1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμος του 2009.
2. (1)-Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αρμόδια εποπτική αρχή του εξωτερικού» σημαίνει αρμόδια εποπτική αρχή, επιφορτισμένη με την άσκηση αναλόγων με την Επιτροπή αρμοδιοτήτων, σε κράτος άλλο από τη Δημοκρατία·
«γνωστοποίηση» σημαίνει τη γνωστοποίηση, την οποία εκδίδει ο Υπουργός δυνάμει του άρθρου 56Α∙
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Eιδική Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή που συνιστάται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 23·
«εκδότης» σημαίνει πρόσωπο που έχει εκδώσει ή εκδίδει ή προτείνει την έκδοση χρηματοοικονομικών μέσων, είτε είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά είτε για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·
«εξωτερικό» σημαίνει χώρα άλλη από τη Δημοκρατία·
«επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·
«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου» σημαίνει την Επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 4(1), η οποία εφεξής θα καλείται «Επιτροπή»∙
«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές που έχει συσταθεί κατά τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου ή εταιρεία που έχει συσταθεί στο εξωτερικό κατά το δίκαιο που ισχύει στον τόπο σύστασης της·
«κείμενη νομοθεσία» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
(α) τους νόμους και κανονιστικές πράξεις, που αφορούν ή εκδίδονται από το Χρηματιστήριο ή από άλλη ρυθμιζόμενη αγορά ή από την Επιτροπή, και αφορούν γενικά την κεφαλαιαγορά περιλαμβανομένων των ακόλουθων νόμων και των κανονιστικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται ή ισχύουν δυνάμει αυτών:
(i) τον περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμο,
(ii) τον περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμο,
(iii) τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο,
(iv) τον Κυρωτικό της Σύμβασης για τους έχοντες προνομιακή πρόσβαση στην πληροφόρηση Νόμο,
(v) τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Κεντρικό Αποθετήριο και Κεντρικό Μητρώο Αξιών) Νόμο,
(vi) τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο,
(vii) τον περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμο,
(viii) τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο,
(ix) τον περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμο,
(x) τον περί της Ρύθμισης των Επιχειρήσεων Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο,
(xi) τον περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο,
(xii) οποιοδήποτε άλλο νόμο βάσει του οποίου ανατίθενται εξουσίες και αρμοδιότητες στην Επιτροπή.
(β) Τις ακόλουθες πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
(i) τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, όπως διορθώθηκε,
(ii) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2012 για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης,
(iii) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών,
(iv) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 345/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2013 σχετικά με τις ευρωπαϊκές εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου,
(v) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 346/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2013 για τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας,
(vi) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,
(vii) οποιαδήποτε άλλη πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρεται σε γνωστοποίηση του Υπουργού∙
«κινητές αξίες» ή «αξίες», σημαίνει τις αποτελούσες αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά μετοχές και λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά μετοχών, ομολογίες, δημόσια χρεόγραφα και λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά ομολογιών, καθώς και κάθε άλλη αξία η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά και παρέχει είτε δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής είτε δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, αλλά δεν περιλαμβάνει τα μέσα πληρωμής ·
«οδηγία» σημαίνει την κανονιστικού περιεχομένου οδηγία της Επιτροπής που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίαςּ
«οργανισμός» σημαίνει οποιοδήποτε οργανισμό, στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό, ο οποίος ασκεί αρμοδιότητες παρόμοιες ή συναφείς με αυτές της Επιτροπής ή οποιοδήποτε διεθνή οργανισμό στον οποίο είθισται να μετέχουν εποπτικές αρχές με αρμοδιότητες παρόμοιες με αυτές της Επιτροπής·
«ρυθμιζόμενη αγορά» ή «οργανωμένη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·
«οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες» ή «ΟΣΕΚΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο·
«πρόσωπο» περιλαμβάνει οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο και κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα·
«Συμβούλιο» σημαίνει το Συμβούλιο της Επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 9(1)·
«συναλλαγές» σημαίνει τις συναλλαγές ή τις συμφωνίες για συναλλαγές, σε χρηματοοικονομικά μέσα οποιουδήποτε προσώπου, οι οποίες καταρτίζονται στη Δημοκρατία, εντός ή εκτός του Χρηματιστηρίου ή ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας·
«τηλεδιάσκεψη» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·
«Χρηματιστήριο» σημαίνει το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου που έχει συσταθεί δια του άρθρου 3 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου·
«χρηματοοικονομικά μέσα» σημαίνει -
(α) τα μέσα που καθορίζονται στο άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, και
(β) κάθε άλλο μέσο που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά του εξωτερικού ή για το οποίο υποβάλλεται αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
(2) Στον παρόντα Νόμο και στις κανονιστικού περιεχομένου πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτού, αναφορά σε νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως Οδηγία, Κανονισμός ή Απόφαση, σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
3.-(1) Η γενική εποπτεία της κεφαλαιαγοράς και των συναλλαγών που καταρτίζονται στη Δημοκρατία, καθώς επίσης και των συναλλαγών οι οποίες καταρτίζονται στο εξωτερικό και ρητά προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία ανατίθεται στην Επιτροπή.
4.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία «Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου», το οποίο συστάθηκε δια του άρθρου 5 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου, διατηρείται και συνεχίζει να λειτουργεί και να έχει τη συγκρότηση, λειτουργία, αρμοδιότητες, εξουσίες και καθήκοντα που καθορίζονται από ή δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Ως έδρα της Επιτροπής ορίζεται η επαρχία Λευκωσίας.
(3) Η Επιτροπή διοικείται από το Συμβούλιο κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος III.
5.-(1) Η Επιτροπή έχει, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα της εποπτείας της κεφαλαιαγοράς και της χρηματιστηριακής αγοράς, της διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας και μεθοδικής ανάπτυξης της κεφαλαιαγοράς και της χρηματιστηριακής αγοράς, της προστασίας των επενδυτών και της παρακολούθησης των συναλλαγών που καταρτίζονται στη Δημοκρατία, καθώς επίσης και των συναλλαγών που καταρτίζονται στο εξωτερικό, οι οποίες ρητά προβλέπονται στην κειμένη νομοθεσία.
(2) Η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται διά ή δυνάμει του παρόντος Νόμου, της κειμένης νομοθεσίας και οποιουδήποτε άλλου νόμου και έχει την αρμοδιότητα λήψης μέτρων προς πρόληψη και καταστολή πράξεων που προσκρούουν στις διατάξεις τους.
(3) Η Επιτροπή έχει, μεταξύ άλλων, ως έργο της τη μελέτη, την εισήγηση μέτρων στις αρμόδιες αρχές και τη λήψη μέτρων από την ίδια εντός των αρμοδιοτήτων της προς διασφάλιση της ακεραιότητας των διενεργούμενων συναλλαγών και γενικά προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, της προστασίας των επενδυτών, της αποτελεσματικότητας της κεφαλαιαγοράς και της δίκαιης λειτουργίας της, εφόσον το κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις.
6. Η Επιτροπή δύναται να ασκεί τις αρμοδιότητές της με οποιοδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους-
(α) άμεσα,
(β) σε συνεργασία µε άλλες αρχές ή όργανα ή σώματα ή συνδέσμους ή µε διαχειριστές της αγοράς ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα,
(γ) υπό την ευθύνη της, µε εκχώρηση αρμοδιοτήτων στις αρχές αυτές ή σε όργανα ή σώματα ή συνδέσμους ή στους διαχειριστές των αγορών ή σε οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα,
(δ) υπό την ευθύνη της, µε εκχώρηση αρμοδιοτήτων στο Πρόεδρο ή και τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου, εκτός όπου ρητά απαγορεύεται από τον παρόντα Νόμο ή την κείμενη νομοθεσία,
(ε) με αίτηση προς αρμόδιο δικαστήριο.
7.-(1) Η Επιτροπή καταρτίζει και υποβάλλει κατ’ έτος στον Υπουργό και στη Βουλή των Αντιπροσώπων έκθεση δραστηριοτήτων μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από τη λήξη του οικονομικού της έτους, ο δε Υπουργός ακολούθως ενημερώνει σχετικά το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι εφικτή η έγκαιρη κατάρτιση της έκθεσης δραστηριοτήτων μέσα στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) προθεσμία, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά εντός της εν λόγω προθεσμίας τον Υπουργό και τη Βουλή των Αντιπροσώπων και καταρτίζει και υποβάλλει σ’ αυτούς την έκθεση μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τη λήξη του οικονομικού της έτους.
8. Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής ασκούνται κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο από-
(α) το Συμβούλιο,
(β) τον Πρόεδρο ή και Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου, ή
(γ) Ειδικές Επιτροπές.
9.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο της Επιτροπής, το οποίο συστάθηκε διά του άρθρου 10(1) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου διατηρείται και συνεχίζει να έχει τη διοίκηση της Επιτροπής και την ευθύνη της πραγμάτωσης του έργου της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Στο Συμβούλιο ανατίθεται η άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.
10.-(1) Το Συμβούλιο εφορεύει τις εργασίες της Επιτροπής και έχει πλήρη εξουσία για τη διοίκηση του προσωπικού και τη διαχείριση της περιουσίας της κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.
(2) Το Συμβούλιο ειδικότερα -
(α) εκπροσωπεί διά του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του την Επιτροπή ενώπιον δικαστηρίων και αρχών·
(β) διορίζει και παύει πρόσωπα στην υπηρεσία της Επιτροπής, τα οποία δύναται να εργοδοτούνται επί πλήρους απασχόλησης σε μόνιμη ή προσωρινή βάση και μεριμνά όπως η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της επαρκές προσωπικό, τόσο σε αριθμούς όσο και σε δομή, για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων και την άσκηση των εξουσιών της.
(γ) ασκεί πειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων της Επιτροπής και επιβάλλει πειθαρχικές ποινές, κατά τα προβλεπόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(δ) μεριμνά για την τήρηση λογαριασμών και για την κατάρτιση και υποβολή εκθέσεων και οικονομικών καταστάσεων κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος VIII·
(ε) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την απρόσκοπτη και ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της Επιτροπής·
(στ) συλλέγει πληροφορίες, διεξάγει έρευνες, διενεργεί ελέγχους και επιβάλλει κυρώσεις κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία·
(ζ) εκδίδει οδηγίες κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο και κειμένη νομοθεσία·
(η) εκδίδει και υποβάλλει προς έγκριση Κανονισμούς, κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΧΙ· και
(θ) είναι αρμόδιο για κάθε ενέργεια, η οποία κατά τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία προωθεί τους σκοπούς και τις με βάση τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία, αρμοδιότητες της Επιτροπής.
11.-(1) Το Συμβούλιο είναι επταμελές και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και από πέντε άλλα μέλη που διορίζονται κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν Μέρος.
(2)(α) Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου διορίζονται πρόσωπα ανώτατου ηθικού επιπέδου, εγνωσμένου κύρους, εντιμότητας και εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στη χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου, στην ανάπτυξη της ομαλής και μεθοδικής αγοράς αξιών και στην προστασία των επενδυτών και του κοινού.
(β) Μέλη του Συμβουλίου, με εξαίρεση τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο, για τους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (α), διορίζονται πρόσωπα ανώτατου ηθικού επιπέδου, εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας τα οποία έχουν πανεπιστημιακή κατάρτιση και πείρα στα νομικά ή τα οικονομικά ή τη χρηματαγορά ή την κεφαλαιαγορά ή τη λογιστική ή τις επιχειρήσεις και τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου, στην ανάπτυξη της ομαλής και μεθοδικής αγοράς αξιών και στην προστασία των επενδυτών και του κοινού.
(3) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο προσώπου, το οποίο έχει το ίδιο ή τα συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα ουσιώδες συμφέρον, κατά την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου, σε οργανισμό που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής ή το οποίο μετέχει στο διοικητικό όργανο τέτοιου οργανισμού και η απόκτηση τέτοιου συμφέροντος ή η συμμετοχή στο διοικητικό όργανο τέτοιου οργανισμού κατά τη διάρκεια της θητείας του συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του:
(4) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο, προσώπου το οποίο έχει καταδικαστεί για αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα ή το οποίο έχει πτωχεύσει σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου.
12.-(1) Μέλος του Συμβουλίου απαγορεύεται να συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα δι΄ ίδιον όφελος ή προς όφελος τρίτων σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συναλλαγή ή να έχει επαγγελματικό συμφέρον που αφορά αντικείμενο που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής και παράβαση της παρούσας διάταξης, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του από το Υπουργικό Συμβούλιο:
(2) Απαγορεύεται σε μέλος του Συμβουλίου να μετέχει στη συζήτηση και στη λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο ή από Ειδική Επιτροπή για θέματα που αφορούν συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα:
(3) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συμμετέχουν στην ίδρυση ή σε διοικητικό όργανο οργανισμού που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής και παράβαση της διάταξης αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται ανάκληση του διορισμού του από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(4) Για τους σκοπούς του άρθρου 11 και του παρόντος Άρθρου, «συνδεδεμένα πρόσωπα» αναφορικά με μέλος του Συμβουλίου σημαίνει-
(α) τους/τις συζύγους και τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι πρώτου βαθμού·
(β) εταιρεία, στην οποία μέλος του Συμβουλίου κατέχει ή ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση·
(γ) πρόσωπο, το οποίο κατά την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου ή της Επιτροπής τελεί σε σχέση εξάρτησης ή έχει κοινά σε ουσιώδη βαθμό, συμφέροντα με το μέλος του Συμβουλίου:
(5) [Διαγράφηκε].
13.-(1) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν εισήγησης του Υπουργού.
(2)(α) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου παρέχουν τις υπηρεσίες τους κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και δεν επιτρέπεται να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία ή να απασχολούνται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία επ’ αμοιβή:
Νοείται ότι σε περίπτωση διορισμού ως Προέδρου ή Αντιπροέδρου, υπαλλήλου που κατέχει μόνιμη θέση σε κρατική υπηρεσία ή σε οργανισμό, ο υπάλληλος αφυπηρετεί αυτοδικαίως από τη θέση που κατέχει, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου που αφορούν τα ωφελήματα αφυπηρέτησης για την οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, τα οποία όμως υπολογίζονται με βάση τις συντάξιμες απολαβές του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του, ως ακολούθως:
(i) σε περίπτωση κατά την οποία, ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, λογίζεται ότι υπηρέτησε στη κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για τόση επιπλέον περίοδο για όση υπηρέτησε πριν από το διορισμό του ως Προέδρου ή Αντιπροέδρου, ανάλογα με την περίπτωση ή για όση περίοδο θα υπηρετούσε αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη·
(ii) σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, θεωρείται ότι υπηρέτησε στην κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για περίοδο δέκα επιπλέον ετών ή για τόση περίοδο για όση θα υπηρετούσε αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη:
Νοείται ότι η πιο πάνω προστιθέμενη υπηρεσία θεωρείται ως υπηρεσία με εισφορές.
(β) Οι όροι «κρατική υπηρεσία» και «οργανισμός» στην παράγραφο (α) έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον περί Συντάξεων Νόμο.
(3) Ο όρος της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που εφαρμόζεται επί του Πρόεδρου και Αντιπρόεδρου του Συμβουλίου δεν εφαρμόζεται αναφορικά με τα πέντε λοιπά μέλη του Συμβουλίου.
14.-(1) Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι πενταετής.
(2) Ο επαναδιορισμός των μελών του Συμβουλίου μετά τη λήξη της θητείας τους επιτρέπεται για μια μόνο επιπλέον πενταετή θητεία.
(3) [Διαγραφή].
15.-(1) Η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) σε περίπτωση θανάτου του·
(β) σε περίπτωση παραίτησής του· και
(γ) σε περίπτωση ανάκλησης του διορισμού του.
(2) Σε περίπτωση που η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, στη θέση του απερχόμενου μέλους διορίζεται άλλο πρόσωπο κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13.
(3) Καθόσον αφορά τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Επιτροπής ισχύουν οι διατάξεις του περί Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου.
16. Η παραίτηση μέλους του Συμβουλίου διενεργείται με έγγραφο παραίτησης απευθυνόμενο προς το Υπουργικό Συμβούλιο.
17. Ο διορισμός μέλους του Συμβουλίου ανακαλείται από το Υπουργικό Συμβούλιο στις ακόλουθες περιπτώσεις-
(α) σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 12(1), (2) ή (3)·
(β) σε περίπτωση καταδίκης για το αδίκημα της παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31·
(γ) σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή σε περίπτωση επιβολής της ποινής της φυλάκισης για την τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος·
(δ) κατόπιν πρότασης του Υπουργού, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου, η οποία υποβάλλεται με τη σύμφωνη γνώμη πέντε τουλάχιστον μελών.
18.-(1) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματός του, ο Αντιπρόεδρος ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δύο, ένας εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου συγκαλούν τις συνεδρίες του Συμβουλίου.
(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται σε όλα τα μέλη του Συμβουλίου, μία τουλάχιστον ημέρα πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (2), σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται μετά από προφορική ή γραπτή πρόσκληση που κοινοποιείται στα μέλη το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει πριν από τον καθορισμένο για τη συνεδρία χρόνο.
(4)(α) Σε περίπτωση γραπτής πρόσκλησης σε συνεδρία κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (2) ή (3), η πρόσκληση κοινοποιείται στα μέλη γραπτώς με επιστολή ή τηλεμήνυμα ή φωτομήνυμα ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
(β) Σε περίπτωση προφορικής πρόσκλησης σε συνεδρία κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), τα μέλη του Συμβουλίου υπογράφουν σε μεταγενέστερο στάδιο βεβαίωση αναφορικά με την πρόσκλησή τους σε συνεδρία.
(5) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου συγκαλεί το Συμβούλιο σε συνεδρία οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο, υποχρεούται όμως να το πράξει αν τούτο ζητηθεί γραπτώς από τέσσερα τουλάχιστον μέλη του Συμβουλίου που καθορίζουν ταυτοχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.
(6) Συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται τουλάχιστον δύο φορές το μήνα.
(7) Στις συνεδρίες του Συμβουλίου προεδρεύει ο Πρόεδρός του ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού, ο Αντιπρόεδρός του ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δύο, ένας εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου που επιλέγεται προς τούτο από τα παριστάμενα κατά τη συνεδρία μέλη.
(8)(α) Ο προεδρεύων της συνεδρίας και τέσσερα άλλα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία, οι δε αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του προεδρεύοντος της συνεδρίας.
(β) Με απόφαση του Προέδρου του Συμβουλίου ή του προεδρεύοντα σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου, τα μέλη του Συμβουλίου δύνανται, σε περίπτωση απουσίαςτους στο εξωτερικό ή σε περίπτωση που η φυσική παρουσία τους είναι δυσχερής ήστην περίπτωση που υφίσταται οποιοδήποτε άλλο κώλυμα που παρεμποδίζει την προσέλευση ενός ή περισσοτέρων ή όλων των μελών του Συμβουλίου, να συμμετέχουν σε συνεδρία του Συμβουλίου μέσω τηλεδιασκέψεως ή μέσω άλλων επικοινωνιακών συστημάτων, νοουμένου ότι παρέχεται η δυνατότητα σε έκαστο των μελών που λαμβάνουν μέρος στη συνεδρία να ακούει ή να βλέπει και να ακούει όλα τα άλλα μέλη του Συμβουλίου που συμμετέχουν στη συνεδρία σε κάθε ουσιώδη χρόνο:
(9) Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί πρόσωπο που ορίζεται προς τούτο από τον Πρόεδρο ή σε περίπτωση απουσίας του από τον προεδρεύοντα του Συμβουλίου, ο οποίος έχει την ευθύνη της τήρησης των πρακτικών.
(10) Τα πρακτικά της συνεδρίας τηρούνται εμπιστευτικά, εκτός αν αποφασισθεί διαφορετικά από το Συμβούλιο, από αρμόδιο δικαστήριο ή από αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.
(11) Κένωση θέσης μέλους του Συμβουλίου ή ελάττωμα περί το διορισμό του δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή των διαδικασιών του Συμβουλίου.
19. Ο Πρόεδρος ή, σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου, ο Αντιπρόεδρος έχει την υποχρέωση φύλαξης της επίσημης σφραγίδας του Συμβουλίου.
20.-(1) Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου καθορίζονται στο έγγραφο του διορισμού τους από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Στα λοιπά μέλη του Συμβουλίου καταβάλλεται αμοιβή ανά συνεδρία, το ύψος της οποίας ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3) Η δαπάνη για την καταβολή της αντιμισθίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου και της αμοιβής των λοιπών μελών του βαρύνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της Επιτροπής.
21.-(1) Έκαστο μέλος του Συμβουλίου και του προσωπικού της Επιτροπής, οι ερευνώντες λειτουργοί και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί ως σύμβουλος ή κατ’ εντολήν του Συμβουλίου δεν υπέχει προσωπικής ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
(2) Έκφραση γνώμης κατά την άσκηση των καθηκόντων των προσώπων που προβλέπεται στο εδάφιο (1) αποτελεί ειδική υπεράσπιση σε αγωγή για δυσφήμιση που εγείρεται εναντίον τους βάσει του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου:
22. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 26, το Συμβούλιο δύναται να εκχωρεί στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο και σε Ειδικές Επιτροπές που συνιστώνται επί τούτω, την άσκηση οποιασδήποτε από τις αρμοδιότητές του οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία για το χρονικό διάστημα που ορίζεται κατά περίπτωση από αυτό και με τους κατά περίπτωση προβλεπόμενους όρους.
23.-(1) Ειδική Επιτροπή συνιστάται με απόφαση του Συμβουλίου και απαρτίζεται από τρία μέλη του Συμβουλίου που δύναται να είναι -
(α) ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και ένα μέλος, ή
(β) ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, και δύο άλλα μέλη.
(2) (α) Έκαστη Ειδική Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο ή σε περίπτωση που δε συμμετέχει σε αυτήν, από τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου.
(β) Οι προσκλήσεις σε συνεδρία Ειδικής Επιτροπής γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 18(2), (3) και (4), τηρουμένων των αναλογιών.
(3) Έκαστη Ειδική Επιτροπή συνεδριάζει κατά τακτά διαστήματα.
(4) Στις συνεδρίες έκαστης Ειδικής Επιτροπής προεδρεύει ο συμμετέχων σε αυτήν Πρόεδρος του Συμβουλίου ή, σε περίπτωση μη συμμετοχής του ή απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού, ο συμμετέχων σε αυτήν Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου.
(5) Ο προεδρεύων της συνεδρίας της Ειδικής Επιτροπής και ένα άλλο μέλος συνιστούν απαρτία, οι δε αποφάσεις λαμβάνονται με δύο τουλάχιστον θετικές ψήφους και σε περίπτωση ισοψηφίας, το θέμα παραπέμπεται προς απόφαση από το Συμβούλιο.
(6) Ο συγκαλών Ειδική Επιτροπή κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2)(α), συγκαλεί την Ειδική Επιτροπή σε συνεδρία οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο, υποχρεούται όμως να το πράξει αν τούτο ζητηθεί γραπτώς από ένα τουλάχιστον άλλο μέλος της, που καθορίζει ταυτόχρονα και τα προς συζήτηση θέματα.
(7) Χρέη γραμματέα της Ειδικής Επιτροπής ασκεί ένα μέλος της, το οποίο έχει την ευθύνη της τήρησης των πρακτικών ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ορίσει ο προεδρεύων της Ειδικής Επιτροπής.
(8) Η κένωση θέσης μέλους Ειδικής Επιτροπής ή ελάττωμα περί το διορισμό του δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων, διαδικασιών και αποφάσεων της Ειδικής Επιτροπής.
23Α. Καθιδρύεται Επιτροπή Ελέγχου, η οποία απαρτίζεται από τρία (3) μέλη του Συμβουλίου οριζόμενα από το Συμβούλιο της Επιτροπής, εξαιρουμένου του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, της οποίας οι αρμοδιότητες και λειτουργία καθορίζονται με απόφαση του Συμβουλίου της Επιτροπής.
24.-(1) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου έχουν από κοινού την αρμοδιότητα της εκτελέσεως των αποφάσεων του Συμβουλίου, των Ειδικών Επιτροπών και των δικών τους αποφάσεων.
(2) Σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος του Προέδρου του Συμβουλίου, τα κατά τον παρόντα Νόμο καθήκοντά του ασκούνται από τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου.
25.-(1) Η Επιτροπή χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων αρμοδιοτήτων της παρέχονται από τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία, έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες-
(α) να εποπτεύει την τήρηση, την εφαρμογή και συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας και να ασκεί τις αρμοδιότητες που της παρέχονται από αυτούς·
(β) να εποπτεύει και να ελέγχει τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου και των οργανωμένων αγορών της Δημοκρατίας και τις καταρτιζόμενες σε αυτές συναλλαγές, να εποπτεύει και ελέγχει τους εκδότες των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ή σε οργανωμένη αγορά της Δημοκρατίας χρηματοοικονομικών μέσων και να εποπτεύει και ελέγχει την εμπορία των χρηματοοικονομικών μέσων που είναι εισηγμένα στο Χρηματιστήριο ή σε άλλη οργανωμένη αγορά της Δημοκρατίας·
(γ) (i) να συλλέγει πληροφορίες από, και να διενεργεί ελέγχους και έρευνες σε, πρόσωπα που εμπίπτουν εντός των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή, συμμόρφωση ή παράβαση από τα εν λόγω πρόσωπα, των διατάξεων του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας, να συλλέγει πληροφορίες από, και να διενεργεί έρευνες σε, κάθε άλλο πρόσωπο που η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σε θέση να της παράσχει σχετικές πληροφορίες και στοιχεία·
(ii) να συλλέγει πληροφορίες, στοιχεία, έγγραφα και έντυπα από πρόσωπα που εμπίπτουν εντός των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής αναφορικά με τη διενέργεια στατιστικών αναλύσεων και τη διαχείριση κινδύνων και οποιαδήποτε άλλη πληροφόρηση η Επιτροπή δυνατό να χρειαστεί· και
(iii) η Επιτροπή, με σχετική εγκύκλιο, δύναται να καθορίζει τη διαδικασία συλλογής των πληροφοριών, στοιχείων, εγγράφων και εντύπων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii), καθώς και οτιδήποτε σχετικό με το θέμα αυτό.
(δ) να καθορίζει με οδηγία της, τις περιπτώσεις διεξαγωγής ελέγχων, τη διαδικασία και τα όργανα διεξαγωγής των ελέγχων αυτών και να επιβάλλει την υποχρέωση στα ελεγχόμενα πρόσωπα να υποβάλλουν περιοδικώς ή κατά περίπτωση, σε αυτήν ή στα όργανα ελέγχου, στοιχεία αναγκαία για την άσκηση του ελέγχου·
(ε) να ενεργεί ως αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 4 της Συμβάσεως για τους Έχοντες Προνομιακή Πρόσβαση στην Πληροφόρηση που κυρώθηκε με τον Κυρωτικό της Σύμβασης για τους Έχοντες Προνομιακή Πρόσβαση στην Πληροφόρηση Νόμο·
(στ) να επιβάλλει τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο και στην κειμένη νομοθεσία διοικητικές κυρώσεις, πειθαρχικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα·
(ζ) να εποπτεύει και να ελέγχει την ομαλή λειτουργία της κεφαλαιαγοράς·
(η) να εκδίδει και υποβάλλει προς έγκριση κανονισμούς, κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΧΙ·
(θ) να εκδίδει οδηγίες για θέματα που αφορούν την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή από της κειμένης νομοθεσίας·
(ι) να γνωμοδοτεί στον Υπουργό, στη Βουλή των Αντιπροσώπων ή σε άλλες κρατικές αρχές επί θεμάτων κεφαλαιαγοράς, εφόσον το προβλέπει ο παρών Νόμος, οποιοσδήποτε άλλος Νόμος ή εφόσον η γνωμοδότηση αυτή ζητηθεί επί τούτω·
(ια) να συνεργάζεται με άλλες δημόσιες αρχές στη Δημοκρατία, με αρμόδιες εποπτικές αρχές του εξωτερικού και με άλλους οργανισμούς κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας, να ανταλλάσσει με αυτές στοιχεία και πληροφορίες και να διενεργεί έρευνες εκ μέρους άλλων αρμόδιων αρχών του εξωτερικού·
(ιβ) να εκδίδει οδηγίες κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας·
(ιγ) να αναστέλλει τη διαπραγμάτευση των χρηματοοικονομικών μέσων και να καθορίζει με οδηγία της, για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσης παραγράφου και οποιασδήποτε άλλης αντίστοιχης εξουσίας που περιέχεται στην κειμένη νομοθεσία, την ακολουθητέα διαδικασία για την αναστολή διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικών μέσων·
(ιδ) να αποτείνεται σε αρμόδιο δικαστήριο της Δημοκρατίας για την έκδοση διατάγματος για τη δέσμευση ή επιβάρυνση ή παγοποίηση ή να εμποδίζει την αποξένωση ή συναλλαγή με περιουσιακά στοιχεία·
(ιε) να απαιτεί τη διακοπή μιας πρακτικής αντίθετης προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας·
(ιστ) να ασκεί τις αρμοδιότητες που της παρέχει οποιοσδήποτε Νόμος·
(ιζ) να διοργανώνει η ίδια ή σε συνεργασία με άλλους φορείς, εκπαιδευτικά ή επιμορφωτικά σεμινάρια ή συνέδρια και να προβαίνει στην έκδοση και διανομή επιμορφωτικού υλικού για τα πρόσωπα που τελούν υπό την εποπτεία της και γενικά για το ευρύ κοινό·
(ιη) να ενεργεί ως αρμόδια αρχή για σκοπούς των ακόλουθων πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ασκώντας προς τούτο τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της παρέχουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και η κείμενη νομοθεσία:
(i) τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, όπως διορθώθηκε,
(ii) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2012 για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης,
(iii) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών,
(iv) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 345/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2013 σχετικά με τις ευρωπαϊκές εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου,
(v) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 346/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2013 για τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας,
(vi) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,
(vii) οποιαδήποτε άλλη πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρατίθεται σε γνωστοποίηση.
(ιθ) να εκδίδει οδηγίες για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού ή διευκρίνισης για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας.
(2) Η Επιτροπή δύναται να καθορίζει με οδηγία της τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις εφαρμογής των παραγράφων (ιε) και (ιστ) του εδαφίου (ι).
(3) Η Επιτροπή, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση σε σχέση με τα εποπτικά εργαλεία και εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθεσιών, Κανονισμών και οδηγιών που υιοθετούνται δυνάμει των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προς το σκοπό αυτό συμμετέχει στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών και αξιολογεί δεόντως τις μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις της.
(4) Η Επιτροπή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, εξετάζει δεόντως την ενδεχόμενη επίδραση των αποφάσεών της επί της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, βασιζόμενη στις διαθέσιμες πληροφορίες κατά τη σχετική χρονική στιγμή.
(5)(α) Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται με οποιοδήποτε τρόπο η υποχρέωση ενημέρωσης, υποβολής, γνωστοποίησης ή κοινοποίησης εγγράφων ή πληροφοριών προς την Επιτροπή, η Επιτροπή έχει την εξουσία και αρμοδιότητα να αποδέχεται τα εν λόγω έγγραφα ή και πληροφορίες σε ηλεκτρονική μορφή.
(β)Η Επιτροπή καθορίζει με οδηγία της τα έγγραφα ή και τις πληροφορίες που αποδέχεται σε ηλεκτρονική μορφή, ή σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή, καθώς και τη διαδικασία και τον τρόπο υποβολής των εν λόγω εγγράφων:
Νοείται ότι, οποτεδήποτε η Επιτροπή υποβάλλει αίτημα για την υποβολή εγγράφων σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή, την ευθύνη για τη συμβατότητα και πανομοιότητα των εγγράφων που υποβάλλονται έχει το πρόσωπο που, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, οφείλει να υποβάλει τα έγγραφα στην Επιτροπή.
(6)(α) Κάθε έγγραφο ή έντυπο, για το οποίο απαιτείται, δυνάμει της κείμενης νομοθεσίας, καταχώριση αυτού στην Επιτροπή, δύναται να υπογράφεται με ηλεκτρονική υπογραφή.
(β)Η Επιτροπή δύναται να καθορίζει με οδηγία της τις περαιτέρω λεπτομέρειες για την προβλεπόμενη στο παρόν εδάφιο διαδικασία.
25Α.-(1) Πρόσωπο, που τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής, έχει υποχρέωση να ενεργεί κατά τρόπο που να παρέχει όλα τα αναγκαία εχέγγυα για την προστασία των επενδυτών.
(2) Η Επιτροπή έχει την εξουσία να διενεργεί έρευνες ή και ελέγχους για σκοπούς συμμόρφωσης των εμπλεκομένων με τις υποχρεώσεις του εδαφίου (1).
26.-(1) Το Συμβούλιο απαγορεύεται να εκχωρεί στον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο ή σε ειδική επιτροπή οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αρμοδιότητες της Επιτροπής, οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα Νόμο ή την κειμένη νομοθεσία:
(α) την έκδοση και υποβολή κανονισμών προς έγκριση·
(β) την έκδοση οδηγιών προς ρύθμιση θεμάτων, τα οποία δύναται να ρυθμιστούν με οδηγία κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο ή στην κειμένη νομοθεσία·
(γ) τη χορήγηση ή ανάκληση των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο και την κειμένη νομοθεσία αδειών σύστασης ή λειτουργίας ή έγκρισης ενημερωτικών δελτίων ή εγγράφων δημόσιας πρότασης·
(δ) τη διατύπωση ή την άρνηση διατύπωσης σύμφωνης γνώμης ή έγκρισης, όπου αυτή απαιτείται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, κανονισμών ή οδηγιών:
Νοείται ότι, στις περιπτώσεις όπου απαιτείται η διατύπωση ή η άρνηση διατύπωσης της σύμφωνης γνώμης ή έγκριση της Επιτροπής, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, κανονισμών ή οδηγιών, αναφορικά με την αναστολή εμπορίας κινητών αξιών ή για την αναστολή άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος ή των εργασιών μέλους του Χρηματιστηρίου, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου δύναται να εξουσιοδοτηθούν για να αποφασίσουν επί του θέματος, αφού διαβουλευθούν με τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου ενώ απουσιάζοντος του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου, αποφασίζει ο έτερος από κοινού με ένα ακόμη μέλος του Συμβουλίου και η απόφαση που λαμβάνεται καταγράφεται στα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου, η οποία έπεται της εν λόγω απόφασης·
(ε) τη διατύπωση γνωμών, εισηγήσεων ή προτάσεων προς τον Υπουργό ή προς άλλες δημόσιες αρχές, όπου η υποχρέωση αυτή προβλέπεται από τις διατάξεις οποιουδήποτε Νόμου ή από την κειμένη νομοθεσία·
(στ) την επιβολή των προβλεπόμενων από την κειμένη νομοθεσία, τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, καθώς και από οποιοδήποτε άλλο σχετικό νόμο, διοικητικών κυρώσεων και πειθαρχικών ποινών.
27. Πρόσωπο, το οποίο, ζητεί έκδοση κλήσεως προσώπου που τελεί στην υπηρεσία της Επιτροπής, καταθέτει στο Δικαστήριο ποσό ανάλογο για την απώλεια χρόνου του μάρτυρα, το οποίο καθορίζεται από τον πρωτοκολλητή και σε κάθε περίπτωση δεν είναι μικρότερο των πενήντα ευρώ:
Νοείται ότι σε περίπτωση που ο πρωτοκολλητής το ζητήσει, η Επιτροπή οφείλει να τον ενημερώσει για τις επίσημες απολαβές, του υπό κλήτευση, μάρτυρα:
Νοείται περαιτέρω ότι το προαναφερόμενο ποσό των πενήντα ευρώ επιστρέφεται, σε περίπτωση μη εμφάνισης του μάρτυρα στο Δικαστήριο.
28.-(1) Υπό την επιφύλαξη του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου, η Επιτροπή δύναται να απευθύνεται στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη, στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο Χρηματιστήριο, σε ρυθμιζόμενη αγορά και οποιαδήποτε άλλη κρατική ή μη υπηρεσία ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που οφείλουν να της παρέχουν κάθε αναγκαία συνδρομή και πληροφορία, έγγραφα και άλλα στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
(2) Η ανακοίνωση προς την Επιτροπή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας, δε συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται από οποιοδήποτε νόμο.
29.-(1) Η Επιτροπή, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, δύναται να συνεργάζεται με αρμόδιες εποπτικές αρχές και άλλους οργανισμούς της αλλοδαπής, να ανταλλάσσει τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, καθώς και των πιο πάνω αρχών και οργανισμών και να προβαίνει στην εκ μέρους των οργανισμών αυτών και για λογαριασμό τους, συλλογή πληροφοριών και διεξαγωγή ερευνών.
(2) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει με αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής ή με άλλους οργανισμούς, πρωτόκολλα συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, την εκ μέρους τους και για λογαριασμό τους συλλογή πληροφοριών και διεξαγωγή ερευνών, μόνο εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται στο κράτος που εδρεύουν οι εν λόγω αρχές και οργανισμοί από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.
(3) Οι ανταλλασσόμενες κατά τις διατάξεις του παρόντος Άρθρου πληροφορίες είναι εμπιστευτικές και η κοινοποίησή τους απαγορεύεται, εκτός εάν η αρμόδια εποπτική αρχή ή ο οργανισμός που τις ανακοίνωσε, ρητά συγκατατίθεται και η κοινοποίηση γίνεται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρχή ή ο οργανισμός έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
(4) Η ανακοίνωση από την Επιτροπή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης σε αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής ή σε οργανισμούς δυνάμει του παρόντος άρθρου, δε συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 30.
(5) Η Επιτροπή δύναται να συλλέγει πληροφορίες, να διενεργεί έρευνες και γενικά να παρέχει οποιαδήποτε βοήθεια και να ασκεί τις εξουσίες που της παρέχουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας, μετά από αίτημα της αρμόδιας εποπτικής αρχής του εξωτερικού ή άλλου οργανισμού.
(6) Η Επιτροπή δύναται να διερευνά ενδεχόμενη παράβαση οποιουδήποτε νόμου της αλλοδαπής εκ μέρους αρμόδιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής ή άλλου οργανισμού, έστω και αν η υπό διερεύνηση παράβαση δεν συνιστά παράβαση του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας.
(7) Η Επιτροπή δύναται να αρνείται να απαντήσει σε αίτημα παροχής πληροφοριών αρμόδιας εποπτικής αρχής ή οργανισμού της αλλοδαπής ή να αρνείται να διενεργεί έρευνα που ζητείται από άλλη αρμόδια εποπτική αρχή ή οργανισμό της αλλοδαπής, όταν-
(α) η ανακοίνωση των πληροφοριών ή η έρευνα, ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας,
(β) έχουν ήδη ληφθεί νομικά μέτρα ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου της Δημοκρατίας για τα ίδια πραγματικά γεγονότα,
(γ) για τα πρόσωπα αυτά έχει ήδη εκδοθεί τελική απόφαση δικαστηρίου για τα ίδια πραγματικά γεγονότα στη Δημοκρατία.
Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ), η Επιτροπή ενημερώνει την αιτούσα αρμόδια αρχή ή τον οργανισμό για την εν λόγω δικαστική διαδικασία ή απόφαση, παρέχοντας όσο το δυνατό λεπτομερέστερες πληροφορίες.
30.-(1) Η Επιτροπή και τα μέλη του Συμβουλίου ή πρόσωπο που διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου ή πρόσωπο το οποίο ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα στην Επιτροπή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο λαμβάνει γνώση ένεκα της θέσης του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οποιωνδήποτε πληροφοριών σχετικών με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, οι οποίες παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας, έχει υποχρέωση προς εχεμύθεια και προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και οφείλει να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων του και να μην τις κοινοποιεί, παρά μόνο στην έκταση που η κοινοποίησή τους είναι αναγκαία βάσει νόμου ή στα πλαίσια διοικητικής προσφυγής που αφορά την άσκηση των καθηκόντων του ή των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής ή εφόσον συνιστούν στοιχεία αποδεικτικά της τέλεσης ποινικού ή πειθαρχικού αδικήματος ή ως προβλέπεται στο εδάφιο (4).
(2) Το απόρρητο συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που η Επιτροπή ή πρόσωπο λαμβάνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του δύναται να ανακοινωθούν μόνο σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας ή της αλλοδαπής ή σε οργανισμούς και στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εφόσον αναφέρονται σε θέματα που εμπίπτουν στις κατά νόμο αρμοδιότητές τους.
(3) Οι αρχές, οργανισμοί, σύνδεσμοι ή σώματα ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή προς τους οποίους ανακοινώνονται εμπιστευτικής φύσης πληροφορίες κατά τις διατάξεις του παρόντος Άρθρου δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
(4) Επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα-
(α) εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή προστασίας του επενδυτικού κοινού ή διαφάνειας επιβάλλεται να δημοσιοποιεί αυτούσια ή περιληπτικά οποιεσδήποτε αποφάσεις ή πορίσματά της που λαμβάνει ή συντάσσει αντίστοιχα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών και οδηγιών και δυνάμει της κειμένης νομοθεσίας,
(β) στο πλαίσιο αστικής ή ποινικής ή άλλης δικαστικής διαδικασίας ή στο πλαίσιο διαιτησίας ή εξώδικου διακανονισμού, όπου η Επιτροπή καλείται να προσκομίσει στοιχεία ή να δώσει μαρτυρία ή κατά τη λήψη καταθέσεων σε ποινική ή πειθαρχική διαδικασία:
(γ) στα πλαίσια που η Επιτροπή προβαίνει σε καταγγελίες σε οποιεσδήποτε άλλες αρμόδιες αρχές, συνδέσμους, οργανισμούς ή σώματα στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό.
31. Πρόσωπο, το οποίο εν γνώσει του παραβιάζει την υποχρέωση προς εχεμύθεια και προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 30, διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες και πεντακόσια ευρώ ή σε αμφότερες τις ποινές και, προκειμένου περί υπαλλήλου της Επιτροπής, η παραβίαση αυτή συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται μέχρι και με την ποινή της απόλυσής του από την υπηρεσία της Επιτροπής.
Νοείται ότι προκειμένου περί υπαλλήλου της δημόσιας υπηρεσίας, το ενδεχόμενο πειθαρχικής εξουσίας ασκείται κατά τα οριζόμενα στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο.
32.-(1) Η Επιτροπή δύναται να ζητεί και συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και να απαιτεί μέσα σε ταχθείσα προθεσμία με γραπτό αίτημά της, την παροχή πληροφοριών από εκδότες, ΕΠΕΥ, ΟΣΕΚΑ και από κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων ελέγχου της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας, καθώς και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που η Επιτροπή, κατά την απόλυτή της κρίση, θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις αιτούμενες πληροφορίες.
(2) Στο γραπτό αίτημα της Επιτροπής, καθορίζεται ο σκοπός της έρευνας, η διάταξη στην οποία βασίζεται η εξουσία της Επιτροπής, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών προθεσμία και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1), υποχρέωση παροχής πληροφοριών.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής για συλλογή πληροφοριών, έχει υποχρέωση για έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των ζητούμενων πληροφοριών.
(4) Αναφορικά με το τραπεζικό απόρρητο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, μέλος ή υπάλληλος της Επιτροπής ή άλλο πρόσωπο που είναι εντεταλμένο ύστερα από ρητή απόφαση του Συμβουλίου της Επιτροπής προς λήψη πληροφοριών δυνάμει του παρόντος Νόμου, λογίζεται ως δημόσιος λειτουργός κατά την έννοια του εδαφίου (2)(δ) για την εξασφάλιση οποιασδήποτε πληροφορίας:
(5) Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με αίτημα για συλλογή πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία ή σε περίπτωση που αυτό αρνείται να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή επιδεικνύει ή προσκομίζει ελλιπείς, ψευδείς ή παραποιημένες πληροφορίες, η Επιτροπή έχει εξουσία να του επιβάλει-
(α) Διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37, ή/και
(β) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτακόσιων πενήντα ευρώ (€850) για κάθε ημέρα συνέχισης της άρνησης συμμόρφωσης ή άλλης παράβασης.
(6) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της:
(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η “υποχρέωση παροχής πληροφοριών” περιλαμβάνει υποχρέωση για προσκόμιση, παράθεση και κατάθεση-
(α) Kάθε είδους γραπτών στοιχείων και πληροφοριών, περιλαμβανομένων των πρακτικών συνεδριάσεων οποιουδήποτε νομικού προσώπου, όπως και πληροφοριών εναποθηκευμένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές,
(β) οποιωνδήποτε στοιχείων, τα οποία πρόσωπο κατέχει υπό την ιδιότητά του ως καταπιστευματοδόχος, περιλαμβανομένης και της πραγματικής ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων των χρηματοοικονομικών μέσων εν σχέσει με τα οποία, άμεσα ή έμμεσα, είναι καταπιστευματοδόχος.
(8) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου οφείλει να μην το κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο και να το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.
33.-(1) Η Επιτροπή για σκοπούς ελέγχου συμμόρφωσης των προσώπων που εμπίπτουν εντός των αρμοδιοτήτων της με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας, δύναται να διενεργεί ελέγχους και για τους σκοπούς αυτούς δύναται να ζητεί και να ελέγχει πληροφορίες, να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των υπό έλεγχο προσώπων και να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα τους:
(2) Σε περίπτωση άρνησης πρόσβασης σε πληροφορίες, αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα ή στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε άμεση κατάσχεση των σχετικών πληροφοριών, αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλων εγγράφων και στοιχείων, καθώς και των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων:
(3) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσης και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της:
(4) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται η ειδοποίηση ελέγχου της Επιτροπής έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή συμμόρφωση.
(5) Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με ειδοποίηση για τη διενέργεια ελέγχου ή σε περίπτωση που πρόσωπο επιδεικνύει ή προσκομίζει ελλιπή, ψευδή ή παραποιημένα τα ζητηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες, η Επιτροπή έχει εξουσία να του επιβάλει-
(α) Διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37, ή/και
(β) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτακόσιων πενήντα ευρώ (€850) για κάθε ημέρα συνέχισης της άρνησης συμμόρφωσης ή άλλης παράβασης.
(6) Η Επιτροπή δύναται να ζητεί τη συνδρομή της Αστυνομίας προκειμένου να καταστεί ικανή να ασκήσει τις εξουσίες της κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο.
34.-(1)(α) Η Επιτροπή δύναται να διενεργεί έρευνες απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας επιβαλλόμενων υποχρεώσεων και προς τούτο δύναται να ζητεί και να συλλέγει πληροφορίες, να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους και να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματά τους:
(β) Σε περίπτωση άρνησης πρόσβασης σε πληροφορίες, αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, καθώς και σε άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε άμεση κατάσχεση των σχετικών πληροφοριών, αρχείων, βιβλίων λογαριασμών, άλλων εγγράφων και στοιχείων, καθώς και των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων:
(2) H Επιτροπή δύναται να διενεργεί έρευνες σε υποστατικό κάθε φυσικού ή νομικού πρόσωπου που εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που η Επιτροπή, κατά την απόλυτη της κρίση, θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις απαιτούμενες πληροφορίες και στοιχεία.
(3) Η έρευνα διενεργείται ύστερα από ειδοποίηση της Επιτροπής η οποία αποστέλλεται από προηγουμένως είτε επιδίδεται στο πρόσωπο που αφορά η ειδοποίηση κατά την ημερομηνία και ώρα έναρξης της έρευνας.
(4) Η ειδοποίηση της Επιτροπής είναι γραπτή, ορίζει την ημερομηνία και ώρα έναρξη της έρευνας, το σκοπό της, τη διάταξη στην οποία βασίζεται η εξουσία της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση αφορά να συμμορφωθεί προς την ειδοποίηση.
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παρά μόνο δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
(6) Η Επιτροπή δύναται να καλεί σε κατάθεση πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν ο,τιδήποτε σχετικά με την υπό διενέργεια έρευνα και να ορίζει μέλος του Συμβουλίου ή λειτουργό της Επιτροπής ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για να ακούσει μαρτυρία και να πάρει, εκ μέρους της, γραπτή ή ηχογραφημένη κατάθεση από τα πρόσωπα αυτά, τα οποία οφείλουν να προσέρχονται ενώπιον του εντεταλμένου προσώπου και να παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν.
(7) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται αίτημα της Επιτροπής έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή συμμόρφωση.
(8) Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με ειδοποίησή της για έρευνα ή στην κλήση για κατάθεση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή σε περίπτωση που αυτό δεν προσκομίζει τα ζητηθέντα στοιχεία ή προσκομίζει και/ή επιδεικνύει ελλιπή, ψευδή ή παραποιημένα τα ζητηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες, η Επιτροπή δύναται να του επιβάλει, χωρίς επηρεασμό των εξουσιών της για κατάσχεση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1)-
(α) Διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37, ή/και
(β) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτακόσιων πενήντα ευρώ (€850) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης προς συμμόρφωση.
(9) Οι πληροφορίες που περιέρχονται στην κατοχή της Επιτροπής κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσης και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της:
(10) Κατά τη διενέργεια έρευνας εκ μέρους αρμόδιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής δυνάμει του άρθρου 29, η Επιτροπή δύναται να συνοδεύεται από άτομο, το οποίο να εξουσιοδοτείται γραπτώς από την αρμόδια εποπτική αρχή του εξωτερικού ως αντιπρόσωπος της εν λόγω αρχής.
(11) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει αίτημα της Επιτροπής, δυνάμει του παρόντος άρθρου, οφείλει να μην κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο το εν λόγω αίτημα και να το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.
(12) Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να ζητεί τη συνδρομή της Αστυνομίας προκειμένου να καταστεί ικανή να ασκήσει τις εξουσίες της κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο.
35.-(1) Η Επιτροπή, σε περίπτωση που κατά την άσκηση της εξουσίας της προς συλλογή πληροφοριών, διενέργεια ελέγχου, εισόδου και έρευνας ή από στοιχεία που με οποιοδήποτε τρόπο τίθενται ενώπιόν της, διαπιστώνει το ενδεχόμενο παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας, ενεργεί ως ακολούθως:
(α) σε περίπτωση που η ενδεχόμενη παράβαση δυνατόν εκ πρώτης όψεως να συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας, συντάσσει πόρισμα ή έκθεση γεγονότων, και τα υποβάλλει μαζί με όλα τα στοιχεία που κατέχει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(β) επιλαμβάνεται η ίδια και αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου ή άλλου διοικητικού μέτρου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 37 ή δυνάμει της κειμένης νομοθεσίας και προχωρεί στην επιβολή διοικητικού προστίμου ή άλλου διοικητικού μέτρου, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης.
36.-(1) Για τους σκοπούς των άρθρων 32, 34, 35 και 50, η Επιτροπή δύναται να ορίζει μέλος του Συμβουλίου ή και υπάλληλο της Επιτροπής ή και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ως ερευνώντα λειτουργό.
(2) Η έρευνα διεξάγεται το ταχύτερο δυνατό.
(3) Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, ο ερευνών λειτουργός -
(α) δύναται να συμβουλεύεται και να συνοδεύεται από επαγγελματικό σύμβουλο, από άτομο το οποίο εξουσιοδοτείται γραπτώς από την αρμόδια εποπτική αρχή του εξωτερικού ως αντιπρόσωπος της εν λόγω αρχής ή και απ’ οποιοδήποτε άλλο άτομο, και
(β) δύναται να ασκεί τις εξουσίες προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο και έρευνα, με τις οποίες περιβάλλεται η Επιτροπή βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(4) Ο ερευνών λειτουργός δύναται να καλεί, να ακούει μαρτυρία και να παίρνει γραπτή ή ηχογραφημένη, κατά την κρίση του ερευνώντος λειτουργού, κατάθεση από πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν ο,τιδήποτε σχετικά με την υπόθεση, τα οποία οφείλουν να προσέρχονται ενώπιον του ερευνώντος λειτουργού και να παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν.
(5) Ο ερευνών λειτουργός, αφού ολοκληρώσει την έρευνα συντάσσει το πόρισμά του περιλαμβάνοντας τις απόψεις ή και τις εισηγήσεις του επί των ευρημάτων του, και το υποβάλλει στην Επιτροπή μαζί με όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα:
37.-(1) Η Επιτροπή, σε περίπτωση που διαπιστώνει ότι πρόσωπο προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη κατά παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή οδηγιών ή της κειμένης νομοθεσίας, δύναται να του επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο -
(α) που δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ, και
(β) σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων.
(1Α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η Επιτροπή επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα που προβλέπονται στις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή των οποίων η Επιτροπή ορίζεται ως αρμόδια αρχή είτε δυνάμει των εν λόγω πράξεων είτε δυνάμει γνωστοποίησης του Υπουργού.
(2) Η Επιτροπή σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε όφελος, το οποίο υπερβαίνει το ύψος των διοικητικών προστίμων, τα οποία καθορίζονται στο εδάφιο (1), ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να επιβάλλει στον υπαίτιο διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε.
(3) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1), η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο:
(α) σε νομικό πρόσωπο, ή και
(β) σε σύμβουλο, διευθυντή ή αξιωματούχο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια.
(3Α) Ανεξάρτητα από τα εδάφια (1), (2) και (3), η Επιτροπή δεν επιβάλλει σε οποιοδήποτε πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο βάσει του παρόντος άρθρου, αν στο ίδιο πρόσωπο ήδη επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή ή άλλη αρχή, σε σχέση με την ίδια παράβαση και τα ίδια γεγονότα που τη στοιχειοθετούν.
(4) Η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε συμβιβασμό οποιασδήποτε παράβασης ή ενδεχόμενης παράβασης, πράξης ή παράλειψης για την οποία υπάρχει εύλογη υποψία ότι διαπράχθηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών ή οδηγιών ή της κειμένης νομοθεσίας.
(5)(α) Η Επιτροπή σε περίπτωση που διαπιστώνει ότι πρόσωπο δεν συμμορφώνεται με την εγκύκλιο που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (iii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 25, δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (€200.000), καθώς και διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων ευρώ (€500) για κάθε ημέρα συνέχισης άρνησης συμμόρφωσης ή άλλης παράβασης.
(β) Σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες χιλιάδες ευρώ (€400.000), καθώς και διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων ευρώ (€1.000) για κάθε ημέρα συνέχισης άρνησης συμμόρφωσης ή άλλης παράβασης.
38.-(1) Πριν να προβεί στην έκδοση της απόφασής της για ενδεχόμενη επιβολή διοικητικού προστίμου ή άλλου διοικητικού μέτρου, η Επιτροπή οφείλει να δίδει δικαίωμα ακρόασης σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο και να επισημαίνει τα δικαιώματα που του παρέχονται δυνάμει του εδαφίου (2).
(2) Πρόσωπο, στο οποίο κοινοποιείται έγγραφο με βάση το εδάφιο (1) έχει το δικαίωμα, εντός προθεσμίας την οποία τάσσει η Επιτροπή και η οποία δύναται να είναι μεταξύ τριών και είκοσι μίας ημερών από την εν λόγω κοινοποίηση, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς την Επιτροπή.
(3) Η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τις παραστάσεις αυτές πριν να προβεί στην έκδοση απόφασης για την ύπαρξη ή μη παράβασης, στην επιβολή διοικητικού προστίμου ή άλλου διοικητικού μέτρου και στον καθορισμό του ύψους αυτού.
(4) Η Επιτροπή δύναται να καλέσει πρόσωπο ή να δεχτεί αίτημά του για προφορικές παραστάσεις, σε περίπτωση που αυτές απαιτούνται, για την επεξήγηση των γραπτών παραστάσεων που έχουν ήδη υποβληθεί.
(5) Η Επιτροπή δύναται να δίδει παράταση της προθεσμίας που τάσσεται δυνάμει του εδαφίου (2) σε περίπτωση κωλύματος ή άλλης εύλογης αιτίας.
(6) Σε περίπτωση μη υποβολής οποιωνδήποτε παραστάσεων εντός ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται να προχωρεί στη λήψη απόφασης χωρίς άλλη ειδοποίηση.
(7) Οι περί επιβολής διοικητικού προστίμου ή άλλου διοικητικού μέτρου αποφάσεις της Επιτροπής υπόκεινται σε προσφυγή.
39.-(1) Διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται από την Επιτροπή κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας λογίζεται έναντι των εσόδων του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας.
(2) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου ή χρηματικής πληρωμής που καθορίζεται στα πλαίσια συμβιβασμού, η Επιτροπή δύναται-
(α) να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος·
(β) να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα, τα οποία δύναται να καθορίζει με οδηγία της.
40. Η Επιτροπή δύναται να αποδέχεται ή να απορρίπτει, κατά την αξιολόγηση, εκθέσεις που της υποβάλλουν οποιαδήποτε πρόσωπα ή ελεγκτές των προσώπων που υπόκεινται στην αρμοδιότητα της Επιτροπής δυνάμει του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας, ή να ζητά την υποβολή τέτοιων ή άλλων εκθέσεων.
Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, εάν το κρίνει σκόπιμο, δύναται να καθορίζει με οδηγία της οποιοδήποτε σχετικό θέμα.
41. Πρόσωπο, το οποίο κατά την παροχή πληροφορίας για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας προβαίνει σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς οποιοδήποτε στοιχείο της ή αποκρύπτει στοιχείο ή παραλείπει την υποβολή στοιχείων ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμποδίζει την άμεση συλλογή πληροφοριών ή την άμεση διενέργεια ελέγχου ή εισόδου ή έρευνας της Επιτροπής, διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινής μέχρι εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ ή σε αμφότερες τις ποινές:
Νοείται ότι πρόσωπο που ενεργεί κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο παρόν άρθρο τεκμαίρεται ότι ενεργεί εν γνώσει του.
42.-(1) Το νομικό πρόσωπο και οποιοδήποτε από τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου, ο γενικός διευθυντής, ο γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού αυτού προσώπου, που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος υπέχει ποινικής ευθύνης σε σχέση με το προβλεπόμενο στο άρθρο 41 ποινικό αδίκημα.
(2) Πρόσωπο που σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), υπέχει ποινικής ευθύνης για τελούμενο από νομικό πρόσωπο αδίκημα, ευθύνεται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή κεχωρισμένως για κάθε ζημία που προσγίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
43.-(1) Τα έσοδα της Επιτροπής είναι:
(α) τα δικαιώματα και οι ετήσιες εισφορές και συνδρομές που καταβάλλονται στην Επιτροπή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας·
(β) τόκοι και άλλα έσοδα που προέρχονται από τα περιουσιακά στοιχεία της Επιτροπής·
(γ) ετήσιο σταθερό ποσό ύψους ενός εκατομμυρίου, επτακόσιων οκτώ χιλιάδων και πεντακόσιων ευρώ το οποίο καταβάλλεται από την Κυβέρνηση:
Νοείται ότι το ποσό αυτό δύναται να αναθεωρείται από το Υπουργικό Συμβούλιο ανάλογα με τα εκάστοτε οικονομικά δεδομένα της Επιτροπής· και
(δ) οποιοδήποτε ποσό, το οποίο ρητά προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο ή την κειμένη νομοθεσία.
(2) H Επιτροπή δύναται να ανακτά τις δαπάνες της για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπονται στην παράγραφο (3) του εδαφίου (1) του άρθρου 25, από τους συμμετέχοντες σε αυτά ή τους αποδέχτες ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, οργανισμό ή κρατική αρχή στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή.
44. Το οικονομικό έτος της Επιτροπής αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
45. Η Επιτροπή οφείλει να τηρεί πλήρεις και επακριβείς λογαριασμούς που ελέγχονται από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και υποβάλλονται στον Υπουργό.
46.-(1) Η Επιτροπή μέσα σε τρεις μήνες από τη λήξη του οικονομικού της έτους, οφείλει να καταρτίζει και να υποβάλλει στον Υπουργό έκθεση και οικονομικές καταστάσεις του προηγούμενου οικονομικού έτους, οι οποίες να περιλαμβάνουν ισολογισμό, λογαριασμό εσόδων και εξόδων και κατάσταση προέλευσης και διάθεσης μετρητών, καθώς και τις σχετικές σημειώσεις.
(2) Η έκθεση και οι οικονομικές καταστάσεις υπογράφονται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου και πριν την υποβολή τους στον Υπουργό ελέγχονται από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.
(3) Σε περίπτωση που δεν είναι εφικτός ο έγκαιρος έλεγχος της έκθεσης και των οικονομικών καταστάσεων αυτών, η προθεσμία προς έλεγχο παρατείνεται κατά τρεις το πολύ μήνες και αντίγραφα της έκθεσης και των οικονομικών καταστάσεων που κατατέθηκαν προς έλεγχο υποβάλλονται στον Υπουργό προς ενημέρωσή του.
47.-(1) Τρεις μήνες πριν από την έναρξη του νέου οικονομικού έτους, η Επιτροπή οφείλει να καταρτίζει και υποβάλλει προϋπολογισμό του επόμενου οικονομικού έτους κατά τα προβλεπόμενα στον περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ψήφιση Προϋπολογισμών) Νόμο.
(2) Τυχόν πλεονάσματα της Επιτροπής μεταφέρονται σε αποθεματικό, το οποίο αποτελεί περιουσία της Επιτροπής και διατίθενται κατόπιν έγκρισης του Συμβουλίου για οποιοδήποτε επενδυτικό σκοπό που δε σχετίζεται με την κεφαλαιαγορά:
(3) Η Επιτροπή δύναται να επενδύει τυχόν πλεόνασματά της σε κυβερνητικά χρεόγραφα και γραμμάτια του δημοσίου και να χρησιμοποιεί τα αποθεματικά της για κάλυψη λειτουργικών δαπανών μέσα στα πλαίσια του προϋπολογισμού της.
48.-(1) Το Συμβούλιο δύναται να προσλαμβάνει υπαλλήλους επί μονίμου ή επί προσωρινής βάσεως κατά τα προβλεπόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Η εσωτερική οργάνωση της Επιτροπής, η διοικητική της διάρθρωση, τα σχέδια υπηρεσίας των υπαλλήλων της και άλλα λειτουργικά και οργανωτικά θέματα ρυθμίζονται με Κανονισμούς:
Νοείται ότι οι Κανονισμοί αυτοί δε δύναται να καθορίζουν όρους υπηρεσίας δυσμενέστερους από τους ισχύοντες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου για το προσωπικό που υπηρετεί στην Επιτροπή κατά την εν λόγω ημερομηνία.
(3) Πρόσωπα τα οποία, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, είναι μέλη της υπηρεσίας της Επιτροπής -
(α) συνεχίζουν να υπηρετούν σε αυτήν χωρίς επηρεασμό των όρων υπηρεσίας, της αρχαιότητας, του διορισμού, της προαγωγής και των ωφελημάτων αφυπηρέτησής τους, και
(β) για σκοπούς υπολογισμού της υπηρεσίας τους, θεωρείται ότι προσλήφθηκαν στην υπηρεσία της Επιτροπής από την ημερομηνία πρόσληψής τους στην Επιτροπή με σύμβαση απασχόλησης.
49. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 48, θέση που συνεπάγεται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και στη διαφύλαξη των γενικών συμφερόντων του κράτους, καθορίζεται ως τέτοια με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
50.-(1) Το Συμβούλιο δύναται να αναθέτει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τη διενέργεια ελέγχου ή έρευνας επί προσώπων που υπόκεινται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας στην εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής.
(2) Τα εντεταλμένα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) πρόσωπα, δύναται κατά τη διενέργεια του ελέγχου ή της έρευνας, να ασκούν τις εξουσίες και αρμοδιότητες με τις οποίες περιβάλλεται η Επιτροπή, κατά τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 32, 33 και 34 του παρόντος Νόμου.
(3) Τα υποκείμενα στον έλεγχο ή έρευνα πρόσωπα υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής και των εντεταλμένων προσώπων όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που αιτούνται κατά την άσκηση του ελέγχου ή της έρευνας.
(4) Εντεταλμένα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται ο έλεγχος ή η έρευνα συντάσσουν μετά το πέρας της εργασίας τους έκθεση στην περίπτωση διενέργειας ελέγχου, ή πόρισμα στη περίπτωση διενέργειας έρευνας, και την υποβάλλουν στο Συμβούλιο προς λήψη απόφασης.
(5) Στις περιπτώσεις που από τον έλεγχο ή την έρευνα προκύπτουν διοικητικές ή ενδεχόμενες ποινικές παραβάσεις, τα έξοδα διορισμού των εντεταλμένων προσώπων, δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, δυνατόν να τα επωμίζεται το πρόσωπο στο οποίο διενεργείται ο έλεγχος ή η έρευνα, κατά τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.
52. Πρόσωπο, το οποίο τελεί στην υπηρεσία της Επιτροπής και το οποίο καταδικάζεται για το αδίκημα της παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 31 ή το οποίο καταδικάζεται για αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα ή το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των όρων υπηρεσίας του ή των νομίμων αποφάσεων ή οδηγιών του Συμβουλίου ή του προϊσταμένου του, διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τα προβλεπόμενα σε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
53.-(1) Το Συμβούλιο είναι το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου επί των προσώπων που τελούν στην υπηρεσία της Επιτροπής.
(2) Το Συμβούλιο επιλαμβάνεται πειθαρχικών παραβάσεων αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας που υποβάλλεται σε αυτό για εξέταση κατά την καθορισμένη προς τούτο πειθαρχική διαδικασία.
(3) Το Συμβούλιο δύναται να θέτει σε διαθεσιμότητα το διωκόμενο κατά το χρόνο που διερευνάται η εναντίον του καταγγελία πρόσωπο, μέχρι την έκδοση της απόφασης του επί του πειθαρχικού θέματος.
54. Η Επιτροπή δύναται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου να καθορίζει θέματα που αφορούν την πειθαρχική διαδικασία που τηρείται ενώπιον του Συμβουλίου κατά την εκδίκαση πειθαρχικών αδικημάτων και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων της Επιτροπής, το οποίο χρήζει ρύθμισης.
55.-(1) Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει Κανονισμούς, οι οποίοι υποβάλλονται μέσω του Υπουργού στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος για το οποίο ο παρών Νόμος προβλέπει την έκδοση Κανονισμών.
(2) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων και αν εντός εξήντα ημερών από την κατάθεσή τους η Βουλή των Αντιπροσώπων με απόφασή της δεν τους τροποποιήσει ή τους ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει, αυτοί αμέσως μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(3) Σε περίπτωση τροποποίησής των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενων κανονισμών εν όλω ή εν μέρει από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, αυτοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όπως αυτοί ήθελαν τροποποιηθεί.
(4) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτούς διαφορετικά.
56.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος Νόμου που προβλέπουν για την έκδοση οδηγιών, η Επιτροπή έχει εξουσία να εκδίδει οδηγίες για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού ή διευκρίνισης για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας.
(2) [Διαγράφηκε].
(3) Η Εγκύκλιος που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (iii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 25, τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία ανάρτησής της στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε αυτή.
(4) Μη συμμόρφωση προς οδηγίες και εγκυκλίους που εκδίδονται από την Επιτροπή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας επισύρει τις εκ του Νόμου προβλεπόμενες κυρώσεις.
56Α. Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γνωστοποίηση, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με την οποία να ορίζει και εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για την εφαρμογή οποιασδήποτε πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
57. Πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει καθήκοντα Προέδρου, Αντιπροέδρου, μέλους της Επιτροπής, υπαλλήλου, συμβούλου ή ερευνώντα λειτουργού, οφείλει, προτού αναλάβει τα καθήκοντά του, να υπογράψει και να δίδει προς την Επιτροπή βεβαίωση πίστης και τήρησης εμπιστευτικότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
58.-(1) Οι περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμοι του 2001 μέχρι 2007 διά του παρόντος καταργούνται.
(2) Σε περίπτωση που Νόμος άλλος από τον παρόντα ή κανονιστική διοικητική πράξη ή ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμο, που καταργείται δυνάμει του εδαφίου (1), η εν λόγω αναφορά θεωρείται ως αναφορά στον παρόντα Νόμο, τηρουμένων των αναλογιών.
59.-(1) Οι οδηγίες και οι Κανονισμοί που εκδόθηκαν δυνάμει των περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμων του 2001 μέχρι 2007, εκτός εάν είναι αντίθετοι με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συνεχίζουν να ισχύουν ως εάν είχαν εκδοθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου τροποποιηθούν ή καταργηθούν.
(2) Οι ατομικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν από την Επιτροπή συνεχίζουν να ισχύουν υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που εκδόθηκαν, εκτός εάν τροποποιηθούν ή ανακληθούν από την Επιτροπή.
(3) Ο διορισμός κάθε μέλους της Επιτροπής, το οποίο υπηρετεί σε αυτήν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο οποίος έγινε δυνάμει των περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμων του 2001 μέχρι 2007, συνεχίζει να ισχύει μέχρις ότου η θέση του εν λόγω μέλους κενωθεί, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 15, 16 και 17 ή το εδάφιο (4) του παρόντος Άρθρου.
(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να τερματίσει τη θητεία οποιουδήποτε από τα μέλη του Συμβουλίου, τα οποία διορίστηκαν δυνάμει των περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμων του 2001 μέχρι 2007 και υπηρετούν στην Επιτροπή κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(5) Η Επιτροπή συνεχίζει τη διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου εκκρεμούν ενώπιόν της με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, χωρίς η εγκυρότητα των σχετικών αποφάσεών της να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο.