5.-(1) Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχουν στον καταναλωτή, σε εύλογο χρονικό διάστημα και προτού ο τελευταίος δεσμευθεί από οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης ή σχετική προσφορά, βάσει των πιστωτικών όρων και προϋποθέσεων που προσφέρει ο πιστωτικός φορέας και, ενδεχομένως, των προτιμήσεων που έχει εκφράσει και των πληροφοριών που έχει παράσχει ο καταναλωτής, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη σύγκριση διάφορων προσφορών προκειμένου να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης.
(2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, μέσω των τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης, που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ.
(3) Πιστωτικός φορέας που παρέχει τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης στον καταναλωτή δυνάμει του παρόντος Νόμου εκπληρώνει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του περί της Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών προς τους Καταναλωτές Νόμου.
(4) Οι τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες περιλαμβάνουν-
(α) τον τύπο της πίστωσης·
(β) τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του πιστωτικού φορέα καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·
(γ) το συνολικό ποσό της πίστωσης και τους όρους που διέπουν τις αναλήψεις·
(δ) τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·
(ε) σε περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία και συνδεδεμένων συμβάσεων πίστωσης, το αγαθό ή την υπηρεσία και την τιμή του τοις μετρητοίς·
(στ) το χρεωστικό επιτόκιο, τους όρους που διέπουν την εφαρμογή του χρεωστικού επιτοκίου και, εφόσον είναι διαθέσιμα, για κάθε δείκτη ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο καθώς επίσης και τις περιόδους, τους όρους και τις διαδικασίες τροποποίησης του χρεωστικού επιτοκίου:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια υπό διαφορετικές συνθήκες, ο καταναλωτής ενημερώνεται για τις πιο πάνω πληροφορίες σχετικά με όλα τα ισχύοντα επιτόκια·
(ζ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, που αναφέρει όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του εν λόγω επιτοκίου·
Νοείται ότι, εφόσον ο καταναλωτής έχει πληροφορήσει τον πιστωτικό φορέα για ένα ή περισσότερα συστατικά στοιχεία της πίστωσης που προτιμά, όπως τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης και το συνολικό ποσό της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία αυτά:
(η) το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία κατανέμονται οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·
(θ) κατά περίπτωση, τις χρεώσεις για την τήρηση λογαριασμού ή λογαριασμών στους οποίους εγγράφονται τόσο οι καταβολές όσο και οι αναλήψεις, εκτός εάν είναι προαιρετικό το άνοιγμα λογαριασμού, τις χρεώσεις για τη χρήση ενός μέσου πληρωμής τόσο για τις καταβολές όσο και για τις αναλήψεις καθώς επίσης τις τυχόν χρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση πίστωσης και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιούνται αυτές οι χρεώσεις·
(ι) κατά περίπτωση, την ύπαρξη εξόδων, τα οποία καταβάλλει ο καταναλωτής σε συμβολαιογράφο κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης·
(ια) την τυχόν υποχρέωση σύναψης σύμβασης για συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως ασφάλισης, όταν η σύναψη σύμβασης για την υπηρεσία αυτή είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·
(ιβ) το επιτόκιο που προβλέπεται σε περίπτωση καθυστέρησης των καταβολών καθώς και τις λεπτομέρειες για την προσαρμογή του και, ενδεχομένως, τα έξοδα σε περίπτωση μη καταβολής ·
(ιγ) προειδοποίηση, για τις συνέπειες της παράλειψης καταβολής·
(ιδ) κατά περίπτωση, τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις·
(ιε) την ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης·
(ιστ) το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης και, κατά περίπτωση, το δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα και τον τρόπο καθορισμού της αποζημίωσης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 16·
(ιζ) το δικαίωμα του καταναλωτή να λαμβάνει άμεση και δωρεάν ενημέρωση για το αποτέλεσμα έρευνας σε βάση δεδομένων για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 9·
(ιη) το δικαίωμά του καταναλωτή να λαμβάνει δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης, κατόπιν αιτήσεως, εκτός εάν ο πιστωτικός φορέας, κατά την υποβολή της αίτησης, δεν επιθυμεί να προβεί στη σύναψη σύμβασης πίστωσης με τον καταναλωτή· και
(ιθ) κατά περίπτωση, το χρονικό διάστημα για το οποίο δεσμεύεται ο πιστωτικός φορέας από τις πληροφορίες τις οποίες παρέχει πριν από τη σύναψη της σύμβασης.
(4Α) Σε περίπτωση που η σύμβαση πίστωσης αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς, όπως αυτός ορίζεται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει το όνομα του δείκτη αναφοράς και του διαχειριστή του και τις δυνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές, σε χωριστό έγγραφο προοριζόμενο για τους καταναλωτές, το οποίο μπορεί να επισυνάπτεται στο έντυπο τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης.
(5) Κάθε πρόσθετη πληροφορία που επιθυμεί να παράσχει στον καταναλωτή ο πιστωτικός φορέας, παρέχεται σε χωριστό έγγραφο που δύναται να επισυνάπτεται στις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης.
(6) Στις περιπτώσεις επικοινωνιών φωνητικής τηλεφωνίας κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 του περί Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Νόμου, η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας που δίδεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 περιλαμβάνει τουλάχιστον-
(α) τα στοιχεία που προβλέπονται στις παραγράφους (γ), (δ), (ε), (στ) και (η) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου∙
(β) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, με τη βοήθεια αντιπροσωπευτικού παραδείγματος∙ και
(γ) το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής.
(7) Εάν η σύμβαση έχει συναφθεί κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως, το οποίο δεν επιτρέπει την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στα εδάφια (4) και (5), και ιδίως στην περίπτωση του εδαφίου (6), ο πιστωτικός φορέας παρέχει στον καταναλωτή πλήρη προσυμβατική πληροφόρηση με βάση το έντυπο για τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.
(8) Επιπρόσθετα από τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης, ο καταναλωτής λαμβάνει δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης, κατόπιν αιτήσεώς του:
(9) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης στο πλαίσιο της οποίας τα ποσά που καταβάλλει ο καταναλωτής δεν οδηγούν στην άμεση αντίστοιχη απόσβεση του συνολικού ποσού της πίστωσης, αλλά χρησιμοποιούνται για την ανασύσταση του κεφαλαίου κατά τις περιόδους και υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης ή σε συμπληρωματική σύμβαση, οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με τα εδάφια (4) και (5) πρέπει να περιλαμβάνουν σαφή και συνοπτική δήλωση ότι αυτές οι συμβάσεις πίστωσης δεν προβλέπουν εγγύηση εξόφλησης του συνολικού ποσού της πίστωσης που αναλαμβάνεται, εκτός εάν δοθεί τέτοια εγγύηση.
(10) O πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων, παρέχει επαρκείς για τον καταναλωτή εξηγήσεις, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αξιολογεί εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική του κατάσταση.
(11) Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων, όπου κρίνεται σκόπιμο-
(α) δίδει τις δέουσες επεξηγήσεις αναφορικά με τις πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (4) και (5)· και
(β) επισημαίνει τα βασικά χαρακτηριστικά των προτεινόμενων προϊόντων και τις συγκεκριμένες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής της οφειλής από τον καταναλωτή.