34.-(1)(α) Η Επιτροπή δύναται να διενεργεί έρευνες απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας επιβαλλόμενων υποχρεώσεων και προς τούτο δύναται να ζητεί και να συλλέγει πληροφορίες, να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους και να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματά τους:
Νοείται ότι η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει αποσπάσματα αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών άλλων εγγράφων και στοιχείων εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά είναι δυνατό να αποβούν χρήσιμα για σκοπούς απόδειξης σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή με εκδιδόμενους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς ή οδηγίες ή με την κειμένη νομοθεσία:
Νοείται περαιτέρω ότι το αίτημα για συλλογή πληροφοριών, στα πλαίσια της διενέργειας έρευνας σύμφωνα με τα πιο πάνω και η λήψη αντιγράφων ή αποσπασμάτων δεν εκτείνεται σε κείμενα που συνιστούν αλληλογραφία ή επικοινωνία και ότι το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, το οποίο υπόκειται στην έρευνα έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή στην Επιτροπή τέτοιων στοιχείων.
(β)Υπό την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που προβλέπονται στην παράγραφο (α) σε σχέση με κείμενα που συνιστούν αλληλογραφία ή επικοινωνία και το δικαίωμα του υπό έρευνα προσώπου σε άρνηση παροχής τέτοιων πληροφοριών, σε περίπτωση άρνησης πρόσβασης σε πληροφορίες, αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς καθώς και σε άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε άμεση κατάσχεση των σχετικών πληροφοριών, αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλων εγγράφων και στοιχείων και των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων:
Νοείται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να επιστρέψει ο,τιδήποτε κατασχέθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου στον κάτοχό του, ευθύς ως επερατώθη ο σκοπός για τον οποίο προέβηκε στην κατάσχεση και, σε κάθε περίπτωση, εντός σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κατάσχεσης.
(2) H Επιτροπή δύναται να διενεργεί έρευνες σε υποστατικό κάθε φυσικού ή νομικού πρόσωπου που εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που η Επιτροπή, κατά την απόλυτη της κρίση, θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις απαιτούμενες πληροφορίες και στοιχεία.
(3) Η έρευνα διενεργείται ύστερα από ειδοποίηση της Επιτροπής η οποία αποστέλλεται από προηγουμένως είτε επιδίδεται στο πρόσωπο που αφορά η ειδοποίηση κατά την ημερομηνία και ώρα έναρξης της έρευνας.
(4) Η ειδοποίηση της Επιτροπής είναι γραπτή, ορίζει την ημερομηνία και ώρα έναρξη της έρευνας, το σκοπό της, τη διάταξη στην οποία βασίζεται η εξουσία της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση αφορά να συμμορφωθεί προς την ειδοποίηση.
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παρά μόνο δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
(6) Η Επιτροπή δύναται να καλεί σε κατάθεση πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν ο,τιδήποτε σχετικά με την υπό διενέργεια έρευνα και να ορίζει μέλος του Συμβουλίου ή λειτουργό της Επιτροπής ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για να ακούσει μαρτυρία και να πάρει, εκ μέρους της, γραπτή ή ηχογραφημένη κατάθεση από τα πρόσωπα αυτά, τα οποία οφείλουν να προσέρχονται ενώπιον του εντεταλμένου προσώπου και να παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν.
(7) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται αίτημα της Επιτροπής έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή συμμόρφωση.
(8) Υπό την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) αναφορικά με αίτημα για έρευνα και συλλογή πληροφοριών που αφορούν κείμενα που συνιστούν αλληλογραφία ή επικοινωνία και το δικαίωμα του υπό έρευνα προσώπου σε άρνηση παροχής τέτοιων πληροφοριών, η Επιτροπή σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με ειδοποίησή της για έρευνα ή στην κλήση για κατάθεση δυνάμει του παρόντος άρθρου ή σε περίπτωση που αυτό δεν προσκομίζει ή προσκομίζει ή επιδεικνύει ελλιπή ή ψευδή ή παραποιημένα τα αιτηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία ή πληροφορίες, δύναται να του επιβάλει, χωρίς επηρεασμό της εξουσίας της για κατάσχεση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1)-
(α) διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 37, και
(β) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτακοσίων πενήντα ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης προς συμμόρφωση.
(9) Οι πληροφορίες που περιέρχονται στην κατοχή της Επιτροπής κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσης και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της:
Νοείται ότι αν κατά τη διενέργεια της έρευνας προκύψουν οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία δυνατό να συνιστούν ενδεχόμενη παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας, πέραν αυτής που διερευνάται από την Επιτροπή στο γραπτό της αίτημα, τότε αυτά δύνανται να αποτελέσουν ικανή βάση για λήψη περαιτέρω μέτρων κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 35, 36, 37, και 38, χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να προβεί σε νέα συλλογή πληροφοριών ή σε διενέργεια νέας έρευνας.
(10) Κατά τη διενέργεια έρευνας εκ μέρους αρμόδιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής δυνάμει του άρθρου 29, η Επιτροπή δύναται να συνοδεύεται από άτομο, το οποίο να εξουσιοδοτείται γραπτώς από την αρμόδια εποπτική αρχή του εξωτερικού ως αντιπρόσωπος της εν λόγω αρχής.
(11) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει αίτημα της Επιτροπής, δυνάμει του παρόντος άρθρου, οφείλει να μην κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο το εν λόγω αίτημα και να το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.
(12) Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να ζητεί τη συνδρομή της Αστυνομίας προκειμένου να καταστεί ικανή να ασκήσει τις εξουσίες της κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο.