9.-(1) Κάθε πρόσωπο, το οποίο θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση του παρόντος Νόμου σε σχέση με διάκριση λόγω φύλου, δύναται, ακόμη και εάν έχει λήξει η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι σημειώθηκε η παράβαση, να υποβάλλει σχετικό παράπονο στον Επίτροπο Διοικήσεως, ο οποίος έχει αρμοδιότητα να εξετάζει το εν λόγω παράπονο δυνάμει του παρόντος Νόμου και για το σκοπό αυτό έχει όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες που απορρέουν από τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο.
(2) Για την προώθηση, την ανάλυση, τον έλεγχο και την υποστήριξη της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων χωρίς διακρίσεις λόγω φύλου στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ο Επίτροπος έχει όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες που προβλέπονται στον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο.
(3) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος Διοικήσεως διαπιστώνει απαγορευμένη διάκριση κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, σε συμβατικό όρο ασφαλιστικών συμβολαίων ή άλλων συμβολαίων συναφών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, υποχρεώνει το πρόσωπο που διαπράττει την παράβαση να προβεί σε αναδρομική αναπροσαρμογή των όρων του συμβολαίου σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης, εντός τακτής προθεσμίας, και σε περίπτωση που η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, ο Επίτροπος Διοικήσεως ασκεί τις αναφερόμενες στα πιο πάνω εδάφια εξουσίες και αρμοδιότητες.