8.-(1) Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση του παρόντος Νόμου δικαιούται να διεκδικεί τα δικαιώματά του ενώπιον κάθε αρμόδιου Δικαστηρίου κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, ακόμα και σε περίπτωση που έχει λήξει η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι σημειώθηκε η διάκριση λόγω φύλου, και, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10, να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης και της πάσης φύσεως υλικής ή ηθικής ζημιάς που υπέστη λόγω αυτής.
(2) Επιφυλασσόμενης της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αρμοδιότητα για την επίλυση κάθε διαφοράς που προκύπτει από τον παρόντα Νόμο σε σχέση με διάκριση λόγω φύλου έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο.
(3) Το Επαρχιακό Δικαστήριο σε περίπτωση αγωγής δυνάμει του εδαφίου (1), επιδικάζει δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, η οποία καλύπτει τουλάχιστον ολόκληρη τη θετική ζημιά και στο επιδικαζόμενο ποσό προστίθεται νόμιμος τόκος από την ημερομηνία της παραβάσεως έως την ημερομηνία πλήρους καταβολής της αποζημίωσης.
(4) Σε περίπτωση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος και υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαιώματος σε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο επιδικάζει στο δικαιούχο το μεγαλύτερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:
(α) Την επιδικαστέα, δυνάμει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. ή
(β) ολόκληρη τη θετική ζημιά και στο επιδικαζόμενο ποσό, προστίθεται και νόμιμος τόκος από την ημερομηνία που επήλθε η ανωτέρω ζημιά έως την ημερομηνία πλήρους καταβολής της αποζημίωσης.
(5) Σε περίπτωση που Δικαστήριο δυνάμει του παρόντος άρθρου ακυρώνει συμβατική διάταξη ασφαλιστικών συμβολαίων ή άλλων συμβολαίων συναφών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ως παραβαίνουσα τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τέτοια ακύρωση δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των ασφαλιζομένων που απορρέουν από το συμβόλαιο και ο ασφαλιστής δύναται να αναπροσαρμόζει αναδρομικά τις υποχρεώσεις των ασφαλιζομένων προσώπων σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.