Για σκοπούς -
(α) εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ», εξαιρουμένων των Άρθρων 89 έως 93 αυτής, όπως έχει διορθωθεί και όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
(β) αποτελεσματικής εφαρμογής της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην κοινότητα και την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«άμεση χρέωση» σημαίνει υπηρεσία πληρωμών κατά την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή για πράξη πληρωμής την οποία κινεί ο δικαιούχος βάσει της εξουσιοδότησης του πληρωτή, η οποία εξουσιοδότηση διαβιβάζεται στο δικαιούχο, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ίδιου του πληρωτή·
«αντιπρόσωπος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσίες πληρωμών εξ ονόματος ενός ιδρύματος πληρωμών·
«αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης» σημαίνει συνδυασμό γραμμάτων, αριθμών ή συμβόλων που ορίζει για το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και τον οποίο πρέπει να διαβιβάσει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για τη βέβαιη ταυτοποίηση του άλλου χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ή/και του λογαριασμού πληρωμών του άλλου χρήστη για μια πράξη πληρωμής·
«δικαιούχος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι ο σκοπούμενος αποδέκτης των χρηματικών ποσών που αποτελούν αντικείμενο μιας πράξης πληρωμής·
«ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει εξασφαλίσει άδεια δυνάμει του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου·
«εντολή πληρωμής» σημαίνει κάθε οδηγία του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·
«εξακρίβωση γνησιότητας» σημαίνει διαδικασία η οποία επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να επαληθεύει τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των εξατομικευμένων στοιχείων ασφαλείας του μέσου πληρωμών·
«επιτόκιο αναφοράς» σημαίνει επιτόκιο που -
(α) χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό του επιτοκίου που θα χρησιμοποιηθεί, και
(β) προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό δυνάμενη να ελεγχθεί από αμφότερα τα μέρη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών·
«εργάσιμη ημέρα» σημαίνει κάθε ημέρα κατά την οποία λειτουργεί για σκοπούς εκτέλεσης πράξεων πληρωμής ο κατά περίπτωση πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή του δικαιούχου·
«ημερομηνία αξίας» σημαίνει το χρονικό σημείο αναφοράς που χρησιμοποιεί ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τον υπολογισμό των τόκων επί των χρηματικών ποσών με τα οποία χρεώνεται ή πιστώνεται ένας λογαριασμός πληρωμών·
«θυγατρική εταιρεία» σημαίνει -
(α) θυγατρική εταιρεία κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, ή
(β) θυγατρική εταιρεία άλλης εταιρείας καθότι η τελευταία ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην πρώτη∙
«ίδρυμα πληρωμών» σημαίνει πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσίες πληρωμών δυνάμει του Μέρους III· για σκοπούς του κεφαλαίου Δ του Μέρους III, «ίδρυμα πληρωμών» σημαίνει νομικό πρόσωπο το οποίο έχει λάβει και διατηρεί άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα ή από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους για να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην κοινότητα και στην κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«καταναλωτής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά συμβάσεις παροχής υπηρεσιών πληρωμών που καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο, ενεργεί για σκοπούς άσχετους με την εμπορική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·
«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή, εάν σύμφωνα με τη νομοθεσία βάσει της οποίας ιδρύθηκε, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του·
«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο ένας πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έχει αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα, ή παρέχει υπηρεσίες πληρωμών·
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙
«λογαριασμός πληρωμών» σημαίνει λογαριασμό ο οποίος τηρείται στο όνομα ενός ή περισσοτέρων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής·
«μέσο ανθεκτικό στο χρόνο» σημαίνει κάθε μέσο που επιτρέπει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να αποθηκεύει τις πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν ώστε στη συνέχεια να είναι δυνατή, αφενός, η πρόσβαση στις πληροφορίες για χρονικό διάστημα ανταποκρινόμενο στο σκοπό τους και, αφετέρου, η ακριβής αναπαραγωγή τους·
«μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως» σημαίνει κάθε μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του παρόχου και του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών·
«μέσο πληρωμών» σημαίνει κάθε εξατομικευμένο μηχανισμό ή/και σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τα οποία χρησιμοποιεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προκειμένου να κινήσει εντολή πληρωμής·
ο όρος «μητρική εταιρεία» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου∙
«οδηγία», αναφορικά με οδηγία που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου, σημαίνει οδηγία που συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙
«Οδηγία 2007/64/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ», όπως έχει έκτοτε διορθωθεί και όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«όμιλος» σημαίνει όμιλο επιχειρήσεων που αποτελείται από-
(α) μια μητρική επιχείρηση,
(β) τις θυγατρικές της,
(γ) τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν οποιαδήποτε συμμετοχή,
(δ)(i) την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται με τη μητρική επιχείρηση με τις σχέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), έχουν τεθεί με τη μητρική επιχείρηση υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν σύμβασης που έχει συναφθεί με τη μητρική επιχείρηση ή σύμφωνα με τους όρους των καταστατικών τους, ή
(ii) την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται με τη μητρική επιχείρηση με τις σχέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειονότητα από τα ίδια τα πρόσωπα, τα οποία ασκούν καθήκοντα κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών·
«πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» σημαίνει πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4·
«πληρωτής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει μεταφορά από αυτόν το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δίνει εντολή πληρωμής·
«πολύ μικρή επιχείρηση» σημαίνει επιχείρηση η οποία, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης παροχής υπηρεσίας πληρωμών, είναι επιχείρηση κατά την έννοια του Άρθρου 1 και του Άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, του παραρτήματος της Σύστασης 2003/361/ΕΚ·
«πράξη πληρωμής» σημαίνει, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου, ενέργεια στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος και η οποία συνίσταται στην καταβολή, μεταφορά ή ανάληψη χρηματικών ποσών·
«σύμβαση-πλαίσιο» σημαίνει σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών η οποία διέπει τη μελλοντική εκτέλεση ατομικών και διαδοχικών πράξεων πληρωμής και η οποία μπορεί να περιέχει την υποχρέωση και τους όρους ανοίγματος και λειτουργίας λογαριασμού πληρωμών·
«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαρτίου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς» σημαίνει τη συναλλαγματική ισοτιμία που -
(α) χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας που θα χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένη μετατροπή νομίσματος, και
(β) καθίσταται διαθέσιμη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό·
ο όρος «συνεταιρισμός» έχει την έννοια που του αποδίδει ο περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος·
«Σύσταση 2003/361/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Σύσταση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«σύστημα πληρωμών» σημαίνει σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών το οποίο διέπεται από τυποποιημένες διαδικασίες για την επεξεργασία, την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό πράξεων πληρωμής·
«υπηρεσία εμβασμάτων» σημαίνει υπηρεσία πληρωμών κατά την οποία λαμβάνεται χρηματικό ποσό από πληρωτή, χωρίς να δημιουργείται λογαριασμός πληρωμών στο όνομα του πληρωτή ή του δικαιούχου, με μοναδικό σκοπό τη μεταφορά αντίστοιχου ποσού σε δικαιούχο ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ενεργεί για λογαριασμό του δικαιούχου, ή/και κατά την οποία αυτό το χρηματικό ποσό λαμβάνεται για λογαριασμό του δικαιούχου και τίθεται στη διάθεσή του·
«Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» ή «ΥΕΑΣΕ» σημαίνει -
(α) την Επιτροπή της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών σε ό,τι αφορά αρμοδιότητες έκδοσης οδηγιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, και
(β) τον Έφορο της εν λόγω Υπηρεσίας σε ό,τι αφορά οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«υπηρεσίες πληρωμών» σημαίνει μία ή περισσότερες από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα·
«υποκατάστημα» σημαίνει τόπο διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας, πλην των κεντρικών γραφείων, ο οποίος αποτελεί τμήμα ιδρύματος πληρωμών, στερείται νομικής προσωπικότητας και στον οποίο διενεργούνται απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, οι πράξεις που συνιστούν την επιχειρηματική δραστηριότητα ενός ιδρύματος πληρωμών· όλοι οι τόποι από τους οποίους ένα ίδρυμα πληρωμών διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες, σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του, θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα·
«χρηματικό ποσό» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
(α) Τραπεζογραμμάτια,
(β) κέρματα,
(γ) λογιστικό χρήμα,
(δ) ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί των Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου·
«χρήστης υπηρεσιών πληρωμών» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής ή δικαιούχος ή και με τις δύο ιδιότητες.
3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται
(α) στις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται στη Δημοκρατία
(β) στις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται σε άλλο κράτος μέλος από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για τον οποίο η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος καταγωγής:
Νοείται ότι τα Μέρη IV έως IX δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που οι υπηρεσίες πληρωμών παρέχονται από τον εν λόγω πάροχο μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου.
(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1), τα Μέρη IV έως ΙΧ εφαρμόζονται στις υπηρεσίες πληρωμών που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Αμφότεροι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ή ο κοινός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και του δικαιούχου είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο ή σε διαφορετικά κράτη μέλη, και
(β) η υπηρεσία πληρωμών παρέχεται σε ευρώ ή στο νόμισμα κράτους μέλους:
Νοείται ότι, για την εφαρμογή των προαναφερόμενων Μερών είναι αδιάφορος ο τόπος εγκατάστασης παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος εμπλέκεται λόγω εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής ή εκτέλεσης χωρίς εξουσιοδότηση και είναι αδιάφορο το νόμισμα στο οποίο εκτελέστηκε λόγω σφάλματος η πράξη πληρωμής, καθώς και το νόμισμα στο οποίο εκτελέστηκε πράξη πληρωμής χωρίς εξουσιοδότηση.
(3) Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο (α) του εδαφίου (2), το άρθρο 65 εφαρμόζεται και όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, του πληρωτή ή του δικαιούχου, ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής, δεν είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος.
(4) Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2), τα άρθρα 27 έως 42, το εδάφιο (1) του άρθρου 44, τα άρθρα 47, 53 έως 57, 59 έως 61, καθώς και, σε όση έκταση αφορούν τις προηγούμενες διατάξεις, τα άρθρα 26 και 48 έως 50:
(α) Εφαρμόζονται και όταν μόνο ο ένας πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, του πληρωτή ή του δικαιούχου, είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος·
(β) εφαρμόζονται και σε υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται σε νόμισμα άλλο από ευρώ ή νόμισμα κράτους μέλους.
(5) Εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου-
(α) πράξεις πληρωμής αποκλειστικά σε μετρητά από τον πληρωτή στο δικαιούχο, χωρίς καμία ενδιάμεση παρέμβαση·
(β) πράξεις πληρωμής από τον πληρωτή στο δικαιούχο, οι οποίες απορρέουν από πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και πραγματοποιούνται μέσω εμπορικού αντιπροσώπου εξουσιοδοτημένου να διαπραγματεύεται ή να συνάπτει την πώληση ή συμφωνία πώλησης αγαθών ή τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών εξ ονόματος του πληρωτή ή του δικαιούχου·
(γ) η κατ’ επάγγελμα υλική μεταφορά χαρτονομισμάτων και κερμάτων, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής, της επεξεργασίας και της παράδοσής τους·
(δ) πράξεις πληρωμής συνιστάμενες στη μη κατ’ επάγγελμα συγκέντρωση και παράδοση μετρητών στο πλαίσιο φιλανθρωπικής ή μη κερδοσκοπικής δραστηριότητας·
(ε) σε υπηρεσίες κατά τις οποίες καταβάλλονται μετρητά -
(i) από το δικαιούχο στον πληρωτή,
(ii) ως μέρος πράξης πληρωμής για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, και
(iii) κατόπιν ρητής αίτησης του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών η οποία υποβάλλεται αμέσως πριν από την εκτέλεση της εν λόγω πράξης πληρωμής·
(στ) υπηρεσίες μετατροπής συναλλάγματος όπου καταβάλλονται εκατέρωθεν μετρητά χωρίς τήρηση του χρηματικού ποσού σε λογαριασμό πληρωμής·
(ζ) πράξεις πληρωμής που βασίζονται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αξιόγραφα, τα οποία εκδίδονται επί του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για να τεθούν χρηματικά ποσά στη διάθεση του δικαιούχου:
(i) Επιταγές, συναλλαγματικές και γραμμάτια κατά την έννοια του περί Συναλλαγματικών Νόμου ή/και των άρθρων 78 έως 81 του περί Συμβάσεων Νόμου:
Νοείται ότι, η παρούσα εξαίρεση καλύπτει επιταγές οι οποίες παρουσιάζονται από τραπεζίτη προς τραπεζίτη με ηλεκτρονικά μέσα,
(ii) έντυπα παραστατικά,
(iii) έντυπες ταξιδιωτικές επιταγές,
(iv) ταχυδρομικές επιταγές οι οποίες διαβιβάζονται μέσω εντύπου κατά την έννοια του καταστατικού και οιωνδήποτε συμφωνιών και κανονισμών της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·
(η) πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συστήματος πληρωμών ή διακανονισμού αξιογράφων μεταξύ διακανονιστών, κεντρικών αντισυμβαλλομένων, συμψηφιστικών γραφείων ή/και κεντρικών τραπεζών και άλλων συμμετεχόντων στο σύστημα, και παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, με την επιφύλαξη οδηγίας που η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει δυνάμει του άρθρου 5, με σκοπό την εναρμόνιση με το Άρθρο 28 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ·
(θ) πράξεις πληρωμής που αφορούν την εξυπηρέτηση περιουσιακών στοιχείων αποτελούμενων από τίτλους, περιλαμβανομένης της πληρωμής μερισμάτων, εισοδήματος ή άλλων ποσών προς διανομή, ή της εξαγοράς ή πώλησης, που διενεργούνται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (η) ή από εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, τράπεζα, συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικής επένδυσης σε κινητές αξίες, ή επιχείρηση διαχείρισης που παρέχει υπηρεσίες επενδύσεων και κάθε άλλη οντότητα που επιτρέπεται να φυλάσσει χρηματοοικονομικά μέσα∙
(ι) η παροχή τεχνικών υπηρεσιών προς υποστήριξη της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, εφόσον τα υπό μεταφορά χρηματικά ποσά δεν περιέρχονται ποτέ στην κατοχή των παρόχων τεχνικών υπηρεσιών· στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονται η επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης και προστασίας της ιδιωτικότητας, η ταυτοποίηση δεδομένων και προσώπων, οι υπηρεσίες πληροφορικής και η παροχή δικτύου επικοινωνιών, καθώς και η παροχή και συντήρηση τερματικών και συσκευών που χρησιμοποιούνται για τις υπηρεσίες πληρωμών·
(ια) υπηρεσίες που βασίζονται σε μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών αποκλειστικά:
(i) Εντός της επαγγελματικής στέγης του εκδότη του μέσου, ή
(ii) κατόπιν εμπορικής συμφωνίας με τον εκδότη, εντός περιορισμένου δικτύου παρόχων υπηρεσιών ή για περιορισμένο φάσμα αγαθών ή υπηρεσιών·
(ιβ) πράξεις πληρωμής οι οποίες εκτελούνται μέσω τηλεπικοινωνιακής ή ψηφιακής συσκευής ή συσκευής πληροφορικής, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Τα πωλούμενα αγαθά ή οι παρεχόμενες υπηρεσίες παραδίδονται και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν μέσω τηλεπικοινωνιακής ή ψηφιακής συσκευής ή συσκευής πληροφορικής, και
(ii) ο παρέχων τη σύνδεση δεν ενεργεί ως απλός μεσάζων μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του πωλητή των αγαθών ή του παρόχου των υπηρεσιών·
(ιγ) πράξεις πληρωμής οι οποίες πραγματοποιούνται για ίδιο λογαριασμό μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, των αντιπροσώπων ή των υποκαταστημάτων τους·
(ιδ) πράξεις πληρωμής μεταξύ εταιρείας και θυγατρικής της ή μεταξύ εταιρειών που έχουν κοινή μητρική εταιρεία, χωρίς καμία ενδιάμεση παρέμβαση από πρόσωπο άλλο από εταιρεία του ίδιου ομίλου· και
(ιε) υπηρεσίες ανάληψης μετρητών μέσω αυτόματων ταμειολογιστικών μηχανών παρεχόμενες από πρόσωπα τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Ενεργούν για λογαριασμό ενός ή περισσότερων εκδοτών καρτών,
(ii) δεν συμβάλλονται στη σύμβαση-πλαίσιο με τον πελάτη που αναλαμβάνει μετρητά από λογαριασμό πληρωμής, και
(iii) δεν παρέχουν άλλες υπηρεσίες πληρωμών:
Νοείται ότι, τα πρόσωπα αυτά υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 44 και 47.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγίες της να εξειδικεύει τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (5), ιδίως να ορίζει τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται -
(α) η έννοια των έντυπων παραστατικών στην παράγραφο (ζ)·
(β) το περιορισμένο δίκτυο παρόχων υπηρεσιών ή/και το περιορισμένο φάσμα αγαθών ή υπηρεσιών στην παράγραφο (ια)∙ και
(γ) πότε ο φορέας εκμετάλλευσης δεν ενεργεί ως απλός μεσάζων μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του προμηθευτή των αγαθών και υπηρεσιών στην παράγραφο (ιβ).
(7) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίζει με οδηγία της ότι για την παροχή των υπηρεσιών που περιγράφονται στις παραγράφους (ια) και (ιε) του εδαφίου (5) απαιτείται προηγούμενη άδεια της Κεντρικής Τράπεζας. Για το σκοπό αυτό, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίζει ότι το σύνολο ή μέρος των διατάξεων του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται στα πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές.
4.-(1) Μόνο τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) επιτρέπεται να παρέχουν ή να παρουσιάζονται ότι παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών στη Δημοκρατία ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα. Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, η παροχή υπηρεσιών στη Δημοκρατία περιλαμβάνει -
(α) οποιαδήποτε παροχή ή πρόταση για παροχή υπηρεσιών πληρωμών, η οποία προέρχεται από τόπο εκτός της Δημοκρατίας και απευθύνεται προς πρόσωπα που βρίσκονται, κατοικούν ή διαμένουν στη Δημοκρατία, εφόσον η ως άνω παροχή ή πρόταση περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά το χρόνο που βρίσκονται , κατοικούν ή διαμένουν στη Δημοκρατία ή εφόσον η σχετική σύμβαση καταρτίζεται στη Δημοκρατία∙
(β) οποιαδήποτε παροχή ή πρόταση για παροχή υπηρεσιών πληρωμών, η οποία προέρχεται από τη Δημοκρατία ή από πρόσωπο που βρίσκεται, κατοικεί ή διαμένει στη Δημοκρατία και απευθύνεται προς πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται, κατοικούν ή διαμένουν εντός ή εκτός της Δημοκρατίας· ή/και
(γ) οποιαδήποτε παροχή ή πρόταση για παροχή υπηρεσιών πληρωμών, η οποία προέρχεται από τη Δημοκρατία ή από πρόσωπο που βρίσκεται, κατοικεί ή διαμένει στη Δημοκρατία και ενεργεί ή παρουσιάζεται ότι ενεργεί υπό υπαλληλική ή άλλη ιδιότητα, εκ μέρους τρίτου προσώπου που βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας και απευθύνεται προς πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται, κατοικούν ή διαμένουν εντός ή εκτός της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι για το χαρακτηρισμό μιας υπηρεσίας πληρωμών ως παρεχόμενης στη Δημοκρατία σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, είναι αδιάφορος ο τόπος στον οποίο καταβάλλεται, ο τόπος προς τον οποίο ή από τον οποίο μεταφέρεται και ο τόπος από τον οποίο αναλαμβάνεται χρηματικό ποσό κατά την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής.
(2) Τα πρόσωπα που επιτρέπεται να παρέχουν ή να παρουσιάζονται ότι παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών στη Δημοκρατία είναι-
(α) τράπεζες κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·
(β) τράπεζες οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών·
(γ) συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·
(δ) ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από το άρθρο 2 του περί των Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου του 2004, τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα ή από την ΥΕΑΣΕ ή από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών·
(ε) ιδρύματα τα οποία παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες πληρωμών βάσει σχετικής νομοθεσίας·
(στ) ιδρύματα πληρωμών κατά την έννοια του παρόντος Νόμου·
(ζ) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών ή άλλων δημόσιων αρχών·
(η) τα κράτη μέλη ή οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως δημοσίων αρχών.
(3) Ουδείς δικαιούται να εισπράξει οποιαδήποτε αμοιβή για υπηρεσίες που προσέφερε κατά παράβαση του εδαφίου (1).
(4) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται ποινικό αδίκημα δύναται για παράβαση του εδαφίου (1) να διατάξει την αναστολή της παροχής κάθε υπηρεσίας πληρωμών από τον κατηγορούμενο, για τέτοια χρονική περίοδο ως το δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογη, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη.
(5) Επιπρόσθετα με την επιβολή της ποινής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 87, το δικαστήριο το οποίο καταδικάζει πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση του εδαφίου (1) δύναται να διατάξει το καταδικαζόμενο πρόσωπο να μην παρέχει υπηρεσίες πληρωμών που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.
5.-(1) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 48 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου και του Μέρους X του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγίες της να ρυθμίζει την πρόσβαση και τους όρους συμμετοχής παρόχων υπηρεσιών πληρωμών στα συστήματα πληρωμών που λειτουργούν στη Δημοκρατία.
Οι διατάξεις των εν λόγω οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας συνιστούν όρους λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (4) του άρθρου 48 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα παραλαμβάνει καταγγελίες από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών σχετικές με την εφαρμογή των διατάξεων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη για σκοπούς εναρμόνισης με το Άρθρο 28 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ. Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί την καταγγελία και ανάλογα με την περίπτωση συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή του αντίστοιχου κράτους μέλους.
6.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ίδρυμα πληρωμών δύναται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μόνον εφόσον έχει λάβει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε εταιρείες οι οποίες πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία· και
(β) διατηρούν τα κεντρικά γραφεία τους στη Δημοκρατία.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει με οδηγία της όριο συνολικού ποσού πράξεων πληρωμής, μέχρι το οποίο επιτρέπεται η παροχή ορισμένων ή του συνόλου των υπηρεσιών πληρωμών από φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος Μέρους. Τα πρόσωπα αυτά εγγράφονται στο μητρώο του άρθρου 8 και υπόκεινται στους όρους που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγία της. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει σχετικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(3) Το κεφάλαιο Δ του παρόντος Μέρους δεν εφαρμόζεται στα πρόσωπα του εδαφίου (2).
7.-(1) Για την απόκτηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλλει αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα συνοδευόμενη από τα στοιχεία που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ζητεί οποτεδήποτε την παροχή στοιχείων από ίδρυμα πληρωμών που έχει αδειοδοτηθεί προκειμένου να διαπιστώνεται ότι το ίδρυμα πληρωμών συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες. Κατά την εξέταση της αίτησης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται κατά την κρίση της να διαβουλευθεί με κάθε άλλη αρχή στη Δημοκρατία.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια εφόσον, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με αρμοδιότητες κατανεμημένες κατά τρόπο σαφή, διαφανή και συνεκτικό, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών· το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί είναι εκτενείς και ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.
(4) Όταν ο αιτών ή ένα ήδη αδειοδοτημένο ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να παρέχει οποιαδήποτε υπηρεσία πληρωμών παράλληλα με την άσκηση άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί τη σύσταση χωριστού νομικού προσώπου για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών όταν οι άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, είτε θίγουν ή υπάρχει κίνδυνος να θίξουν την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος είτε δυσχεραίνουν την Κεντρική Τράπεζα στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης του ιδρύματος πληρωμών προς τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες.
Η Κεντρική Τράπεζα δύναται για τους ίδιους λόγους να απαιτήσει τη σύσταση χωριστού νομικού προσώπου και μετά την έναρξη άσκησης άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα δεν χορηγεί άδεια εάν, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστούν η ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχει πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των προσώπων-
(α) που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε σχέση με αυτό, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο «έλεγχος» στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή
(β) τα οποία είναι συνεταίροι του συνεταιρισμού που ζητεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.
(6) Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας. Στην περίπτωση όπου ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς, υπάγονται σε νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον οι διατάξεις αυτές, λαμβανομένων υπόψη τυχόν δυσχερειών που προκύπτουν κατά την εφαρμογή τους, δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας.
(7) Στην άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών αναγράφεται το όνομα του ιδρύματος πληρωμών, ο αριθμός και η ημερομηνία έκδοσης της άδειας, οι υπηρεσίες πληρωμών που επιτρέπεται να παρέχει καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που η Κεντρική Τράπεζα κρίνει απαραίτητο.
(8) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, να καθορίζει, να εξειδικεύει ή να διευκρινίζει τις υποχρεώσεις του ιδρύματος πληρωμών και των αρμόδιων προσώπων του καθώς και οποιοδήποτε θέμα χρήζει χειρισμού δυνάμει του παρόντος Μέρους.
8.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δημιουργεί και ενημερώνει τακτικά δημόσιο μητρώο στο οποίο εγγράφονται τα ιδρύματα πληρωμών στα οποία χορηγεί άδεια λειτουργίας, οι αντιπρόσωποι και τα υποκαταστήματά τους.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει με οδηγία της τις καταχωρητέες πληροφορίες και τη λειτουργία του μητρώου.
9.-(1) Η εταιρεία που ζητεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών οφείλει να έχει αρχικό κεφάλαιο τουλάχιστον-
(α) 20 χιλιάδων ευρώ, όταν προτίθεται να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών του σημείου 6 του Παραρτήματος·
(β) 50 χιλιάδων ευρώ, όταν προτίθεται να παρέχει την υπηρεσία πληρωμών του σημείου 7 του Παραρτήματος· και
(γ) 125 χιλιάδων ευρώ, όταν προτίθεται να παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 1 έως 5 του Παραρτήματος.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει με οδηγία της τη σύνθεση του αρχικού κεφαλαίου.
(3) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διαθέτει καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του ίδια κεφάλαια, την σύνθεση των οποίων καθορίζει με οδηγία της η Κεντρική Τράπεζα.
(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει για έκαστο ίδρυμα πληρωμών τις μεθόδους για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο εδάφιο (3), με οδηγία της η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα πληρωμών.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στη παράγραφο (α) με άλλην οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα πληρωμών με σκοπό -
(i) να καθορίζει άλλη μέθοδο για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο εδάφιο (3),
(ii) να υποδεικνύει τον τρόπο εφαρμογής της εκάστοτε καθορισμένης μεθόδου υπολογισμού, ή/και
(iii) αφού αξιολογήσει τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, τις βάσεις δεδομένων σχετικά με τον κίνδυνο ζημίας και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να αυξάνει έως 20% ή να μειώνει έως 20% το ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από την εκάστοτε καθορισμένη μέθοδο.
(5) Έκαστο ίδρυμα πληρωμών, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (4), οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.
(6) Τηρουμένων των προϋποθέσεων που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (4), να εξαιρεί από την υποχρέωση εφαρμογής μεθόδου για τον υπολογισμό ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων, ίδρυμα πληρωμών που περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία της τράπεζας ή του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση. Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την εν λόγω εξαίρεση με οδηγία της η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα πληρωμών.
(7) Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να μειωθούν κάτω από το επίπεδο του αρχικού κεφαλαίου κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).
10.-(1)(α) Τα ιδρύματα πληρωμών υποχρεούνται να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής. Όταν ένα τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα πληρωμών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του παρόντος άρθρου.
(β) Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο (α), αν το τμήμα χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής, κατά τα προβλεπόμενα στην εν λόγω παράγραφο, κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να προβλέπει ότι -
(i) το σχετικό ίδρυμα πληρωμών δύναται να αιτείται την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας ώστε οι απαιτήσεις διασφάλισης να αφορούν ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα πληρωμών, και
(ii) η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα εκτιμάται εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγίες-
(α) να καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(β) να περιορίζει την υποχρέωση διασφάλισης θέτοντας, κατά χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ανώτατο όριο μη διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(γ) να καθορίζει τους τρόπους διασφάλισης∙
(δ) να ορίζει ότι, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών διαλύεται ή/και τίθεται υπό εκκαθάριση, τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά διαχωρίζονται από την περιουσία του ιδρύματος πληρωμών και παραδίνονται στους δικαιούχους τους∙ και
(ε) να εξαιρεί από την υποχρέωση διασφάλισης τα ιδρύματα πληρωμών, τα οποία δεν ασκούν άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
11.-(1) Κάθε ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της:
Νοείται ότι, για σκοπούς εποπτείας του ιδρύματος πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει, εξειδικεύει και διευκρινίζει με οδηγίες της κάθε θέμα σχετικό με τη σύνταξη οικονομικών καταστάσεων ως προς τις υπηρεσίες πληρωμών και ως προς άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες ασκεί το ίδρυμα πληρωμών.
(2) Ο ελεγκτής ιδρύματος πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην Κεντρική Τράπεζα κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά το ίδρυμα πληρωμών, των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχό του και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν-
(α) να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θέτουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν την παροχή υπηρεσιών πληρωμών∙
(β) να επηρεάσει τη συνεχή λειτουργία του ιδρύματος πληρωμών∙ ή
(γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.
(3) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (2) υποχρέωση ισχύει για ελεγκτή ιδρύματος πληρωμών όσον αφορά τα γεγονότα ή τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχο μιας επιχείρησης που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια που αποδίδεται στους όρους «στενοί δεσμοί» και «δεσμός ελέγχου», τηρουμένων των αναλογιών, στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου.
(4) Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας στην οποία τυχόν υπόκειται ελεγκτής ιδρύματος πληρωμών δεν θα θεωρείται ότι παραβιάζεται με την καλόπιστη γνωστοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα των πιο πάνω γεγονότων και αποφάσεων. Η γνωστοποίηση αυτή δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη του ελεγκτή.
12.-(1) Με την επιφύλαξη του ισχύοντος δικαίου, τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να ασκούν, πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, εμπορική δραστηριότητα ή επιχείρηση, περιλαμβανομένης της λειτουργίας συστημάτων πληρωμών η οποία λειτουργία συμμορφούται με την οδηγία που η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει δυνάμει του άρθρου 5, με σκοπό την εναρμόνιση με το Άρθρο 28 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ.
(2) Παρά τυχόν απαίτηση προηγούμενης αδειοδότησης για την άσκηση δεδομένης δραστηριότητας, τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να παρέχουν λειτουργικές και στενά συνδεόμενες επικουρικές υπηρεσίες προς εξυπηρέτηση της παρεχόμενης υπηρεσίας πληρωμών. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξειδικεύει το παρόν εδάφιο με οδηγία της.
(3) Τα ιδρύματα πληρωμών απαγορεύεται -
(α) να διεξάγουν εργασίες αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των άρθρων 2 και 3(1) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή των άρθρων 2 και 41Α(1) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου∙ και
(β) να τηρούν λογαριασμούς πληρωμών που δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εκτέλεση πράξεων πληρωμών όταν παρέχουν υπηρεσία πληρωμών:
Νοείται ότι η παραλαβή χρηματικών ποσών από τους χρήστες για την εκτέλεση πράξης πληρωμής, δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, που αναφέρονται στην παράγραφο (α), ούτε ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια του περί Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου.
(4) Τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να χορηγούν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 4, 5 ή 7 του Παραρτήματος εφόσον τηρούν όρους που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγίες της.
13. Η Κεντρική Τράπεζα οφείλει, εντός τριών μηνών από την παραλαβή δεόντως συμπληρωμένης αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, να αποφασίσει επί της αίτησης και να ενημερώσει την αιτήτρια για τη χορήγηση άδειας ή την απόρριψη της αίτησης. Η αίτηση θεωρείται δεόντως συμπληρωμένη μόνο στις περιπτώσεις που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες και συνοδεύεται από όλα τα στοιχεία και έντυπα που ορίζονται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7. Η απόρριψη της αίτησης αιτιολογείται κατάλληλα.
14. Καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, το ίδρυμα πληρωμών οφείλει να γνωστοποιεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην Κεντρική Τράπεζα οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών, στοιχείων και εντύπων που υποβάλλονται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7.
15. Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας σε πρόσθετες υπηρεσίες πληρωμών, υποβάλλει σχετική αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα η οποία συνοδεύεται από πληροφορίες, στοιχεία και έντυπα κατά τα προβλεπόμενα δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7. Η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει επί της αίτησης κατά τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
16.-(1) Άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών παύει αυτοδικαίως να ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όπου ίδρυμα πληρωμών δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών από την ημερομηνία έκδοσής της:
Νοείται ότι, εάν ίδρυμα πληρωμών κάνει μερική χρήση της άδειας λειτουργίας, η άδεια παύει να ισχύει ως προς εκείνες τις υπηρεσίες για τις οποίες δεν έχει γίνει χρήση της άδειας·
(β) όπου ίδρυμα πληρωμών παραιτείται ρητώς από την άδεια λειτουργίας·
(γ) όπου ίδρυμα πληρωμών δεν έχει παράσχει υπηρεσίες πληρωμών για περίοδο μεγαλύτερη από έξι μήνες:
Νοείται ότι, εάν ίδρυμα πληρωμών δεν έχει παράσχει όλες τις υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας, η άδεια παύει να ισχύει ως προς εκείνες τις υπηρεσίες που δεν έχουν παρασχεθεί.
(2) Το ίδρυμα πληρωμών οφείλει να ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την παύση ισχύος της άδειας λειτουργίας.
17.-(1) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών σε περίπτωση κατά την οποία το ίδρυμα πληρωμών-
(α) εξασφάλισε τη χορήγηση άδειας λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·
(β) δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους·
(γ) θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα του συστήματος πληρωμών αν συνέχιζε τις εργασίες του σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξειδικεύει τη διαδικασία η οποία θα ακολουθείται για ανάκληση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.
(3) Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας αιτιολογείται, κοινοποιείται στο ίδρυμα πληρωμών, καταχωρίζεται στο μητρώο του άρθρου 8 και δημοσιοποιείται.
(4) Μετά την εν όλω ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η επιχείρηση παραμένει υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας, μέχρις ότου η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι έπαυσε η παροχή υπηρεσιών πληρωμών και τακτοποιήθηκαν όλες οι σχετικές υποχρεώσεις.
18. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αντί ανάκλησης ή άμεσα με την έναρξη διαδικασίας ανάκλησης, να αναστείλει εν όλω ή εν μέρει άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τάσσει προθεσμία προς συμμόρφωση, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας αναστέλλει ή/και ανακαλεί την άδεια λειτουργίας.
19.-(1) Εάν το ίδρυμα πληρωμών, για το οποίο η Δημοκρατία είναι κράτος-μέλος καταγωγής, προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου, αιτείται την εγγραφή του αντιπροσώπου στο μητρώο του άρθρου 8. Η αίτηση πρέπει να συνοδε ύεται από τα στοιχεία που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της.
(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δεν εγγράφει αντιπρόσωπο εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν δυνάμει του εδαφίου (1) είναι ορθά και ότι ο αντιπρόσωπος πληροί τα κριτήρια που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει την εγγραφή αντιπροσώπου ο οποίος έπαψε να πληροί τα κριτήρια αυτά.
(3) Εάν το ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου σε κράτος μέλος εκτός της Δημοκρατίας-
(α) ακολουθεί τις διαδικασίες του άρθρου 23, τηρουμένων των αναλογιών, και
(β) η Κεντρική Τράπεζα δεν εγγράφει τον αντιπρόσωπο αυτόν προτού διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και λάβει υπόψη τη γνώμη τους.
(4) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να μεριμνά ώστε τα υποκαταστήματά του και οι αντιπρόσωποι που ενεργούν εξ ονόματός του να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών προτού τους παράσχουν υπηρεσίες πληρωμών.
20. Εάν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέσει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε τρίτους εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, ενημερώνει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξειδικεύει με οδηγία της την έννοια των λειτουργικών δραστηριοτήτων και να ορίζει προϋποθέσεις για την ανάθεση αυτών σε τρίτους.
21. Το ίδρυμα πληρωμών ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων-
(α) για τις πράξεις και παραλείψεις των υπαλλήλων του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους,
(β) για τις πράξεις και παραλείψεις των αντιπροσώπων του, όταν αυτοί ενεργούν για λογαριασμό του ιδρύματος πληρωμών,
(γ) για τις πράξεις και παραλείψεις των υποκαταστημάτων του, και
(δ) για τις πράξεις και παραλείψεις των τρίτων στους οποίους έχει ανατεθεί λειτουργική δραστηριότητα, κατά την άσκηση αυτής της δραστηριότητας.
22. Χωρίς επηρεασμό του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και κάθε άλλης σχετικής νομοθεσίας, το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να τηρεί αρχείο για τους σκοπούς των άρθρων 4 και 5 και του παρόντος Μέρους, επί τουλάχιστον πέντε έτη.
23.-(1) Ίδρυμα πληρωμών που έλαβε άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών σε άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιεί την πρόθεσή του στην Κεντρική Τράπεζα παρέχοντας όσα στοιχεία η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγία της:
(2) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τις ακόλουθες πληροφορίες, εντός ενός μηνός από την παραλαβή τους:
(α) την επωνυμία και τη γεωγραφική διεύθυνση του ιδρύματος πληρωμών∙
(β) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διαχείριση του υποκαταστήματος ή/και του αντιπροσώπου∙
(γ) την οργανωτική δομή του ιδρύματος πληρωμών∙ και
(δ) το είδος των υπηρεσιών πληρωμών που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να παρέχει στο κράτος μέλος υποδοχής:
Νοείται ότι το ίδρυμα πληρωμών δεν δύναται να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από την πιο πάνω κοινοποίηση και ότι η Κεντρική Τράπεζα δύναται δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 81 να απαγορεύσει στο ίδρυμα πληρωμών την παροχή υπηρεσιών πληρωμών σε άλλο κράτος μέλος.
24.-(1) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1) του άρθρου 6, ίδρυμα πληρωμών, που έλαβε και διατηρεί άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους καταγωγής άλλου από τη Δημοκρατία, δύναται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών στη Δημοκρατία είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
(2) Oι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιούν στην Κεντρική Τράπεζα τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) την επωνυμία και τη γεωγραφική διεύθυνση του ιδρύματος πληρωμών∙
(β) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διαχείριση του υποκαταστήματος ή/και του αντιπροσώπου∙
(γ) την οργανωτική δομή του ιδρύματος πληρωμών∙ και
(δ) το είδος των υπηρεσιών πληρωμών που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να παρέχει στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι το ίδρυμα πληρωμών:
(α) δεν δύναται να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία πριν από την πιο πάνω κοινοποίηση και
(β) δεν δύναται να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου μετά την ανάκληση της εγγραφής του υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου από το αντίστοιχο δημόσιο μητρώο του κράτους μέλους καταγωγής.
25. Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 82, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές και να λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές, ανάλογα με την περίπτωση, του κράτους μέλους καταγωγής, κράτους μέλους υποδοχής ή μέλλοντος κράτους υποδοχής, κάθε πληροφορία σχετική με ίδρυμα πληρωμών, τους αντιπροσώπους και τα υποκαταστήματά του, καθώς και κάθε πληροφορία σχετική με τους τρίτους στους οποίους το ίδρυμα πληρωμών έχει αναθέσει λειτουργικές δραστηριότητες.
26. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται σε μεμονωμένες πράξεις πληρωμής, σε συμβάσεις-πλαίσια και σε πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από αυτές. Κάθε πράξη πληρωμής και κάθε όρος της σύμβασης που αντιβαίνει σε διάταξη του παρόντος Μέρους θεωρείται άκυρος, εκτός εάν-
(α) είναι ευνοϊκότερος για το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε σύγκριση με τη διάταξη στην οποία αντιβαίνει, ή
(β) ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι πρόσωπο άλλο από καταναλωτή ή πολύ μικρή επιχείρηση.
27.-(1) Ο πάροχος υπηρεσίας πληρωμών δεν επιτρέπεται να χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για πληροφορίες που υποχρεούται να παράσχει ή να καταστήσει διαθέσιμες δυνάμει του παρόντος Μέρους.
(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν χρέωση για την επιπλέον ή πιο συχνή πληροφόρηση ή για τη διαβίβαση των πληροφοριών με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που προσδιορίζεται στη σύμβαση-πλαίσιο, νοουμένου ότι η πληροφόρηση αυτή πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών. Η χρέωση πρέπει να είναι εύλογη και να αναλογεί στο πραγματικό κόστος το οποίο συνεπάγεται για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών η πραγματοποίηση της πληροφόρησης.
28. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών φέρει το βάρος απόδειξης ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις πληροφόρησης του παρόντος Μέρους.
29.-(1) Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής που δεν καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο.
(2) Όταν εντολή πληρωμής μεμονωμένης πράξης πληρωμής διαβιβάζεται με μέσο πληρωμής το οποίο καλύπτεται από σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τη μεμονωμένη πράξη πληρωμής δεν υποχρεούται να παράσχει ή να καταστήσει διαθέσιμες πληροφορίες οι οποίες, βάσει της σύμβασης-πλαισίου, έχουν ήδη δοθεί ή πρόκειται να δοθούν στο χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών.
30.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έχει υποχρέωση να θέτει στη διάθεση του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών σε ευπρόσιτη μορφή τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στα άρθρα 31 έως 33.
Κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έχει υποχρέωση να παρέχει τις πληροφορίες και τους όρους σε έντυπη μορφή ή σε άλλο ανθεκτικό στο χρόνο μέσο.
(2) Οι πληροφορίες και οι όροι πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες ή να παρέχονται κατά το εδάφιο (1) με διατύπωση εύκολα κατανοητή, σε σαφή και εύληπτη μορφή και σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία πληρωμών ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη.
(3) Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του σε σχέση με τις κατά το άρθρο 31 πληροφορίες και όρους, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να παράσχει σχέδιο της σύμβασης παροχής υπηρεσίας πληρωμών ή σχέδιο της εντολής πληρωμής.
31.-(1) Προτού ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεσμευτεί από προσφορά ή σύμβαση για την παροχή μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών, παρέχονται ή τίθενται στη διάθεσή του οι ακόλουθες πληροφορίες και όροι:
(α) καθορισμός των στοιχείων ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης, που είναι απαραίτητο να παράσχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή εκτέλεση της εντολής πληρωμής·
(β) η μέγιστη προθεσμία εντός της οποίας ο πάροχος της υπηρεσίας πληρωμών υποχρεούται να παράσχει την υπηρεσία πληρωμών·
(γ) όλες οι επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης στον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και, ανάλογα με την περίπτωση, η ανάλυση των ποσών των τυχόν επιβαρύνσεων· η πληροφόρηση περιλαμβάνει τόσο την προμήθεια του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών όσο και όλα τα πληρωτέα τέλη, δικαιώματα, χρεώσεις και έξοδα·
(δ) ανάλογα με την περίπτωση, η συναλλαγματική ισοτιμία ή η συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στην πράξη πληρωμής∙
(ε) τυχόν λοιποί όροι και σχετικές πληροφορίες από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 36.
(2) Εάν, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, συναφθεί σύμβαση παροχής μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να θέσει στη διάθεση του χρήστη τις κατά το εδάφιο (1) πληροφορίες και όρους πριν από την κατάρτιση της σύμβασης, ο πάροχος εκπληρώνει τη σχετική υποχρέωσή του αμέσως μετά την εκτέλεση της πράξης.
32. Αμέσως μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής, παρέχονται ή τίθενται στη διάθεση του πληρωτή από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών οι ακόλουθες πληροφορίες και όροι:
(α) τα στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να εντοπίσει την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, οι πληροφορίες που αφορούν το δικαιούχο·
(β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής·
(γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής και, ανάλογα με την περίπτωση, η ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών·
(δ) ανάλογα με την περίπτωση, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή σχετική αναφορά, σε περίπτωση που διαφέρει από την ισοτιμία που δόθηκε ως πληροφορία σύμφωνα με το εδάφιο (1)(δ) του άρθρου 31, και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος∙
(ε) η ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής.
33. Αμέσως μετά την εκτέλεση της εντολής πληρωμής, παρέχονται ή τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών οι ακόλουθες πληροφορίες και όροι:
(α) τα στοιχεία που επιτρέπουν στο δικαιούχο να εντοπίσει την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται μαζί με την πράξη πληρωμής·
(β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο τα χρηματικά ποσά τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου·
(γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο δικαιούχος και, ανάλογα με την περίπτωση, η ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών·
(δ) ανάλογα με την περίπτωση, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν από τη μετατροπή του νομίσματος∙
(ε) η ημερομηνία αξίας για την πίστωση, στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται ημερομηνία αξίας από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
34. Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο.
35.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έχει υποχρέωση να παρέχει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, τις πληροφορίες και τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 36, 39, 40, 41 και 42, κατά το χρόνο που προβλέπεται για κάθε περίπτωση, σε έντυπη μορφή ή σε άλλο ανθεκτικό στο χρόνο μέσο. Η διατύπωση των πληροφοριών και όρων πρέπει να είναι εύκολα κατανοητή, η μορφή τους σαφής και εύληπτη και να παρέχονται σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία πληρωμών ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη.
(2) Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του σε σχέση με τις κατά το άρθρο 36 πληροφορίες και όρους, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να παράσχει σχέδιο της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει τις πληροφορίες και τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 36.
36. Σε εύθετο χρόνο προτού ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεσμευτεί από προσφορά ή σύμβαση-πλαίσιο, παρέχονται σε αυτόν οι εξής πληροφορίες και όροι:
(α) σχετικά με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών-
(i) η ονομασία του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, η γεωγραφική διεύθυνση των κεντρικών του γραφείων και, ανάλογα με την περίπτωση, η γεωγραφική διεύθυνση του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματός στο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία πληρωμών, καθώς και κάθε άλλη διεύθυνση, περιλαμβανομένης της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την επικοινωνία με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, και
(ii) τα στοιχεία της αρμόδιας εποπτικής αρχής και του προβλεπόμενου στο άρθρο 8 μητρώου ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού δημόσιου μητρώου στο οποίο καταχωρήθηκε η άδεια του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών καθώς και ο αριθμός εγγραφής ή αντίστοιχο μέσο ταυτοποίησης στο εν λόγω μητρώο·
(β) σχετικά με τη χρήση της υπηρεσίας πληρωμών-
(i) τα κύρια χαρακτηριστικά της προσφερόμενης υπηρεσίας πληρωμών,
(ii) καθορισμός των στοιχείων ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που είναι κατά περίπτωση απαραίτητο να παράσχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή εκτέλεση της εντολής πληρωμής,
(iii) ο τύπος και η διαδικασία κοινοποίησης της εξουσιοδότησης για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής καθώς και άρσης της εξουσιοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 60,
(iv) η αναφορά του χρόνου λήψης της εντολής πληρωμής όπως ορίζεται στο άρθρο 59,
(v) το τυχόν χρονικό σημείο λήξης των ημερήσιων εργασιών σε σχέση με την προσφερόμενη υπηρεσία πληρωμών,
(vi) η προθεσμία εντός της οποίας ο πάροχος υπηρεσίας πληρωμών παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών, και
(vii) τυχόν δυνατότητα συμφωνίας σχετικά με το όριο δαπανών για τη χρήση του μέσου πληρωμών σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 54·
(γ) σχετικά με τις επιβαρύνσεις, τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες-
(i) όλες οι επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλλει ο χρήστης στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και, ανάλογα με την περίπτωση, η ανάλυση των ποσών των τυχόν επιβαρύνσεων· η πληροφόρηση περιλαμβάνει τόσο την προμήθεια του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών όσο και όλα τα πληρωτέα τέλη, δικαιώματα, χρεώσεις και έξοδα,
(ii) ανάλογα με την περίπτωση, το επιτόκιο και η συναλλαγματική ισοτιμία που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν· στην περίπτωση επιτοκίου αναφοράς παρέχεται η μέθοδος καθώς επίσης η ημερομηνία και ο δείκτης ή η βάση καθορισμού· στην περίπτωση συναλλαγματικής ισοτιμίας αναφοράς παρέχεται η ημερομηνία και ο δείκτης ή η βάση καθορισμού, και
(iii) εάν συμφωνηθεί, η άμεση εφαρμογή αλλαγών στα επιτόκια αναφοράς ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς και οι σχετικές απαιτήσεις ενημέρωσης σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (6) του άρθρου 42·
(δ) σχετικά με την επικοινωνία-
(i) κατά περίπτωση, προσδιορισμός των μέσων επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προδιαγραφών του εξοπλισμού του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, που τα μέρη συμφωνούν για τη διαβίβαση πληροφοριών ή την πραγματοποίηση γνωστοποιήσεων στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου,
(ii) ο τρόπος με τον οποίον ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να καθιστά διαθέσιμες ή να παρέχει πληροφορίες δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς και η συχνότητα αυτής της πληροφόρησης,
(iii) η γλώσσα ή οι γλώσσες της σύμβασης-πλαισίου και της επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, και
(iv) το δικαίωμα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να λαμβάνει τους όρους της σύμβασης-πλαισίου και πληροφορίες και όρους σύμφωνα με το άρθρο 38·
(ε) σχετικά με την ασφαλή φύλαξη του μέσου πληρωμών και τα διορθωτικά μέτρα-
(i) ανάλογα με την περίπτωση, τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ασφαλή φύλαξη του μέσου πληρωμών, καθώς και οι τρόποι της κατά την παράγραφο (γ) του άρθρου 55 ειδοποίησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών,
(ii) εάν συμφωνηθεί, το δικαίωμα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να αναστείλει τη χρήση ενός μέσου πληρωμών σύμφωνα με τα εδάφια (2) έως (4) του άρθρου 54 καθώς και οι όροι άσκησης του δικαιώματος αυτού,
(iii) η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 57, για πράξεις πληρωμής που πραγματοποιήθηκαν χωρίς την εξουσιοδότηση του πληρωτή,
(iv) οι προϋποθέσεις και η έκταση της επιβάρυνσης του πληρωτή σύμφωνα με τα εδάφια (2) έως (5) του άρθρου 57,
(v) ο τρόπος και η προθεσμία εντός της οποίας ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών οφείλει να ειδοποιεί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, για πράξεις πληρωμής που εκτελέστηκαν εσφαλμένα ή χωρίς την εξουσιοδότησή του πληρωτή, σύμφωνα με το άρθρο 50,
(vi) η κατά τα άρθρα 69 έως 71 ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής, και
(vii) οι όροι επιστροφής χρηματικών ποσών σύμφωνα με το άρθρο 58·
(στ) σχετικά με τροποποιήσεις της σύμβασης-πλαισίου και το δικαίωμα τερματισμού αυτής-
(i) το περιεχόμενο της κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 42 συμφωνίας,
(ii) η διάρκεια της σύμβασης, και
(iii) το δικαίωμα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να τερματίσει τη σύμβαση-πλαίσιο καθώς και το περιεχόμενο κάθε συμφωνίας που αφορά τον τερματισμό σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 42 και το άρθρο 43·
(ζ) σχετικά με την υποβολή καταγγελιών και την επίλυση διαφορών-
(i) η τυχόν συμβατική επιλογή εφαρμοστέου δικαίου,
(ii) η τυχόν ρήτρα δικαιοδοσίας, και
(iii) οι διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που έχει στη διάθεσή του ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το Μέρος IX.
37. Εάν, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, η σύμβαση-πλαίσιο συναφθεί με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να παράσχει τις κατά το άρθρο 36 πληροφορίες και όρους πριν από την κατάρτιση της σύμβασης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εκπληρώνει τη σχετική υποχρέωσή του αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης-πλαισίου.
38. Ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών έχει το δικαίωμα, κατόπιν αιτήματός του, να λαμβάνει τους όρους της σύμβασης-πλαισίου καθώς και τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 36 σε έντυπη μορφή ή άλλο ανθεκτικό στο χρόνο μέσο.
39. Πριν από την εκτέλεση οποιασδήποτε ατομικής πράξης πληρωμής που καλύπτεται από σύμβαση-πλαίσιο και την οποία κινεί ο πληρωτής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον πληρωτή, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, τις ακόλουθες πληροφορίες για τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής:
(α) τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης·
(β) τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής· και
(γ) κατά περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των τυχόν επιβαρύνσεων.
40.-(1) Μετά τη χρέωση του λογαριασμού του πληρωτή με το ποσό της ατομικής πράξης πληρωμής ή, όταν ο πληρωτής δεν χρησιμοποιεί λογαριασμό πληρωμών, μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής, παρέχονται αμελλητί στον πληρωτή από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών οι ακόλουθες πληροφορίες:
(α) τα στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να εντοπίσει την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, οι πληροφορίες που αφορούν το δικαιούχο·
(β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή ή στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής·
(γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, η ανάλυσή τους, ή ο τόκος που πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής·
(δ) ανάλογα με την περίπτωση, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή∙ και
(ε) η ημερομηνία αξίας για τη χρέωση ή η ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής.
(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1) του άρθρου 35, η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες, περιοδικά τουλάχιστον μία φορά το μήνα, με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στον πληρωτή να αποθηκεύει και να αναπαράγει ακριβώς τις πληροφορίες.
41.-(1) Μετά την εκτέλεση ατομικής πράξης πληρωμής, παρέχονται αμελλητί στο δικαιούχο από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών οι ακόλουθες πληροφορίες:
(α) τα στοιχεία που επιτρέπουν στο δικαιούχο να εντοπίσει την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται μαζί με την πράξη πληρωμής∙
(β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο πιστώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του δικαιούχου·
(γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, η ανάλυσή τους, ή ο τόκος που πρέπει να καταβάλει ο δικαιούχος·
(δ) ανάλογα με την περίπτωση, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν από τη μετατροπή∙ και
(ε) η ημερομηνία αξίας για την πίστωση, στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται ημερομηνία αξίας από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1) του άρθρου 35, η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες, περιοδικά τουλάχιστον μία φορά το μήνα, με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στο δικαιούχο να αποθηκεύει και να αναπαράγει ακριβώς τις πληροφορίες.
42.-(1) Κάθε πρόταση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για τροποποίηση της σύμβασης-πλαισίου καθώς και των πληροφοριών και των όρων που προσδιορίζονται στο άρθρο 36, παρέχεται τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος.
(2) Στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται ότι κάθε τροποποίηση που προτείνει ο πάροχος υπηρεσιών θα θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή από το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών εάν αυτός δεν γνωστοποιήσει τη μη αποδοχή πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος της τροποποίησης. Όταν προταθεί τέτοια τροποποίηση, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται να τερματίσει τη σύμβαση-πλαίσιο αμέσως και χωρίς επιβάρυνση πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος της τροποποίησης. Κατά την πρόταση της τροποποίησης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υπενθυμίζει στο χρήστη το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής και το δικαίωμα τερματισμού.
(3) Αλλαγές των επιτοκίων ή των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που βασίζονται σε αλλαγές στα επιτόκια αναφοράς ή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς, μπορούν να εφαρμόζονται αμέσως και χωρίς προειδοποίηση, νοουμένου ότι συμφωνείται στη σύμβαση-πλαίσιο.
(4) Οι αλλαγές στο επιτόκιο ή την συναλλαγματική ισοτιμία, που χρησιμοποιούνται κατά τις πράξεις πληρωμής, εφαρμόζονται και υπολογίζονται κατά τρόπο ουδέτερο, με γνώμονα την ίση μεταχείριση των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να εφαρμόζει μονομερώς και χωρίς προειδοποίηση αλλαγές στο επιτόκιο ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που είναι ευνοϊκές για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών.
(6) Πληροφορίες για τις αλλαγές στα επιτόκια αναφοράς παρέχονται στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών το ταχύτερο δυνατόν, εκτός εάν η σύμβαση-πλαίσιο περιλαμβάνει όρο ότι οι πληροφορίες για τις αλλαγές αυτές παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες με συγκεκριμένη συχνότητα ή/και τρόπο.
43.-(1) Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να τερματίσει τη σύμβαση-πλαίσιο ανά πάσα στιγμή, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει προθεσμία προειδοποίησης. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα.
(2) Ο τερματισμός σύμβασης-πλαισίου συμφωνημένης διάρκειας άνω των δώδεκα μηνών ή αορίστου χρόνου δεν συνεπάγεται επιβάρυνση για το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, αν πραγματοποιηθεί μετά τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου από την κατάρτιση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η τυχόν επιβάρυνση που επιβάλλεται στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για τον τερματισμό της σύμβασης-πλαισίου πρέπει να είναι εύλογη και να αντιστοιχεί στο κόστος που συνεπάγεται ο τερματισμός για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να τερματίσει σύμβαση-πλαίσιο αορίστου χρόνου εφόσον συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο και τηρηθεί προθεσμία προειδοποίησης δύο μηνών. Το εδάφιο (1) του άρθρου 35 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στον τερματισμό αυτό.
(4) Όπου επιβάλλονται επιβαρύνσεις σε τακτική βάση για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών οφείλει μόνο τις επιβαρύνσεις που αντιστοιχούν στο χρόνο μέχρι τον τερματισμό. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να επιστρέψει τυχόν προκαταβληθείσες επιβαρύνσεις που αντιστοιχούν στο μετά τον τερματισμό χρόνο.
(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων υπαναχώρησης καθώς και των προνοιών περί άκυρων και ακυρώσιμων συμβάσεων του κυπριακού δικαίου, ιδίως κατά τον περί Συμβάσεων Νόμο.
44.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να πραγματοποιήσει την πληρωμή στο νόμισμα που έχει συμφωνήσει με το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών:
(2) Όταν, προτού κινηθεί πράξη πληρωμής, προσφέρεται στον πληρωτή υπηρεσία μετατροπής νομίσματος στο σημείο πώλησης ή εκ μέρους του δικαιούχου, το πρόσωπο που προσφέρει την εν λόγω υπηρεσία υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον πληρωτή κάθε σχετική επιβάρυνση, καθώς και τη συναλλαγματική ισοτιμία που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μετατροπή. Ο πληρωτής αποδέχεται την παροχή της υπηρεσίας μετατροπής νομίσματος πάνω σε αυτή τη βάση.
(3) Δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται επιβάρυνση για τη γνωστοποίηση του εδαφίου (2).
45. Ο δικαιούχος και ο πληρωτής επωμίζονται έκαστος τις επιβαρύνσεις που του επιβάλλει ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών. Αντίθετη συμφωνία επιτρέπεται μόνο όταν η πράξη πληρωμής συνεπάγεται μετατροπή νομίσματος.
46.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να εμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο το δικαιούχο να επιβάλλει επιβάρυνση στον πληρωτή ή να του προσφέρει έκπτωση για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.
(2) Ο δικαιούχος απαγορεύεται να επιβάλλει επιβάρυνση στον πληρωτή για τη χρήση μέσου πληρωμών που εμπίπτει σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο ή
(β) τηλεπικοινωνιακή ή ψηφιακή συσκευή ή συσκευή πληροφορικής.
(3) Ως προς την επιβολή επιτρεπτής επιβάρυνσης ή την παροχή έκπτωσης για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο δικαιούχος εξακολουθεί να υπόκειται σε κάθε σχετική διάταξη του κοινοτικού και κυπριακού δικαίου, ιδίως στις διατάξεις του περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμου και του περί των Προϋποθέσεων Διαφήμισης ή Αναγγελίας Πώλησης Εμπορευμάτων σε Τιμές Εκπτώσεων Νόμου.
47.-(1) Χωρίς επηρεασμό του προηγούμενου άρθρου, όταν για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών ο δικαιούχος επιβάλλει επιβάρυνση ή προσφέρει έκπτωση, ο δικαιούχος ενημερώνει σχετικά τον πληρωτή πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής.
(2) Όταν, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή τρίτο πρόσωπο επιβάλλει επιβάρυνση, ενημερώνει σχετικά το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών πριν από την εκκίνηση της πράξης πληρωμής.
(3) Δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται επιβάρυνση για την ενημέρωση των εδαφίων (1) και (2).
48.-(1) Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται σε κάθε σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών. Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), και του άρθρου 68, κάθε όρος της σύμβασης που αντιβαίνει σε διάταξη του παρόντος Μέρους θεωρείται άκυρος εκτός εάν είναι ευνοϊκότερος για το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε σύγκριση με τη διάταξη στην οποία αντιβαίνει.
(2) Πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που δεν είναι καταναλωτής ή πολύ μικρή επιχείρηση μπορούν να συμφωνούν:
(α) διαφορετική προθεσμία ειδοποίησης για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 50∙ ή/και
(β) ότι δεν θα εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 49, 51, το εδάφιο (4) του άρθρου 53, τα εδάφια (2) έως (4) του άρθρου 57, τα άρθρα 58, 60 και 69 έως 71.
49. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν επιτρέπεται να χρεώνει το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων ενημέρωσης που υπέχει ή για τα διορθωτικά και προληπτικά μέτρα που οφείλει να λαμβάνει δυνάμει του παρόντος Μέρους.
50. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται επανόρθωση από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εφόσον ο εν λόγω χρήστης, μόλις πληροφορηθεί οποιαδήποτε πράξη πληρωμής η οποία εκτελέστηκε εσφαλμένα ή χωρίς εξουσιοδότηση, και η οποία θεμελιώνει σχετικό δικαίωμα, συμπεριλαμβανομένων των καθοριζομένων στα άρθρα 57 και 69 έως 71, ειδοποιήσει αμελλητί τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και το αργότερο έως 13 μήνες, ανάλογα με την περίπτωση, από την ημερομηνία χρέωσης ή πίστωσης:
51. Εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αμφισβητεί την ορθή εκτέλεση πράξης πληρωμής ή την ύπαρξη σχετικής εξουσιοδότησης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών βαρύνεται να αποδείξει ότι εξακριβώθηκε η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι η πράξη πληρωμής καταγράφηκε επακριβώς, καταχωρήθηκε στους λογαριασμούς και δεν επηρεάσθηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία:
52.-(1) Ανάλογα με την περίπτωση, ο πάροχος ή ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών απαλλάσσεται από την ευθύνη που προβλέπεται στο παρόν Μέρος σε περιστάσεις που είναι ασυνήθεις και απρόβλεπτες, εκφεύγουν του ελέγχου του και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο.
(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών απαλλάσσεται από την ευθύνη που προβλέπεται στο παρόν Μέρος όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεσμεύεται από άλλες νομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο κυπριακό ή το κοινοτικό δίκαιο.
53.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να εξασφαλίζει την εξουσιοδότηση του πληρωτή πριν από την εκτέλεση της πράξης πληρωμής. Ο πληρωτής και ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν στη σύμβαση-πλαίσιο ότι η εξουσιοδότηση θα έπεται της εκτέλεσης.
(2) Η εξουσιοδότηση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής ή μιας σειράς πράξεων πληρωμής γίνεται υπό τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ του πληρωτή και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Σε περίπτωση όπου ελλείπει η εξουσιοδότηση του πληρωτή, η πράξη πληρωμής θεωρείται ότι εκτελείται παρά τη βούλησή του.
(3) Ο πληρωτής μπορεί να ανακαλέσει την εξουσιοδότηση σε οποιαδήποτε στιγμή αλλά όχι αργότερα από το χρόνο κατά τον οποίον η εντολή πληρωμής καθίσταται ανέκκλητη σύμφωνα με το άρθρο 60.
(4) Εξουσιοδότηση για την εκτέλεση σειράς πράξεων πληρωμής μπορεί να ανακληθεί σε οποιαδήποτε στιγμή ως προς τις μελλοντικές πράξεις πληρωμής.
(5) Ο πληρωτής συμφωνεί με τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών τη διαδικασία της εξουσιοδότησης.
54.-(1) Ο πληρωτής και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνήσουν ότι θα εφαρμόζονται όρια δαπάνης όταν η εξουσιοδότηση του προηγούμενου άρθρου γίνεται με χρήση μέσου πληρωμών.
(2) Η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να προβλέπει ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να αναστείλει τη χρήση του μέσου πληρωμών για αντικειμενικώς αιτιολογημένους λόγους που ανάγονται-
(α) στην ασφάλεια του μέσου πληρωμών∙
(β) στην υπόνοια χρήσης χωρίς εξουσιοδότηση ή δόλιας χρήσης του μέσου πληρωμών∙ ή
(γ) επί μέσου πληρωμών με πιστωτικό άνοιγμα, σε σημαντικά αυξημένο κίνδυνο αδυναμίας του πληρωτή να αποπληρώσει το χρέος του.
(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να ενημερώσει τον πληρωτή για την αναστολή της χρήσης του μέσου πληρωμών και τους λόγους της αναστολής με τρόπο που έχει συμφωνηθεί, ει δυνατόν προτού ανασταλεί η χρήση του μέσου πληρωμών ή, το αργότερο, αμέσως μετά. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υπέχει την υποχρέωση αυτή αν η ενημέρωση αντιβαίνει σε αντικειμενικούς λόγους ασφαλείας ή αν απαγορεύεται από άλλη διάταξη του κυπριακού ή κοινοτικού δικαίου.
(4) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να άρει την αναστολή της χρήσης του μέσου πληρωμών ή να το αντικαταστήσει με νέο μέσο πληρωμών, μόλις πάψουν οι λόγοι αναστολής.
55. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που χρησιμοποιεί μέσο πληρωμών υποχρεούται-
(α) να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του∙
(β) μόλις παραλάβει το μέσο πληρωμών, να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη των εξατομικευμένων στοιχείων ασφαλείας του∙ και
(γ) μόλις αντιληφθεί απώλεια, κλοπή, υποκλοπή ή έκθεση σε κατάχρηση του μέσου πληρωμών ή χρήση αυτού χωρίς εξουσιοδότηση, να ειδοποιεί αμελλητί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή το πρόσωπο που ο τελευταίος υποδεικνύει.
56.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμών υποχρεούται-
(α) χωρίς επηρεασμό των υποχρεώσεων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του άρθρου 55, να μην αποκαλύπτει τα εξατομικευμένα στοιχεία ασφαλείας του μέσου πληρωμών παρά μόνο στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών που έχει το δικαίωμα να το χρησιμοποιεί·
(β) να μην αποστέλλει μέσο πληρωμών που δεν έχει ζητηθεί παρά μόνο προς αντικατάσταση μέσου που έχει ήδη δοθεί στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·
(γ) να εξασφαλίζει ανά πάσα στιγμή στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών κατάλληλα μέσα για να προβαίνει αυτός σε ειδοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του άρθρου 55 ή να ζητεί άρση της αναστολής σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 54· για διάστημα 18 μηνών από την ειδοποίηση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να παρέχει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, κατόπιν αίτησης, μέσα απόδειξης της ειδοποίησης∙ και
(δ) να εμποδίζει κάθε χρήση του μέσου πληρωμών μόλις πραγματοποιηθεί ειδοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του άρθρου 55.
(2) Κάθε αποστολή μέσου πληρωμών ή εξατομικευμένου στοιχείου ασφαλείας αυτού στον πληρωτή γίνεται με κίνδυνο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.
57.-(1) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 50, εάν πράξη πληρωμής πραγματοποιήθηκε χωρίς την εξουσιοδότηση του πληρωτή, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να επιστρέψει αμέσως στον πληρωτή το ποσό της πράξης πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, να επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η πράξη πληρωμής.
(2) Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (1), ο πληρωτής βαρύνεται μέχρι ποσού 150 ευρώ για ζημία από πράξεις πληρωμής που πραγματοποιήθηκαν χωρίς την εξουσιοδότησή του, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η ζημία επέρχεται από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών ή, εάν ο πληρωτής δεν κράτησε ασφαλή τα εξατομικευμένα στοιχεία ασφαλείας, μέσου πληρωμών υποκλαπέντος ή εκτεθειμένου σε κατάχρηση από τρίτους∙
(β) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέσχε τα κατάλληλα μέσα που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την ειδοποίηση για την απώλεια, κλοπή, υποκλοπή ή έκθεση σε κατάχρηση του μέσου πληρωμών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 56∙ και
(γ) η ζημία επέρχεται από χρήση του μέσου πληρωμών μέχρι τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο πληρωτής ειδοποίησε σχετικά τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών:
Νοείται ότι τα μέρη μπορούν να συμφωνούν μικρότερη ή μηδενική επιβάρυνση του πληρωτή.
(3) Κατά παρέκκλιση από τα εδάφια (1) και (2), ο πληρωτής βαρύνεται για ολόκληρη τη ζημιά από πράξεις πληρωμής που πραγματοποιήθηκαν χωρίς την εξουσιοδότησή του, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η ζημιά οφείλεται στο γεγονός ότι ο εν λόγω πληρωτής ενήργησε με δόλο ή η ζημιά επέρχεται κατόπιν παραβίασης από τον πληρωτή μίας ή περισσοτέρων από τις υποχρεώσεις του άρθρου 55 από πρόθεση ή βαριά αμέλεια∙
(β) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέσχε τα κατάλληλα μέσα που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την ειδοποίηση για την απώλεια, κλοπή, υποκλοπή ή έκθεση σε κατάχρηση του μέσου πληρωμών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 56∙ και
(γ) η ζημία επέρχεται από χρήση του μέσου πληρωμών μέχρι τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο πληρωτής ειδοποίησε σχετικά τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
(4) Κατά παρέκκλιση από τα εδάφια (1) και (2), ο πληρωτής βαρύνεται για ολόκληρη τη ζημία από πράξεις πληρωμής που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν δόλιας ενέργειας εκ μέρους του.
(5) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε μέσο ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου του 2004, το οποίο πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) αποθηκεύει χρηματικά ποσά μέχρι 1000 ευρώ, και
(β) ο εκδότης δεν έχει τη δυνατότητα να δεσμεύει ούτε το χρησιμοποιούμενο μέσο πληρωμών ούτε το λογαριασμό πληρωμών με τον οποίο συνδέεται το μέσο ηλεκτρονικού χρήματος.
58.-(1) Ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, υποχρεούται να επιστρέψει στον πληρωτή ολόκληρο το ποσό πράξης πληρωμής η οποία πραγματοποιήθηκε βάσει εξουσιοδότησης του πληρωτή, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η πράξη πληρωμής κινήθηκε από δικαιούχο ή μέσω δικαιούχου και έχει ήδη εκτελεστεί∙
(β) ο πληρωτής υποβάλλει σχετικό αίτημα εντός οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία χρέωσης∙
(γ) κατά την εξουσιοδότηση δεν προσδιορίστηκε το ακριβές ποσό της πράξης πληρωμής∙ και
(δ) το ποσό της πράξης πληρωμής υπερβαίνει το ποσό που θα ανέμενε εύλογα ο πληρωτής, λαμβάνοντας υπόψη τα συνήθη έξοδά του, τους όρους της σύμβασης-πλαισίου και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης πράξης πληρωμής:
Νοείται ότι ο πληρωτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί λόγους που συνδέονται με μετατροπή συναλλάγματος, εφόσον εφαρμόστηκε η ισοτιμία αναφοράς που έχει συμφωνήσει με τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
(2) Κατόπιν αιτήματος του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο πληρωτής υποχρεούται να παράσχει σχετικά στοιχεία. Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης επιστροφής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είτε επιστρέφει το ποσό της πράξης πληρωμής είτε αιτιολογεί την άρνηση επιστροφής, υποδεικνύοντας στον πληρωτή την αρχή στην οποία μπορεί να υποβάλει καταγγελία και το όργανο στο οποίο μπορεί να προσφύγει για εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς.
(3) Για τις άμεσες χρεώσεις, ο πληρωτής και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν στη σύμβαση-πλαίσιο ότι ο πληρωτής δικαιούται επιστροφής έστω και εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (1).
(4) Ο πληρωτής και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν στη σύμβαση-πλαίσιο ότι ο πληρωτής δεν δικαιούται επιστροφής στην περίπτωση όπου πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) ο πληρωτής εξουσιοδότησε απευθείας τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για να εκτελεστεί η πράξη πληρωμής∙ και
(β) ανάλογα με την περίπτωση, οι πληροφορίες για τη μελλοντική πράξη πληρωμής παρασχέθηκαν ή τέθηκαν στη διάθεση του πληρωτή από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή από το δικαιούχο, κατά συμφωνηθέντα τρόπο, τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες πριν από την ημερομηνία χρέωσης.
59.-(1) Ως χρόνος λήψης εντολής πληρωμής θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή λαμβάνει την εντολή πληρωμής η οποία διαβιβάστηκε απευθείας από τον πληρωτή ή εμμέσως, από τον δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου. Εάν ο χρόνος λήψης δεν είναι εντός εργάσιμης ημέρας του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, η εντολή πληρωμής θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ορίσει ένα χρονικό σημείο προς το τέλος της εργάσιμης ημέρας, πέραν του οποίου κάθε λαμβανόμενη εντολή πληρωμής θα λογίζεται ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
(2) Εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που κίνησε εντολή πληρωμής και ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών συμφωνήσουν ότι η εκτέλεση της εντολής πληρωμής αρχίζει σε συγκεκριμένη ημέρα ή στο τέλος συγκεκριμένης περιόδου ή την ημέρα που ο πληρωτής θα έχει θέσει χρηματικά ποσά στη διάθεση του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο συμφωνηθείς χρόνος ή ημέρα θεωρείται ως χρόνος λήψης της εντολής για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 63. Εάν συμφωνήθηκε ημέρα μη εργάσιμη για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, η εντολή πληρωμής θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
60.-(1) Με την επιφύλαξη των επόμενων εδαφίων του παρόντος άρθρου, εντολή πληρωμής καθίσταται ανέκκλητη μόλις ληφθεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή.
(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (4) του άρθρου 53, εντολή πληρωμής που κινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού, καθίσταται ανέκκλητη για τον πληρωτή μόλις ο πληρωτής διαβιβάσει στο δικαιούχο την εντολή πληρωμής ή την εξουσιοδότηση για την πράξη πληρωμής.
(3) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 58, στην περίπτωση άμεσης χρέωσης ο πληρωτής μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της ημέρας που συμφωνήθηκε για τη χρέωση των χρηματικών ποσών.
(4) Στην περίπτωση του εδαφίου (2) του άρθρου 59, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ανακαλέσει εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται του συμφωνηθέντος χρόνου.
(5) Μετά τα χρονικά όρια που ορίζονται στα εδάφια (1) έως (4), η εντολή πληρωμής μπορεί να ανακληθεί μόνο με συμφωνία μεταξύ του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, νοουμένου ότι, στην περίπτωση των εδαφίων (2) και (3), απαιτείται επιπρόσθετα η συμφωνία του δικαιούχου. Παρά το άρθρο 49, στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται χρέωση για αυτή την ανάκληση. Η χρέωση πρέπει να είναι εύλογη και να αναλογεί στο πραγματικό κόστος που συνεπάγεται η ανάκληση για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
61.-(1) Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνηθεί να εκτελέσει εντολή πληρωμής, υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών την άρνηση.
(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιήσει τους λόγους της άρνησης και τη διαδικασία επανόρθωσης των τυχόν λαθών που οδήγησαν στην άρνηση, εκτός αν αυτό απαγορεύεται από άλλες διατάξεις του κυπριακού ή κοινοτικού δικαίου.
(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμη κατά το συμφωνηθέντα τρόπο τη γνωστοποίηση, μόλις καταστεί εφικτό, και εντός των προθεσμιών των άρθρων 63 έως 65.
(4) Παρά το άρθρο 49, στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται χρέωση για τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εάν η άρνηση είναι αντικειμενικώς αιτιολογημένη. Η χρέωση πρέπει να είναι εύλογη και να αναλογεί στο πραγματικό κόστος που συνεπάγεται η γνωστοποίηση για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Για τους σκοπούς των άρθρων 63 έως 65 και 69 έως 71, εντολή πληρωμής, την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνήθηκε να εκτελέσει, θεωρείται ως μη ληφθείσα.
62.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούνται να μεταφέρουν το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και να μην αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό:
Νοείται ότι, εάν τρίτοι που ενεργούν ως ενδιάμεσοι των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό-
(α) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό πράξης πληρωμής που κινείται από τον πληρωτή,
(β) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό πράξης πληρωμής που κινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού.
(2) Ο δικαιούχος και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αφαιρεί επιβαρύνσεις από το μεταβιβαζόμενο ποσό πριν αυτό τεθεί στη διάθεση του δικαιούχου, νοουμένου ότι το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και οι επιβαρύνσεις εμφαίνονται χωριστά κατά την πληροφόρηση του δικαιούχου για τις ατομικές πράξεις.
63. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου να πιστώνεται με το ποσό της πράξης πληρωμής το αργότερο στο τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας μετά το χρόνο λήψης της εντολής. Έως την 1η Ιανουαρίου 2012, ο πληρωτής και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν διαφορετική προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εργάσιμες ημέρες. Οι προθεσμίες αυτές μπορούν να παρατείνονται κατά μία επιπλέον εργάσιμη ημέρα για τις πράξεις πληρωμής για τις οποίες η σχετική εντολή δόθηκε σε έντυπη μορφή.
64. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούται να μεριμνά ώστε εντολή πληρωμής η οποία κινήθηκε από το δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου να διαβιβάζεται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή εντός της προθεσμίας που συμφωνήθηκε μεταξύ του δικαιούχου και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και, επί άμεσης χρέωσης ειδικότερα, να καθίσταται δυνατός ο διακανονισμός κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία.
65.-(1) Η ημερομηνία αξίας την οποία εφαρμόζει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου, δεν επιτρέπεται να είναι μεταγενέστερη της εργάσιμης ημέρας κατά την οποία πιστώνεται ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου με το ποσό της πράξης πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου θέτει το ποσό της πράξης πληρωμής στη διάθεση του δικαιούχου αμέσως μόλις ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου πιστωθεί με το ποσό της πράξης πληρωμής.
(2) Η ημερομηνία αξίας που εφαρμόζει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν επιτρέπεται να είναι προγενέστερη του χρονικού σημείου κατά το οποίο γίνεται η χρέωση του εν λόγω λογαριασμού με το ποσό της πράξης πληρωμής.
66. Οι διατάξεις των άρθρων 63 έως 65 εφαρμόζονται και όταν ο δικαιούχος δεν έχει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών .
67. Όταν καταναλωτής καταθέτει μετρητά σε λογαριασμό πληρωμών τηρούμενο από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στο νόμισμα του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών καθιστά το χρηματικό ποσό διαθέσιμο και με ημερομηνία αξίας αμέσως μετά το χρονικό σημείο παραλαβής. Αν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, το ποσό καθίσταται διαθέσιμο και με ημερομηνία αξίας το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά την παραλαβή του.
68.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορούν με συμφωνία να αποκλείσουν την εφαρμογή των άρθρων 66 και 67 σε πράξη πληρωμής που δεν εμπίπτει σε καμία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) πράξεις πληρωμής σε ευρώ·
(β) μη διασυνοριακές πράξεις πληρωμής στο νόμισμα του κράτους μέλους που δεν έχει υιοθετήσει το ευρώ∙ και
(γ) πράξεις πληρωμής που απαιτούν μόνο μία μετατροπή μεταξύ του ευρώ και του επίσημου νομίσματος κράτους μέλους που δεν έχει υιοθετήσει το ευρώ, εφόσον η απαιτούμενη μετατροπή πραγματοποιείται στο κράτος μέλος που δεν έχει υιοθετήσει το ευρώ και, στην περίπτωση διασυνοριακών πράξεων πληρωμής, η διασυνοριακή μεταφορά διενεργείται σε ευρώ.
(2) Για ενδοκοινοτική πράξη πληρωμής που δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνήσουν, μεγαλύτερη προθεσμία από την προβλεπόμενη στο άρθρο 63 και κατ’ ανώτατο τέσσερις εργάσιμες ημέρες από το χρόνο λήψης της εντολής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 59.
69.-(1) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 50 και 52 και των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 73, αν, κατόπιν εντολής πληρωμής που κινείται από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου δεν έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής ή μέρος αυτού σύμφωνα με το άρθρο 63, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επιστρέφει αμελλητί στον πληρωτή το ποσό της πράξης πληρωμής που δεν εκτελέστηκε ή εκτελέστηκε εσφαλμένα και, ανάλογα με την περίπτωση, επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η χρέωση.
(2) Αν, κατόπιν εντολής πληρωμής που κινείται από τον πληρωτή και λήψης του ποσού της πράξης πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, η πράξη πληρωμής δεν εκτελέστηκε ορθά, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου θέτει αμέσως το ποσό της πράξης πληρωμής στη διάθεση του δικαιούχου και, ανάλογα με την περίπτωση, πιστώνει με το αντίστοιχο πόσο το λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου.
(3) Η κατά το εδάφιο (1) ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή τεκμαίρεται από τη μη εκτέλεση ή εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή βαρύνεται με την απόδειξη στον πληρωτή και, ανάλογα με την περίπτωση, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής.
(4) Ανεξαρτήτως ευθύνης κατά το παρόν άρθρο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή προσπαθεί αμέσως μόλις του ζητηθεί, να ανιχνεύσει την πράξη πληρωμής που δεν εκτελέστηκε ή εκτελέστηκε εσφαλμένα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ειδοποιεί τον πληρωτή σχετικά.
70.-(1) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 50 και 52 και των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 73, αν, κατόπιν εντολής πληρωμής που κινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού, η εντολή πληρωμής δεν διαβιβάστηκε ορθά σύμφωνα με το άρθρο 64, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου αναδιαβιβάζει αμέσως την εν λόγω εντολή στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή. Το άρθρο 65 εφαρμόζεται και κατόπιν αναδιαβίβασης της εντολής πληρωμής.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου τεκμαίρεται από τη μη εκτέλεση ή εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου βαρύνεται με την απόδειξη στο δικαιούχο ότι η εντολή πληρωμής διαβιβάστηκε ορθά.
(3) Αν, κατόπιν ορθής διαβίβασης της εντολής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 64, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου δεν έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ανάλογα με την περίπτωση, επιστρέφει αμελλητί στον πληρωτή το ποσό της πράξης πληρωμής που δεν εκτελέστηκε ή εκτελέστηκε εσφαλμένα και επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής.
(4) Ανεξαρτήτως ευθύνης κατά το παρόν άρθρο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου προσπαθεί αμέσως μόλις του ζητηθεί να ανιχνεύσει την πράξη πληρωμής που δεν εκτελέστηκε ή εκτελέστηκε εσφαλμένα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ειδοποιεί το δικαιούχο σχετικά.
71. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που φέρει ευθύνη κατά το άρθρο 69 ή 70 φέρει επιπρόσθετα ευθύνη για χρεώσεις και τόκους που επιβαρύνουν τον οικείο του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών συνεπεία μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.
72. Πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που δεν είναι καταναλωτής ή πολύ μικρή επιχείρηση μπορούν να συμφωνούν ότι δεν θα εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 69 έως 71, νοουμένου ότι δεν θίγονται λοιπές διατάξεις στις οποίες τα άρθρα 69 έως 71 παραπέμπουν.
73.-(1) Εάν η πράξη πληρωμής εκτελεστεί σύμφωνα με το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης, θεωρείται ότι εκτελέστηκε ορθά όσον αφορά το δικαιούχο που προσδιορίζεται από το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.
(2) Εάν το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης που παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι λανθασμένο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν φέρει ευθύνη δυνάμει των άρθρων 65 και 69 έως 71 για τη μη εκτέλεση ή την εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής.
(3) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών τα οποία αφορά η πράξη πληρωμής. Παρά το άρθρο 49, στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται χρέωση για την ανάκτηση των ποσών:
(4) Εάν ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών προσκομίσει πρόσθετες πληροφορίες πέραν εκείνων που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 31 ή στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του άρθρου 36, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ευθύνεται μόνο για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής σύμφωνα με το παρασχεθέν από το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.
74. Όταν η ευθύνη ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με τα άρθρα 69 έως 71 αποδίδεται σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή σε μεσάζοντα, ο δεύτερος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή μεσάζων αποζημιώνει τον πρώτο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για κάθε ζημία που υπέστη ή κάθε ποσό που κατέβαλε δυνάμει των άρθρων 69 έως 71:
75. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται σε μέσο πληρωμών, περιλαμβανομένου του ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου του 2004, το οποίο σύμφωνα με τη σύμβαση-πλαίσιο εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) επιτρέπει αποκλειστικά ατομικές πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα 30 ευρώ∙
(β) έχει όριο δαπανών 150 ευρώ∙ ή
(γ) αποθηκεύει χρηματικά ποσά που δεν υπερβαίνουν τα 150 ευρώ.
76.-(1) Ανεξάρτητα από τα άρθρα 35, 36, 37 και 39, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες μόνο για τα κύρια χαρακτηριστικά της υπηρεσίας πληρωμών, οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου ο πληρωτής να αποφασίσει κατά τρόπο εμπεριστατωμένο τη χρήση του μέσου πληρωμών. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τον τρόπο με τον οποίον μπορεί να χρησιμοποιείται το μέσο πληρωμών, την ευθύνη και τις επιβαρύνσεις. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να θέτει στη διάθεση του πληρωτή ενδείξεις για το που υπάρχουν ευπρόσιτες οι τυχόν άλλες πληροφορίες και όροι που προσδιορίζονται στο άρθρο 36.
(2) Ανεξάρτητα από το άρθρο 35, στη σύμβαση-πλαίσιο επιτρέπεται να συμφωνείται ότι, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να προτείνει μεταβολές των όρων της σύμβασης-πλαισίου κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο.
(3) Στη σύμβαση-πλαίσιο επιτρέπεται να συμφωνείται ότι, ανεξάρτητα από τα άρθρα 40 και 41, μετά την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής-
(α) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμο μόνον έναν αριθμό αναφοράς που επιτρέπει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να εντοπίζει την πράξη πληρωμής, το ποσό της και τις τυχόν επιβαρύνσεις ή/και, στην περίπτωση πολλαπλών πράξεων πληρωμής του ίδιου είδους προς τον ίδιο δικαιούχο, μόνον πληροφορίες σχετικά με το συνολικό ποσό και τις επιβαρύνσεις αυτών των πράξεων πληρωμής∙ και
(β) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να παρέχει ή να καθιστά διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή εάν ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι τεχνικώς σε θέση να τις παράσχει∙ ωστόσο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να παρέχει στον πληρωτή τη δυνατότητα να ελέγχει το ύψος των αποθηκευμένων χρηματικών ποσών.
77.-(1) Εάν το μέσο πληρωμής δεν επιτρέπει τη δέσμευσή του ή την αποτροπή περαιτέρω χρήσης του, μπορεί να συμφωνείται στη σύμβαση-πλαίσιο ότι δεν εφαρμόζονται η παράγραφος (γ) του άρθρου 55, οι παράγραφοι (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 56 και οι παράγραφοι (β) και (γ) των εδαφίων (2) και (3), αντίστοιχα, του άρθρου 57.
(2) Εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι σε θέση, για άλλους λόγους που είναι εγγενείς στο μέσο πληρωμής, να αποδείξει ότι μια πράξη πληρωμής γίνεται βάσει εξουσιοδότησης του πληρωτή, μπορεί να συμφωνείται στη σύμβαση-πλαίσιο ότι τα άρθρα 51 και 57 δεν εφαρμόζονται.
(3) Στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται ότι-
(α) κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (3) του άρθρου 61, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να ενημερώσει τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών για την άρνηση εκτέλεσης εντολής πληρωμής, εάν o λόγος μη εκτέλεσης είναι πρόδηλος ∙
(β) κατά παρέκκλιση από το άρθρο 60, ο πληρωτής δεν μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής μετά τη διαβίβαση στο δικαιούχο της εντολής πληρωμής ή της εξουσιοδότησής του για την πράξη πληρωμής∙ ή/και
(γ) κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 63 και 66, εφαρμόζονται άλλες προθεσμίες εκτέλεσης.
78.-(1) Η κατά το άρθρο 83 αρμόδια εποπτική αρχή διερευνά καταγγελίες που υποβάλλουν οι χρήστες υπηρεσιών πληρωμών και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία ή παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών στη Δημοκρατία υπό καθεστώς εγκατάστασης.
(2) Η εποπτική αρχή δύναται να ρυθμίζει τη διαδικασία υποβολής και διερεύνησης καταγγελιών. Κατά περίπτωση, η εποπτική αρχή ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την ύπαρξη διαδικασίας εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 79.
(3) Κάθε εποπτική αρχή υποχρεούται να παραλαμβάνει καταγγελίες σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και να τις προωθεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
79.-(1) Κάθε εποπτική αρχή οργανώνει διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που αφορούν τα εκ του παρόντος Νόμου δικαιώματα και υποχρεώσεις και διαφορών που αφορούν τα εκ του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 δικαιώματα και υποχρεώσεις.
(2) Κάθε εποπτική αρχή συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών σε περίπτωση διασυνοριακών διαφορών.
(3) Καθόσον αφορά παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που είναι συνεργατικές εταιρείες εγγεγραμμένες με βάση τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους του 1985 μέχρι (Αρ. 3) του 2007, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τηρουμένου του άρθρου 52 του εν λόγω Νόμου.
80. Η Κεντρική Τράπεζα είναι η εποπτική αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους III.
81.-(1) Κάθε ίδρυμα πληρωμών οφείλει, όταν κληθεί από την Κεντρική Τράπεζα, να θέσει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους στο ίδρυμα πληρωμών, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του ιδρύματος, ή σε κάθε εξωτερική οντότητα στην οποία ανατίθενται εργασίες υπηρεσιών πληρωμών.
(3) Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του Μέρους III ή οποιασδήποτε οδηγίας εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη, ή με τους όρους της άδειάς του, ή όταν υφίσταται κίνδυνος να ελαττωθεί η ικανότητα του ιδρύματος πληρωμών για έγκαιρη αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από το ίδρυμα πληρωμών να λάβει αμέσως τέτοια μέτρα για θεραπεία της κατάστασης όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει, περιλαμβανομένου του περιορισμού των εργασιών του ιδρύματος πληρωμών, της απομάκρυνσης οποιουδήποτε συμβούλου, πρώτου εκτελεστικού διευθυντή, διευθυντή, μέλους της επιτροπείας ή του συμβουλίου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου ή υπαλλήλου του ιδρύματος πληρωμών ή/και της υποχρέωσης διατήρησης ιδίων κεφαλαίων πάνω από το ελάχιστο επίπεδο που προβλέπεται δυνάμει του άρθρου 9.
82. Οι διατάξεις των άρθρων 27 έως 28Γ του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στα ιδρύματα πληρωμών και τους αιτούντες άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, και ο όρος «τράπεζα» στα άρθρα αυτά, ή οποιαδήποτε γραμματική παραλλαγή του όρου αυτού, ερμηνεύεται, για σκοπούς του παρόντος Νόμου, ότι περιλαμβάνει και τα ιδρύματα πληρωμών. Oποιαδήποτε αναφορά σε εποπτική αρχή περιέχουν οι παραπάνω διατάξεις ερμηνεύεται ως αναφορά και σε αρχή επιφορτισμένη με την εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών ή/και αρμόδια σε σχέση με άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζονται σε παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.
83.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα είναι η εποπτική αρχή για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων των Μερών IV έως IX σε σχέση με-
(α) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από τράπεζα, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από το άρθρο 2 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2008∙
(β) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙
(γ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙
(δ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία, μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου, είτε από τράπεζα είτε από ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(ε) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία, μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου, από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που δεν είναι συνεργατικό ίδρυμα και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(στ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είτε από τράπεζα είτε από ίδρυμα πληρωμών ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα.
(2) Η ΥΕΑΣΕ είναι η εποπτική αρχή για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων των Μερών IV έως IX σε σχέση με:
(α) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ∙
(β) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ∙
(γ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία, μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου, από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(δ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία, μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου, από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει συσταθεί ως συνεργατικό ίδρυμα και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(ε) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ.
(3) Έκαστη εποπτική αρχή είναι υπεύθυνη για την εποπτεία και εφαρμογή των μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του Άρθρου 84 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ, στην έκταση που τα μέτρα εφαρμογής σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών πληρωμών από τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό την εποπτεία της.
(4) Έκαστη εποπτική αρχή είναι υπεύθυνη για την εποπτεία και εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, στην έκταση που ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών πληρωμών από τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό την εποπτεία της.
84.-(1) Κάθε πάροχος υπηρεσιών πληρωμών οφείλει, όταν κληθεί από την κατ’ άρθρο 83 αρμόδια εποπτική αρχή, να θέσει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα.
(2) Η εποπτική αρχή δύναται να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του παρόχου, ή σε κάθε εξωτερική οντότητα στην οποία ανατίθενται εργασίες υπηρεσιών πληρωμών.
85.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί όπως τα ιδρύματα πληρωμών καταβάλλουν σε αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εποπτεία και εφαρμογή του Μέρους III.
(2) Έκαστη εποπτική αρχή δύναται να απαιτεί όπως τα πρόσωπα τα οποία βρίσκονται υπό την εποπτεία της καταβάλλουν σε αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εποπτεία και εφαρμογή των μερών IV έως IX του παρόντος Νόμου και την εποπτεία και εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009.
86. Οποιαδήποτε εποπτική αρχή και οποιοσδήποτε σύμβουλος ή λειτουργός ή υπάλληλός της ή μέλος της Επιτροπής ΥΕΑΣΕ δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου καθηκόντων, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.
87.-(1) Η παράβαση του εδαφίου (1) του άρθρου 4 συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία το αδίκημα του πιο πάνω εδαφίου τελείται από νομικό πρόσωπο, οποιοδήποτε μέλος των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων το οποίο εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξή του, είναι ένοχος του αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές του προηγούμενου εδαφίου.
(3) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημία που προξενείται σε τρίτους ένεκα της πράξης ή παράλειψης που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
88.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώνει ότι πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιαδήποτε οδηγία, εγκύκλιο ή/και ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη, η Κεντρική Τράπεζα, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ μέχρι ογδόντα χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, η Κεντρική Τράπεζα έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό ευρώ μέχρι οκτώ χιλιάδες ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Αν η παράβαση του εδαφίου (1) αποδίδεται σε υπαιτιότητα του διοικητικού συμβούλου ή/και του πρώτου εκτελεστικού διευθυντή ή/και διευθυντή του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το πρόσωπο αυτό, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, η Κεντρική Τράπεζα έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό ευρώ μέχρι χίλια ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(3) Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που βρίσκεται υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας παραβαίνει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αφού προηγουμένως ακούσει, ανάλογα με την περίπτωση, το ίδρυμα πληρωμών ή το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, να του επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, να επιβάλλει επιπρόσθετα διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
89.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η ΥΕΑΣΕ διαπιστώνει ότι πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιαδήποτε οδηγία, εγκύκλιο ή/και ειδοποίηση της ΥΕΑΣΕ εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ μέχρι ογδόντα χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ δύναται επιπρόσθετα να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό ευρώ μέχρι οκτώ χιλιάδες ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Αν η παράβαση του εδαφίου (1) αποδίδεται σε υπαιτιότητα του διευθυντή ή/και του γραμματέα ή/και μέλους της επιτροπείας ή/και του συμβουλίου ή/και άλλου αξιωματούχου ή υπαλλήλου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το πρόσωπο αυτό, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ δύναται επιπρόσθετα να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό ευρώ μέχρι χίλια ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η ΥΕΑΣΕ διαπιστώνει ότι πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παραβαίνει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, ο Έφορος της ΥΕΑΣΕ δύναται, αφού προηγουμένως ακούσει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, να του επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, να επιβάλλει επιπρόσθετα διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
(4) Το άρθρο 41ΙΚ του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου εφαρμόζεται επί των διοικητικών προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει των εδαφίων (1) έως (3).
90.-(1) Οι διατάξεις του άρθρου 24 δεν θίγουν τις αρμοδιότητες της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει -
(α) του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, και
(β) της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(2) Για όση ζημία δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 57 και των άρθρων 69, 70, 71 και 73 δεν θίγεται τυχόν δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο έχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του δικαίου που εφαρμόζεται στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών.
(3) Ο παρών Νόμος δεν θίγει την εξουσία της Κεντρικής Τράπεζας προς έκδοση οδηγιών δυνάμει άλλων διατάξεων, ιδίως του εδαφίου (3) του άρθρου 41 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου.
(4) Ο παρών Νόμος δεν θίγει την εξουσία της ΥΕΑΣΕ προς έκδοση αποφάσεων και οδηγιών δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου ή άλλου νόμου.
(5) Ο παρών Νόμος δεν θίγει την εφαρμογή των περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμων του 2001 έως 2007, τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και τις συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο διατάξεις του κυπριακού δικαίου, οι οποίες σχετίζονται με τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές.
(6) Το Μέρος IV δεν θίγει την εφαρμογή -
(α) διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, και
(β) διατάξεων του κυπριακού δικαίου που ενσωματώνουν διατάξεις κοινοτικού δικαίου ή αποσκοπούν στην εφαρμογή τους,
οι οποίες προβλέπουν επιπλέον απαιτήσεις περί προηγούμενης ενημέρωσης.
(7) Ο περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος εφαρμόζεται σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από σύστημα πληρωμών ή πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, η οποία γίνεται για σκοπούς συμμόρφωσης με διατάξεις του παρόντος Νόμου και πρόληψης, διερεύνησης και εντοπισμού απάτης στον τομέα των υπηρεσιών πληρωμών.
91. Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου που προβλέπουν την έκδοση οδηγιών, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται να εκδίδουν μεμονωμένα ή/και από κοινού οδηγίες για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος στον παρόντα Νόμο ή/και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 924/2009, το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
92. Ο Υπουργός Οικονομικών, με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύναται-
(α) να τροποποιεί το Παράρτημα, ή/και
(β) να τροποποιεί το ποσό το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 57.
93.-(1) Νομικά πρόσωπα τα οποία άρχισαν να ασκούν νομίμως δραστηριότητες ιδρύματος πληρωμών στη Δημοκρατία πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2007 και τα οποία δεν παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης για τη μεταφορά χρημάτων, δικαιούνται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές εφόσον, το αργότερο μέχρι την 30η Απριλίου 2011, λάβουν άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών:
Νοείται ότι τα πρόσωπα αυτά -
(α) δεν απολαύουν του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 23, προτού λάβουν άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών∙ και
(β) υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2006 περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, χωρίς προηγούμενη αίτηση, στα νομικά πρόσωπα στα οποία χορήγησε άδεια για την ίδρυση και λειτουργία επιχείρησης παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά χρημάτων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η άδεια για την ίδρυση και λειτουργία επιχείρησης παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά χρημάτων χορηγήθηκε πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2007 και δεν έχει ανακληθεί∙
(β) δεν συντρέχει λόγος ανάκλησης της πιο πάνω άδειας λειτουργίας∙
(γ) η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει ήδη αποδείξεις ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών:
Νοείται ότι η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τάσσει προθεσμία στα πρόσωπα αυτά προς συμπλήρωση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών επί ποινή ανάκλησης της άδειας για την ίδρυση και λειτουργία επιχείρησης παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά χρημάτων. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τα πρόσωπα αυτά πριν από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.
(3) Θυγατρικές εταιρείες τραπεζών οι οποίες άρχισαν πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2007 να διενεργούν πράξεις πληρωμής κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, ως οι εν λόγω Νόμοι ίσχυαν κατά την εν λόγω ημερομηνία, λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, χωρίς προηγούμενη αίτηση, εφόσον γνωστοποιήσουν στην Κεντρική Τράπεζα την εν λόγω δραστηριότητα μέχρι την 25η Δεκεμβρίου 2009 και εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που ήθελε ορίσει με οδηγία της η Κεντρική Τράπεζα:
Νοείται ότι άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών που χορηγείται δυνάμει του παρόντος εδαφίου μπορεί να παύσει, να ανακληθεί ή/και να ανασταλεί κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 16 έως 18 του παρόντος Νόμου.
(4) Τα πρόσωπα των εδαφίων (1) έως (3), για όσο χρόνο συνεχίζουν να ασκούν δραστηριότητες χωρίς άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, εξακολουθούν να υπόκεινται στις προϋποθέσεις αδειοδότησης και τις διατάξεις προληπτικής εποπτείας που ίσχυαν στη Δημοκρατία πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(5) Τα πρόσωπα των εδαφίων (1) έως (3) υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις διατάξεις των Μερών IV έως IX του παρόντος Νόμου και με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009. Για σκοπούς εφαρμογής των Μερών IV έως IX, τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται ιδρύματα πληρωμών και υπόκεινται στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας, εφαρμοζομένων των άρθρων 84, 85, 86 και 88.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε σχέση με την εφαρμογή των εδαφίων (2) και (3).
94.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται και σε κάθε σύμβαση που συνάφθηκε ανάμεσα σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και χρήστη υπηρεσιών πληρωμών πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και η οποία συνιστά σύμβαση-πλαίσιο παροχής υπηρεσιών πληρωμών κατά την έννοια του παρόντος Νόμου. Κάθε όρος της σύμβασης που αντιβαίνει σε διάταξη του παρόντος Νόμου θεωρείται άκυρος, εκτός εάν είναι ευνοϊκότερος για το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε σύγκριση με τη διάταξη στην οποία αντιβαίνει.
(2) Το εδάφιο (1) δεν θίγει πράξεις πληρωμής οι οποίες συνιστούν ατομικές πράξεις πληρωμής καλυπτόμενες από σύμβαση-πλαίσιο κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, οι οποίες εκτελέστηκαν πριν από την 1η Νοεμβρίου 2009.
(3) Παρά τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 42, σύμβαση η οποία συνάφθηκε ανάμεσα σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και χρήστη υπηρεσιών πληρωμών πριν από την 1η Νοεμβρίου 2009 και η οποία συνιστά σύμβαση-πλαίσιο κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου, μπορεί να τροποποιηθεί άπαξ, κατόπιν πρότασης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που παρέχεται τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος της τροποποίησης, για σκοπούς παροχής της προτεινόμενης τροποποίησης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να παράσχει συνοπτικό κατάλογο των πληροφοριών και όρων που τροποποιούνται και να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο έχει καταστεί διαθέσιμο το πλήρες κείμενο των τροποποιούμενων πληροφοριών και όρων. Η τροποποίηση θα θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή από το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, εάν αυτός δεν γνωστοποιήσει τη μη αποδοχή πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος της τροποποίησης. Όταν προταθεί τέτοια τροποποίηση, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται να τερματίσει τη σύμβαση-πλαίσιο αμέσως και χωρίς επιβάρυνση πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος της τροποποίησης. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επισημαίνει στο χρήστη το παρόν εδάφιο και το δικαίωμα τερματισμού κατά την πρόταση της τροποποίησης:
(4) Για την πρόταση της τροποποίησης κατά το εδάφιο (3), ο πάροχος υπηρεσιών λαμβάνει υπόψη τη γεωγραφική διεύθυνση και λοιπά στοιχεία επικοινωνίας που του παρέσχε ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Κάθε εντολή πληρωμής την οποία έδωσε πληρωτής πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και η οποία αφορά άμεση χρέωση κατά την έννοια του άρθρου 2, θεωρείται ότι περιλαμβάνει εξουσιοδότηση του πληρωτή για χρέωση του λογαριασμού πληρωμών που διατηρεί με τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και πίστωση του λογαριασμού πληρωμών που διατηρεί ο δικαιούχος με άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών. Για την πρώτη χρήση της εξουσιοδότησης αυτής απαιτείται καταχώρηση στον ημερήσιο τύπο, με μέριμνα του δικαιούχου, δύο μήνες πριν από τη σκοπούμενη ημερομηνία. Ο πληρωτής μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής αμέσως και χωρίς επιβάρυνση πριν από την ημερομηνία αυτή.
(6) Τα εδάφια (3) και (4) παύουν να ισχύουν σε οχτώ μήνες μετά την έναρξη ισχύος τους.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(άρθρα 2, 9, 12 και 92)
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
1. Υπηρεσίες που επιτρέπουν τις καταθέσεις μετρητών σε λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών.
2. Υπηρεσίες που επιτρέπουν τις αναλήψεις μετρητών από λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών.
3. Εκτέλεση πράξεων πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων, σε λογαριασμό πληρωμών που έχει ανοίξει ο χρήστης στον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών:
(α) εκτέλεση άμεσων χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης,
(β) εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο,
(γ) εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών.
4. Εκτέλεση πράξεων πληρωμής όταν τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από πίστωση που παραχωρείται στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών:
(α) εκτέλεση άμεσων χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης,
(β) εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο,
(γ) εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών.
5. Έκδοση ή/και αποδοχή μέσων πληρωμών.
6. Υπηρεσίες εμβασμάτων.
7. Εκτέλεση πράξεων πληρωμής όπου η εξουσιοδότηση του πληρωτή για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής γίνεται μέσω τηλεπικοινωνιακής ή ψηφιακής συσκευής ή συσκευής πληροφορικής και η πληρωμή γίνεται στον παρέχοντα τη σύνδεση, ο οποίος ενεργεί ως απλός μεσάζων μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του πωλητή των αγαθών ή του παρόχου των υπηρεσιών.
Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 31(Ι)/2018], οι περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμοι του 2009 και 2010 καταργούνται.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 31(Ι)/2018] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με εξαίρεση την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας που αναφέρονται στα άρθρα 65, 66, 67 και 97, τα οποία τίθενται σε ισχύ εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από την ημερομηνία της έναρξης της ισχύος των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο Άρθρο 98 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.