93.-(1) Νομικά πρόσωπα τα οποία άρχισαν να ασκούν νομίμως δραστηριότητες ιδρύματος πληρωμών στη Δημοκρατία πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2007 και τα οποία δεν παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης για τη μεταφορά χρημάτων, δικαιούνται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές εφόσον, το αργότερο μέχρι την 30η Απριλίου 2011, λάβουν άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών:
Νοείται ότι τα πρόσωπα αυτά -
(α) δεν απολαύουν του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 23, προτού λάβουν άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών∙ και
(β) υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2006 περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, χωρίς προηγούμενη αίτηση, στα νομικά πρόσωπα στα οποία χορήγησε άδεια για την ίδρυση και λειτουργία επιχείρησης παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά χρημάτων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η άδεια για την ίδρυση και λειτουργία επιχείρησης παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά χρημάτων χορηγήθηκε πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2007 και δεν έχει ανακληθεί∙
(β) δεν συντρέχει λόγος ανάκλησης της πιο πάνω άδειας λειτουργίας∙
(γ) η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει ήδη αποδείξεις ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών:
Νοείται ότι η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τάσσει προθεσμία στα πρόσωπα αυτά προς συμπλήρωση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών επί ποινή ανάκλησης της άδειας για την ίδρυση και λειτουργία επιχείρησης παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά χρημάτων. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τα πρόσωπα αυτά πριν από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.
(3) Θυγατρικές εταιρείες τραπεζών οι οποίες άρχισαν πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2007 να διενεργούν πράξεις πληρωμής κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, ως οι εν λόγω Νόμοι ίσχυαν κατά την εν λόγω ημερομηνία, λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, χωρίς προηγούμενη αίτηση, εφόσον γνωστοποιήσουν στην Κεντρική Τράπεζα την εν λόγω δραστηριότητα μέχρι την 25η Δεκεμβρίου 2009 και εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που ήθελε ορίσει με οδηγία της η Κεντρική Τράπεζα:
Νοείται ότι άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών που χορηγείται δυνάμει του παρόντος εδαφίου μπορεί να παύσει, να ανακληθεί ή/και να ανασταλεί κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 16 έως 18 του παρόντος Νόμου.
(4) Τα πρόσωπα των εδαφίων (1) έως (3), για όσο χρόνο συνεχίζουν να ασκούν δραστηριότητες χωρίς άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, εξακολουθούν να υπόκεινται στις προϋποθέσεις αδειοδότησης και τις διατάξεις προληπτικής εποπτείας που ίσχυαν στη Δημοκρατία πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(5) Τα πρόσωπα των εδαφίων (1) έως (3) υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις διατάξεις των Μερών IV έως IX του παρόντος Νόμου και με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009. Για σκοπούς εφαρμογής των Μερών IV έως IX, τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται ιδρύματα πληρωμών και υπόκεινται στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας, εφαρμοζομένων των άρθρων 84, 85, 86 και 88.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε σχέση με την εφαρμογή των εδαφίων (2) και (3).