την Αρχή στον Αρχηγό Αστυνομίας, και να μπορεί να εξαχθούν κατά συνέπεια συμπεράσματα στη βάση του μαρτυρικού υλικού για το κατά πόσο έγινε ή όχι οποιαδήποτε πράξη αφορά ο ισχυρισμός ή το παράπονο που διερευνάται και για το κατά πόσο εμπλέκεται ή όχι οποιοδήποτε συγκεκριμένο ή άλλο μέλος της Αστυνομίας.
(2) Κάθε μέλος της Αρχής στο οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή ανάκρισης για διερεύνηση ισχυρισμού ή παραπόνου που αφορά πράξη μέλους της Αστυνομίας η οποία δυνατόν να συνιστά ποινικό αδίκημα θεωρείται, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (4) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου, πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο να διεξάγει την ανάκριση δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και ενεργεί ως ανακριτής δυνάμει αυτού με όλες τις εξουσίες, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται για ανακριτές δυνάμει του εν λόγω νόμου για τη διεξαγωγή ανακρίσεων σε σχέση με τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
(3) Κάθε μέλος της Αρχής που διεξάγει ανάκριση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου υπόκειται για τη διεξαγωγή της στις εκάστοτε οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και δύναται επίσης να αποτείνεται οποτεδήποτε απευθείας σ’ αυτόν σχετικά.
(4) Για τη διεξαγωγή ανάκρισης για διερεύνηση ισχυρισμού ή παραπόνου που δεν αφορά πράξη η οποία δυνατόν να συνιστά ποινικό αδίκημα εφαρμόζονται καθόλα οι διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που διέπουν τη διεξαγωγή ανακρίσεων σε σχέση με διάπραξη ποινικών αδικημάτων και κάθε μέλος της Αρχής στο οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή της ανάκρισης έχει σχετικώς όλες τις εξουσίες, καθήκοντα και υποχρεώσεις που έχει κάθε ανακριτής δυνάμει του εν λόγω νόμου.
(5) Κάθε πρόσωπο από το οποίο μέλος της Αρχής που διεξάγει οποιαδήποτε ανάκριση ζητά να του παράσχει πληροφορίες, στοιχεία, έγγραφα, βιβλία, σχέδια και αρχεία ή από το οποίο απαιτεί να παραστεί για σκοπούς συνέντευξης και λήψης γραπτής κατάθεσης ή και για την παρουσίαση στοιχείων, εγγράφων, βιβλίων, σχεδίων και αρχείων ή το οποίο εξετάζεται ή δίνει κατάθεση για τους σκοπούς της ανάκρισης έχει σχετικά όλες τις υποχρεώσεις, αλλά και τα δικαιώματα που προβλέπονται σε σχέση με τη διεξαγωγή ανακρίσεων στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο και σε οποιοδήποτε άλλο νόμο και υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του εν λόγω νόμου που προβλέπουν ποινικά αδικήματα και κυρώσεις.