19.-(1) Εάν το ίδρυμα πληρωμών, για το οποίο η Δημοκρατία είναι κράτος-μέλος καταγωγής, προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου, αιτείται την εγγραφή του αντιπροσώπου στο μητρώο του άρθρου 8. Η αίτηση πρέπει να συνοδε ύεται από τα στοιχεία που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της.
(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δεν εγγράφει αντιπρόσωπο εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν δυνάμει του εδαφίου (1) είναι ορθά και ότι ο αντιπρόσωπος πληροί τα κριτήρια που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει την εγγραφή αντιπροσώπου ο οποίος έπαψε να πληροί τα κριτήρια αυτά.
(3) Εάν το ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου σε κράτος μέλος εκτός της Δημοκρατίας-
(α) ακολουθεί τις διαδικασίες του άρθρου 23, τηρουμένων των αναλογιών, και
(β) η Κεντρική Τράπεζα δεν εγγράφει τον αντιπρόσωπο αυτόν προτού διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και λάβει υπόψη τη γνώμη τους.
(4) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να μεριμνά ώστε τα υποκαταστήματά του και οι αντιπρόσωποι που ενεργούν εξ ονόματός του να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών προτού τους παράσχουν υπηρεσίες πληρωμών.