7.-(1) Για την απόκτηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλλει αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα συνοδευόμενη από τα στοιχεία που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ζητεί οποτεδήποτε την παροχή στοιχείων από ίδρυμα πληρωμών που έχει αδειοδοτηθεί προκειμένου να διαπιστώνεται ότι το ίδρυμα πληρωμών συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες. Κατά την εξέταση της αίτησης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται κατά την κρίση της να διαβουλευθεί με κάθε άλλη αρχή στη Δημοκρατία.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια εφόσον, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με αρμοδιότητες κατανεμημένες κατά τρόπο σαφή, διαφανή και συνεκτικό, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών· το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί είναι εκτενείς και ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.
(4) Όταν ο αιτών ή ένα ήδη αδειοδοτημένο ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να παρέχει οποιαδήποτε υπηρεσία πληρωμών παράλληλα με την άσκηση άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί τη σύσταση χωριστού νομικού προσώπου για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών όταν οι άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, είτε θίγουν ή υπάρχει κίνδυνος να θίξουν την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος είτε δυσχεραίνουν την Κεντρική Τράπεζα στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης του ιδρύματος πληρωμών προς τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες.
Η Κεντρική Τράπεζα δύναται για τους ίδιους λόγους να απαιτήσει τη σύσταση χωριστού νομικού προσώπου και μετά την έναρξη άσκησης άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα δεν χορηγεί άδεια εάν, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστούν η ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχει πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των προσώπων-
(α) που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε σχέση με αυτό, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο «έλεγχος» στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή
(β) τα οποία είναι συνεταίροι του συνεταιρισμού που ζητεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.
(6) Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας. Στην περίπτωση όπου ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς, υπάγονται σε νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον οι διατάξεις αυτές, λαμβανομένων υπόψη τυχόν δυσχερειών που προκύπτουν κατά την εφαρμογή τους, δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας.
(7) Στην άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών αναγράφεται το όνομα του ιδρύματος πληρωμών, ο αριθμός και η ημερομηνία έκδοσης της άδειας, οι υπηρεσίες πληρωμών που επιτρέπεται να παρέχει καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που η Κεντρική Τράπεζα κρίνει απαραίτητο.
(8) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, να καθορίζει, να εξειδικεύει ή να διευκρινίζει τις υποχρεώσεις του ιδρύματος πληρωμών και των αρμόδιων προσώπων του καθώς και οποιοδήποτε θέμα χρήζει χειρισμού δυνάμει του παρόντος Μέρους.