18.-(1) Το αρμόδιο όργανο δεν εμποδίζεται από το άρθρο 17 να απαιτεί από τον αιτητή την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί τρία έτη, κατ' ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσης που επικαλείται ο αιτητής δυνάμει των εδαφίων (1) ή (3) του άρθρου 17, είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον ένα έτος από εκείνην που απαιτείται στη Δημοκρατία·
(β) εφόσον η εκπαίδευση που έχει λάβει ο αιτητής αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο τίτλο εκπαίδευσης στη Δημοκρατία·
(γ) εφόσον το νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα στη Δημοκρατία περιλαμβάνει μία ή περισσότερες νομοθετικώς κατοχυρωμένες επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες δεν υπάρχουν στο αντίστοιχο επάγγελμα στο κράτος μέλος καταγωγής του αιτητή κατά την έννοια του εδαφίου (2) του άρθρου 8 και εφόσον η εν λόγω διαφορά συνίσταται στη συγκεκριμένη εκπαίδευση που απαιτείται στη Δημοκρατία και η οποία αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τη βεβαίωση επάρκειας ή τον τίτλο εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτητής.
(2) Εάν το αρμόδιο όργανο κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο εδάφιο (1), οφείλει να παρέχει στον αιτητή την ευχέρεια επιλογής μεταξύ της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας.
(3) Εφόσον το αρμόδιο όργανο πιστεύει ότι, για ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, είναι απαραίτητη η παρέκκλιση από την επιλογή που παρέχεται στον αιτητή μεταξύ της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας δυνάμει του εδαφίου (1), ενημερώνει σχετικώς εκ των προτέρων τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή, προσκομίζοντας κατάλληλη αιτιολόγηση για την εν λόγω παρέκκλιση.
(4) Εάν η Επιτροπή, αφού λάβει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, θεωρεί ότι η αναφερόμενη στο εδάφιο (3) παρέκκλιση δεν ενδείκνυται ή δεν συνάδει προς την κοινοτική νομοθεσία, ζητεί από το αρμόδιο όργανο, εντός τριών μηνών, να μην λάβει το εξεταζόμενο μέτρο. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν απαντήσει μετά την εν λόγω προθεσμία η παρέκκλιση δύναται να εφαρμοστεί.
(5) Κατά παρέκκλιση της αρχής που αναφέρεται στο εδάφιο (2), σύμφωνα με την οποία ο αιτητής έχει το δικαίωμα επιλογής, όσον αφορά τα επαγγέλματα για την άσκηση των οποίων απαιτείται συγκεκριμένη γνώση του εθνικού δικαίου και των οποίων ουσιαστικό και σταθερό στοιχείο της επαγγελματικής δραστηριότητας είναι η παροχή συμβουλών ή/και βοήθειας σχετικά με το εθνικό δίκαιο, το αρμόδιο όργανο μπορεί να ορίζει είτε περίοδο προσαρμογής είτε δοκιμασία επάρκειας.
(6) Στις δραστηριότητες του Παραρτήματος IV όταν ο αιτητής δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 21, 22 και 23, το αρμόδιο όργανο δύναται να απαιτήσει περίοδο προσαρμογής ή δοκιμασία επάρκειας όταν ο αιτητής προτίθεται να ασκήσει, ως αυτοαπασχολούμενος ή ως διευθυντής επιχειρήσεως, επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες απαιτούν τη γνώση και εφαρμογή ισχυόντων ειδικών εθνικών κανόνων, στο μέτρο που η γνώση και εφαρμογή των εθνικών αυτών κανόνων απαιτούνται από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας για την πρόσβαση των Κυπρίων πολιτών στη σχετική δραστηριότητα.
(7) Για σκοπούς εφαρμογής των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1), νοούνται ως «τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικοί» οι τομείς των οποίων η γνώση είναι απαραίτητη για την άσκηση του επαγγέλματος και ως προς τους οποίους η εκπαίδευση που έχει λάβει ο αιτητής παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη διάρκεια ή το περιεχόμενο σε σχέση με την εκπαίδευση που απαιτείται στη Δημοκρατία.
(8) Το εδάφιο (1) εφαρμόζεται δεόντως τηρούμενης της αρχής της αναλογικότητας. Ειδικότερα, εάν το αρμόδιο όργανο προτίθεται να απαιτήσει από τον αιτούντα την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής ή την υποβολή του σε δοκιμασία επάρκειας, πρέπει κατ' αρχήν να εξακριβώσει κατά πόσον οι γνώσεις που έχει αποκτήσει ο αιτητής κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής πείρας του σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα είναι ικανές να καλύψουν, πλήρως ή μερικώς, την ουσιώδη διαφορά, η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (7).