21. (1) Πρόσωπο ή υπεύθυνος γραφείου που -
(α) παρέχει υπηρεσίες ασφάλειας πέραν των καθορισμένων στην άδεια υπηρεσιών˙
(β) ασκεί το επάγγελμα του φύλακα ή ιδιώτη φύλακα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(γ) λειτουργεί ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας χωρίς την προβλεπόμενη από το άρθρο 11 άδεια˙
(δ) εργοδοτεί φύλακα ή άλλο πρόσωπο κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10˙
(ε) παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 14 ή του άρθρου 19,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Το Δικαστήριο, το οποίο καταδικάζει πρόσωπο ή υπεύθυνο γραφείου για αδίκημα κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), δύναται, επιπρόσθετα από την επιβολή ποινής σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω εδαφίου, να διατάξει-
(α) την παύση εργασιών του γραφείου που το καταδικασθέν πρόσωπο ή ο καταδικασθείς υπεύθυνος γραφείου λειτουργεί παράνομα ως ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας και το κλείσιμο και ασφάλιση του κτιρίου ή χώρου που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του γραφείου αυτού. και
(β) την κατάσχεση οποιουδήποτε αντικειμένου, μέσου ή οχήματος εγγεγραμμένου στο όνομα της εταιρείας που λειτουργεί το εν λόγω γραφείο ή οποιουδήποτε μετόχου ή αξιωματούχου της εταιρείας αυτής, το οποίο αντικείμενο, μέσο ή όχημα χρησιμοποιείται για τη λειτουργία του ιδίου γραφείου.
(3) Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία εναντίον προσώπου ή υπεύθυνου γραφείου για διάπραξη αδικήματος κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), δύναται, κατόπιν μονομερούς αίτησης (ex parte) του Αρχηγού, ή μέλους της Αστυνομίας κατ΄ εντολή του Αρχηγού, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα για-
(α) αναστολή εργασιών του γραφείου που ο κατηγορούμενος λειτουργεί παράνομα ως ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας και το κλείσιμο και ασφάλιση του κτιρίου ή χώρου που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του γραφείου αυτού. και
(β) την κατάσχεση οποιουδήποτε αντικειμένου, μέσου ή οχήματος εγγεγραμμένου στο όνομα του κατηγορουμένου ή της εταιρείας που λειτουργεί το εν λόγω γραφείο ή μετόχου ή αξιωματούχου της εταιρείας αυτής, το οποίο αντικείμενο, μέσο ή όχημα χρησιμοποιείται για τη λειτουργία του ιδίου γραφείου.
(4) Η έκδοση διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (3) υπόκειται στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
(5) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή (3) παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα, εντός του χρόνου που καθορίζεται σε αυτό, είναι νόμιμο για τον Αρχηγό να εκτελεί το εν λόγω διάταγμα και σε τέτοια περίπτωση τα έξοδα που έγιναν για την εκτέλεσή του καταβάλλονται στην Αστυνομία από το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα και τα έξοδα αυτά θεωρούνται και εισπράττονται ως χρηματική ποινή εντός της έννοιας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(6) Οποιοδήποτε πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3), το οποίο δεν υπακούει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος, ανεξάρτητα από το αν ο Αρχηγός προχώρησε στην εκτέλεση ή εκτέλεσε το διάταγμα αυτό και υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000,00) ή και στις δυο αυτές ποινές.
(7) Επιπρόσθετα από οποιαδήποτε ποινή που επιβάλλει δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύναται να διατάξει όπως ο καταδικασθείς καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας, τα οποία θεωρούνται και εισπράττονται ως χρηματική ποινή εντός της έννοιας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.