20.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να ανακαλεί άδεια που χορηγεί δυνάμει του παρόντος Νόμου, εάν αμφισβητείται σοβαρά η εντιμότητα του νόμιμου ελεγκτή ή του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, στο οποίο έχει παρασχεθεί η εν λόγω άδεια.
(2) Η αρμόδια αρχή ανακαλεί την άδεια νόμιμου ελεγκτικού γραφείου εάν παύει να πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του εδαφίου (4) του άρθρου 9.
(3) Προτού ανακαλέσει την άδεια, η αρμόδια αρχή δύναται να ορίσει εύλογο χρόνο εντός του οποίου ο νόμιμος ελεγκτής ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο πρέπει να μεριμνήσει για την τήρηση των απαιτήσεων εντιμότητας ή των προϋποθέσεων του εδαφίου (4) του άρθρου 9, ανάλογα με την περίπτωση. Εάν παρέλθει ο καθορισθέντας χρόνος και η αρμόδια αρχή δεν ικανοποιηθεί για την τήρηση των υπό αναφορά απαιτήσεων ή προϋποθέσεων, η αρμόδια αρχή ανακαλεί την άδεια.
(4) Όταν ανακαλείται για οποιοδήποτε λόγο η άδεια νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και τους λόγους της ανάκλησης στον ίδιο τον ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο του οποίου η άδεια ανακαλείται, καθώς και στις οικείες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία έχει επίσης χορηγηθεί άδεια στο ίδιο πρόσωπο και τα στοιχεία των αρχών αυτών καταχωρίζονται στο Μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 22.