12.-(1) Μέλος του Συμβουλίου απαγορεύεται να συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα δι΄ ίδιον όφελος ή προς όφελος τρίτων σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συναλλαγή ή να έχει επαγγελματικό συμφέρον που αφορά αντικείμενο που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής και παράβαση της παρούσας διάταξης, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του από το Υπουργικό Συμβούλιο:
Νοείται ότι από την απαγόρευση αυτή εξαιρείται η εξάσκηση δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ή προαίρεσης που απορρέουν από τίτλους, τους οποίους μέλος κατείχε πριν από το διορισμό του:
Νοείται περαιτέρω ότι το Συμβούλιο δύναται να μην ανακαλέσει το διορισμό μέλους του Συμβουλίου για το λόγο ότι πρόσωπο συνδεδεμένο με αυτό το μέλος πρόκειται να εργοδοτηθεί σε εταιρεία που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής, εάν το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει ότι η θέση που προσφέρεται στο εν λόγω συνδεδεμένο πρόσωπο δε δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων στο μέλος του Συμβουλίου:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι σε τέτοια περίπτωση, η συνέχιση του διορισμού του μέλους αυτού τυγχάνει επανεξέτασης σε ετήσια βάση αναφορικά με το θέμα αυτό.
(2) Απαγορεύεται σε μέλος του Συμβουλίου να μετέχει στη συζήτηση και στη λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο ή από Ειδική Επιτροπή για θέματα που αφορούν συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα:
Νοείται ότι η παράβαση της απαγόρευσης αυτής δε συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης του Συμβουλίου ή της Ειδικής Επιτροπής, αλλά παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συμμετέχουν στην ίδρυση ή σε διοικητικό όργανο οργανισμού που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής και παράβαση της διάταξης αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται ανάκληση του διορισμού του από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(4) Για τους σκοπούς του άρθρου 11 και του παρόντος Άρθρου, «συνδεδεμένα πρόσωπα» αναφορικά με μέλος του Συμβουλίου σημαίνει-
(α) τους/τις συζύγους και τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού·
(β) εταιρεία, στην οποία μέλος του Συμβουλίου κατέχει ή ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση·
(γ) πρόσωπο, το οποίο κατά την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου ή της Επιτροπής τελεί σε σχέση εξάρτησης ή έχει κοινά σε ουσιώδη βαθμό, συμφέροντα με το μέλος του Συμβουλίου:
Νοείται ότι τα κριτήρια που εφαρμόζονται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσης παραγράφου, εξειδικεύονται με οδηγία.
(5) Οι διατάξεις του παρόντος Άρθρου εφαρμόζονται και για τον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τηρουμένων των αναλογιών.