9.-(1) Εν επιγνώσει ελεύθερη συναίνεση σημαίνει τη γραπτή απόφαση του δότη ανθρώπινων ιστών και/ή κυττάρων και/ή παράγωγων προϊόντων, με ημερομηνία και υπογραφή, την οποία λαμβάνει οικειοθελώς, αφού ενημερωθεί λεπτομερώς για τη φύση, τη σημασία, τις επιπτώσεις και τους κινδύνους της δωρεάς και αφού λάβει τα κατάλληλα έγγραφα και τις δέουσες πληροφορίες του Παραρτήματος Ι –
(α) άτομο ικανό να δώσει την συναίνεσή του, ή
(β) αν πρόκειται για άτομο που δεν είναι ικανό να δώσει τη συναίνεσή του, ο νόμιμος εκπρόσωπός του.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), άτομο ικανό να δώσει τη συναίνεσή του, θεωρείται όποιος -
(α) έχει σώες τις φρένες˙ και
(β) δεν στερείται της ικανότητας να δώσει τη συναίνεσή του, δυνάμει οποιουδήποτε νόμου.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), άτομο θεωρείται ότι έχει σώες τις φρένες, αν κατά το χρόνο της παροχής της συναίνεσης δύναται να αντιληφθεί τη φύση, τη σημασία, τις επιπτώσεις και τους κινδύνους της δωρεάς και να διαμορφώσει λογική κρίση για τις συνέπειές της επί των συμφερόντων του.
(4) Δύο ή περισσότερα πρόσωπα θεωρούνται ότι συναινούν, όταν συμφωνούν για το ίδιο πράγμα με την ίδια έννοια.
(5) Η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη όταν δεν προκαλείται με εξαναγκασμό, ψυχική πίεση, απάτη ή ψευδή παράσταση.
(6) Σε περίπτωση που ο δότης δεν είναι σε θέση να γράψει, μπορεί να παρέχει προφορική συναίνεση, στην παρουσία ενός τουλάχιστον ικανού μάρτυρα, η οποία καταγράφεται γραπτώς, με ημερομηνία και υπογραφή του μάρτυρα.