Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης-

(α) Με το Άρθρο 46 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2017/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ αριθ. 1093/2010». και

(β) Με το Άρθρο 57 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014»,

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου»,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:-

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμος του 2010.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«δικαστήριο» σημαίνει δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας·

«δυνατότητα υπερανάληψης» σημαίνει ρητή σύμβαση πίστωσης με την οποία πιστωτικός φορέας διαθέτει σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρέχοντος λογαριασμού του καταναλωτή·

«Ενιαίος Φορέας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης» σημαίνει τον φορέα που συνίσταται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου∙

«ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης» σημαίνει τις πληροφορίες που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι∙

«Έφορος Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 4 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου διοριζόμενον Έφορο∙

«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός 2016/2011 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«καταναλωτής» σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο για σκοπούς συναλλαγής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ενεργεί εκτός της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητάς του·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«μεσίτης πιστώσεων» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν ενεργεί ως πιστωτικός φορέας και το οποίο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, έναντι αμοιβής η οποία μπορεί να είναι χρηματική ή να έχει οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθείσα μορφή οικονομικού ανταλλάγματος-

(α) προτείνει ή προσφέρει συμβάσεις πίστωσης στους καταναλωτές·

(β) παρέχει βοήθεια στους καταναλωτές αναλαμβάνοντας προπαρασκευαστικές εργασίες, για τη σύναψη συμβάσεων πίστωσης, άλλων από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο (α)· ή

(γ) συνάπτει συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές εξ ονόματος του πιστωτικού φορέα·

«Οδηγία 2008/48/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου» όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«πιστωτικός φορέας» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·

«σταθερό μέσο» σημαίνει κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

«σταθερό χρεωστικό επιτόκιο» σημαίνει όρο στη σύμβαση πίστωσης με τον οποίο ο πιστωτής και ο καταναλωτής συμφωνούν για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης ως προς ένα χρεωστικό επιτόκιο ή ως προς πλείονα χρεωστικά επιτόκια για τμηματικές περιόδους, εφαρμόζοντας αποκλειστικά συγκεκριμένο σταθερό ποσοστό:

Νοείται ότι, εάν η σύμβαση πίστωσης δεν ορίζει όλα τα χρεωστικά επιτόκια, το χρεωστικό επιτόκιο τεκμαίρεται ότι ορίζεται μόνο για τις τμηματικές περιόδους, στην περίπτωση των οποίων τα χρεωστικά επιτόκια ορίζονται αποκλειστικά με συγκεκριμένο σταθερό ποσοστό που συμφωνείται κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης·

«σύμβαση πίστωσης» σημαίνει σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, εξαιρουμένης σύμβασης που συνάπτεται για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών ή για την προμήθεια αγαθών του ίδιου είδους, σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής καταβάλλει με δόσεις το τίμημα για τις εν λόγω υπηρεσίες ή αγαθά κατά τη διάρκεια της παροχής τους·

«συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης» σημαίνει σύμβαση πίστωσης στην οποία:

(α) η πίστωση χρησιμεύει αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση σύμβασης που αφορά την προμήθεια συγκεκριμένων αγαθών ή την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας· και

(β) οι δυο συνδεδεμένες συμβάσεις συνιστούν αντικειμενικά μία οικονομική ενότητα· θεωρείται ότι υπάρχει οικονομική ενότητα όταν ο προμηθευτής του αγαθού ή ο πάροχος της υπηρεσίας χρηματοδοτεί ο ίδιος την πίστωση του καταναλωτή ή σε περίπτωση χρηματοδότησης της πίστωσης από τρίτο, εάν ο πιστωτικός φορέας χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του προμηθευτή του αγαθού ή του παρόχου της υπηρεσίας για τη σύναψη ή την προετοιμασία της σύμβασης πίστωσης ή εάν τα συγκεκριμένα αγαθά ή η παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας καθορίζονται ρητώς στη σύμβαση πίστωσης·

«συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο» σημαίνει το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 19·

«συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» σημαίνει το σύνολο των χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων, των τελών, και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, εξαιρουμένων των συμβολαιογραφικών δαπανών και περιλαμβάνει τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα εάν, επιπρόσθετα, η σύναψη της σύμβασης υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·

«συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή» σημαίνει το άθροισμα του συνολικού ποσού της πίστωσης και του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή·

«συνολικό ποσό της πίστωσης» σημαίνει το ανώτατο όριο ή το σύνολο των ποσών που διατίθενται βάσει σύμβασης πίστωσης·

«τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης» σημαίνει τις πληροφορίες που καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ∙

«Υπηρεσία» σημαίνει το Διευθυντή της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και οποιονδήποτε λειτουργό της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών ο οποίος είναι γραπτώς εξουσιοδοτημένος από τον Διευθυντή για να ενεργεί εκ μέρους αυτού·

«υπέρβαση» σημαίνει σιωπηρή αποδοχή υπερανάληψης στο πλαίσιο της οποίας ο πιστωτικός φορέας διαθέτει σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρέχοντος λογαριασμού του καταναλωτή ή τη συμφωνημένη δυνατότητα υπερανάληψης·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.

«χρεωστικό επιτόκιο» σημαίνει επιτόκιο εκφραζόμενο ως σταθερό ή μεταβλητό ποσοστό, το οποίο εφαρμόζεται σε ετήσια βάση στο ποσό της πίστωσης που αναλαμβάνεται.

Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου

3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στις συμβάσεις πίστωσης εκτός από-

(α) τις συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται είτε με υποθήκη είτε με άλλη παρόμοια εγγύηση που επιβαρύνει ακίνητα περιουσιακά στοιχεία ή που εξασφαλίζονται βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα περιουσιακά στοιχεία·

(β) τις συμβάσεις πίστωσης, σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή διατήρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί ακίνητης ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου·

(γ) τις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των διακόσιων ευρώ (€200) ή μεγαλύτερο των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (€75.000)·

(δ) τις συμβάσεις μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης στις οποίες ούτε η ίδια η σύμβαση ούτε τυχόν άλλη αυτοτελής σύμβαση ορίζει υποχρέωση αγοράς του αντικειμένου της σύμβασης:

Νοείται ότι, η ύπαρξη υποχρέωσης αγοράς του αντικειμένου θεωρείται ότι υφίσταται όταν αποφασίζεται μονομερώς από τον πιστωτικό φορέα·

(ε) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (8) του άρθρου 6, τις συμβάσεις πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και στις οποίες η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός ενός (1) μηνός·

(στ) τις συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση χορηγείται άτοκα και χωρίς άλλες χρεώσεις καθώς και συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός τριών (3) μηνών και για τις οποίες η καταβλητέα χρέωση είναι μικρότερη των δέκα ευρώ (€10) ·

(ζ) τις συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση χορηγείται από εργοδότη στους εργαζομένους του ως δευτερεύουσα δραστηριότητα άτοκα ή με συνολικά ετήσια ποσοστά χρέωσης χαμηλότερα από εκείνα που επικρατούν στην αγορά και τα οποία δεν προσφέρονται γενικά στο κοινό·

(η) τις συμβάσεις πίστωσης, οι οποίες συνάπτονται με επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 του περί των Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή με πιστωτικά ιδρύματα όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου με σκοπό την παροχή της δυνατότητας στον επενδυτή να διενεργήσει συναλλαγή όσον αφορά μία ή περισσότερες από τις πράξεις, οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσδιορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του περί των Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όταν η επενδυτική επιχείρηση ή το πιστωτικό ίδρυμα που χορηγεί την πίστωση συμμετέχει στην εν λόγω συναλλαγή·

(θ) τις συμβάσεις πίστωσης που απορρέουν από διακανονισμό που επιτεύχθηκε ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής·

(ι) τις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν την προθεσμιακή εξόφληση υπάρχουσας οφειλής χωρίς χρεώσεις·

(ια) τις συμβάσεις πίστωσης, κατά τη σύναψη των οποίων ο καταναλωτής καλείται να καταθέσει εμπράγματη ασφάλεια στον πιστωτικό φορέα ως ενέχυρο και στις οποίες η ευθύνη του καταναλωτή περιορίζεται αυστηρά στο εν λόγω ενέχυρο·

(ιβ) τις συμβάσεις πίστωσης που σχετίζονται με δάνεια χορηγούμενα σε περιορισμένο κοινό δυνάμει νόμου για σκοπούς κοινής ωφελείας, με επιτόκιο χαμηλότερο από το συνήθως προτεινόμενο στην αγορά ή άτοκα ή με άλλους όρους, οι οποίοι είναι πιο ευνοϊκοί για τον καταναλωτή από αυτούς που επικρατούν στην αγορά και με επιτόκιο όχι υψηλότερο από αυτό που επικρατεί στην αγορά.

(1Α) Με την επιφύλαξη  των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε μη εξασφαλισμένες συμβάσεις πίστωσης, για την ανακαίνιση ακινήτου που προορίζεται για κατοικία και οι οποίες συνεπάγονται συνολικό ποσό πίστωσης που υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€75.000).

(2) Στην περίπτωση των συμβάσεων πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και όταν η πίστωση εξοφλείται όταν ζητηθεί ή εντός τριών (3) μηνών εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις του άρθρου 2, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 4, των παραγράφων (α) έως (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4, των άρθρων 6 έως 9, των εδαφίων (1), (2), (6) και (7) του άρθρου 10 και των άρθρων 12, 15, 17, 19 και 20 έως 33.

(3) Στην περίπτωση των συμβάσεων πίστωσης υπό μορφή υπέρβασης, εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 2, 18, και 21 έως 33.

(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5), στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που συνάπτεται από οργανισμό,

(α) ο οποίος -

(i) ιδρύεται προς αμοιβαίο όφελος των μελών του·

(ii) δεν παράγει κέρδη για άλλα πρόσωπα πλην των μελών του·

(iii) πληροί κοινωνικό σκοπό σύμφωνα με τις διατάξεις νόμου με βάση τον οποίο εγκαθιδρύεται·

(iv) παραλαμβάνει και διαχειρίζεται τις αποταμιεύσεις των μελών του και παρέχει σ’ αυτά πιστώσεις· και

(v) παρέχει πίστωση βάσει συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου το οποίο είναι κατώτερο από αυτά που επικρατούν στην αγορά ή υπόκειται σε ανώτατο όριο, το οποίο καθορίζεται από νόμο, και

(β) μέλη του οποίου μπορούν να είναι μόνο πρόσωπα που κατοικούν ή εργάζονται σε συγκεκριμένη περιοχή ή υπάλληλοι και συνταξιούχοι πρώην υπάλληλοι συγκεκριμένου εργοδότη ή πρόσωπα τα οποία πληρούν άλλα κριτήρια οριζόμενα από το νόμο με βάση τον οποίο εγκαθιδρύεται ο οργανισμός ή άλλοι ανάλογοι οργανισμοί, ως βάση για την ύπαρξη κοινού δεσμού μεταξύ των μελών,

εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 2, 4, 6, 7, 9, των εδαφίων (1), (2), των παραγράφων (α) έως (η) και (ιβ) του εδαφίου (3) και του εδαφίου (6) του άρθρου 10 και των άρθρων, 11, 13 και 16 έως 33.

(5)(α) Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης που συνάπτονται από οργανισμό κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (4) και εφόσον η συνολική αξία όλων των εν ισχύ συμβάσεων πίστωσης, οι οποίες έχουν συναφθεί από τον οργανισμό είναι ασήμαντη σε σχέση με τη συνολική αξία όλων των υφιστάμενων συμβάσεων πίστωσης που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία και η συνολική αξία όλων των υφιστάμενων συμβάσεων πίστωσης που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία από όλους τους ανάλογους οργανισμούς είναι μικρότερη του ένα τοις εκατόν (1%) της συνολικής αξίας όλων των υφιστάμενων συμβάσεων πίστωσης που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(β) Η απόδειξη ισχύος των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) βαρύνει τον οργανισμό και τους ανάλογους οργανισμούς που επικαλούνται εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (α).

(γ) Η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) παύει να ισχύει όταν οι όροι εφαρμογής της δεν πληρούνται πλέον.

(6)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης, στην οποία προβλέπεται ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής μπορούν να συνάψουν συμφωνία για προθεσμιακή καταβολή ή για τις μεθόδους εξόφλησης της πίστωσης, σε περίπτωση που ο καταναλωτής έχει ήδη καθυστερήσει την εξόφληση της αρχικής σύμβασης πίστωσης και όταν:

(i) τέτοιες διευθετήσεις δυνατόν να αποτρέψουν την ενδεχόμενη κίνηση νομικών διαδικασιών για την καθυστέρηση αυτή· και

(ii) ο καταναλωτής δεν υπόκειται, λόγω των διευθετήσεων αυτών, σε λιγότερο ευνοϊκούς όρους απ’ ότι με την αρχική σύμβαση πίστωσης,

εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 2, 4, 6, 7, 9 των εδαφίων (1), (2) των παραγράφων (α) έως (θ), (ιβ) και (ιη) του εδαφίου (3) και του εδαφίου (6) του άρθρου 10 και των άρθρων 11, 13, 16 και 18 έως 33.

(β) Σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (2) εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις του εν λόγω εδαφίου.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ
Τυποποιημένες πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε διαφήμιση

4.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμου και του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, κάθε διαφήμιση για συμβάσεις πίστωσης που αναφέρει συγκεκριμένο επιτόκιο ή οποιαδήποτε άλλα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν το κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή περιλαμβάνει τις τυποποιημένες πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

(2) Σε περίπτωση που διαφήμιση για συμβάσεις πίστωσης αναφέρει το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένο επιτόκιο ή οποιαδήποτε άλλα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τυχόν κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται.

(3) Οι τυποποιημένες πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) πρέπει να προσδιορίζουν κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και εμφανή, με χρήση αντιπροσωπευτικού παραδείγματος και κατά την ακόλουθη σειρά:

(α) το χρεωστικό επιτόκιο, σταθερό ή μεταβλητό ή αμφότερα, μαζί με πληροφορίες για τυχόν εφαρμοζόμενες χρεώσεις που περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή·

(β) το συνολικό ποσό της πίστωσης·

(γ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο·

(δ) κατά περίπτωση τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(ε) σε περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία, την τιμή τοις μετρητοίς και το ποσό της τυχόν προκαταβολής· και

(στ) κατά περίπτωση, το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής και το ποσό των δόσεων.

(4) Σε περίπτωση που για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στη διαφήμιση, είναι υποχρεωτική η σύναψη σύμβασης που αφορά συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης, και ιδίως ασφάλισης και το κόστος της σύμβασης αυτής δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων, η υποχρεωτική αποδοχή αυτής πρέπει να αναφέρεται στη διαφήμιση κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και εμφανή, μαζί με το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο.

Παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη σύμβασης

5.-(1) Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχουν στον καταναλωτή, σε εύλογο χρονικό διάστημα και προτού ο τελευταίος δεσμευθεί από οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης ή σχετική προσφορά, βάσει των πιστωτικών όρων και προϋποθέσεων που προσφέρει ο πιστωτικός φορέας και, ενδεχομένως, των προτιμήσεων που έχει εκφράσει και των πληροφοριών που έχει παράσχει ο καταναλωτής, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη σύγκριση διάφορων προσφορών προκειμένου να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης.

(2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, μέσω των τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης, που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ.

(3) Πιστωτικός φορέας που παρέχει τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης στον καταναλωτή δυνάμει του παρόντος Νόμου εκπληρώνει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του περί της Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών προς τους Καταναλωτές Νόμου.

(4) Οι τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες περιλαμβάνουν-

(α) τον τύπο της πίστωσης·

(β) τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του πιστωτικού φορέα καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

(γ) το συνολικό ποσό της πίστωσης και τους όρους που διέπουν τις αναλήψεις·

(δ) τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(ε) σε περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία και συνδεδεμένων συμβάσεων πίστωσης, το αγαθό ή την υπηρεσία και την τιμή του τοις μετρητοίς·

(στ) το χρεωστικό επιτόκιο, τους όρους που διέπουν την εφαρμογή του χρεωστικού επιτοκίου και, εφόσον είναι διαθέσιμα, για κάθε δείκτη ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο καθώς επίσης και τις περιόδους, τους όρους και τις διαδικασίες τροποποίησης του χρεωστικού επιτοκίου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια υπό διαφορετικές συνθήκες, ο καταναλωτής ενημερώνεται για τις πιο πάνω πληροφορίες σχετικά με όλα τα ισχύοντα επιτόκια·

(ζ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, που αναφέρει όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του εν λόγω επιτοκίου·

Νοείται ότι, εφόσον ο καταναλωτής έχει πληροφορήσει τον πιστωτικό φορέα για ένα ή περισσότερα συστατικά στοιχεία της πίστωσης που προτιμά, όπως τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης και το συνολικό ποσό της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία αυτά:

Νοείται περαιτέρω ότι, εάν η σύμβαση πίστωσης προβλέπει διαφορετικούς τρόπους ανάληψης με διαφορετικές χρεώσεις ή χρεωστικά επιτόκια και ο πιστωτικός φορέας εφαρμόζει το κριτήριο υπολογισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου που αναφέρεται στο στοιχείο (β) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος ΙΙΙ, ο καταναλωτής ενημερώνεται ότι άλλοι μηχανισμοί ανάληψης για τον εν λόγω τύπο σύμβασης πίστωσης μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα υψηλότερα ετήσια πραγματικά επιτόκια·

(η) το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία κατανέμονται οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·

(θ) κατά περίπτωση, τις χρεώσεις για την τήρηση λογαριασμού ή λογαριασμών στους οποίους εγγράφονται τόσο οι καταβολές όσο και οι αναλήψεις, εκτός εάν είναι προαιρετικό το άνοιγμα λογαριασμού, τις χρεώσεις για τη χρήση ενός μέσου πληρωμής τόσο για τις καταβολές όσο και για τις αναλήψεις καθώς επίσης τις τυχόν χρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση πίστωσης και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιούνται αυτές οι χρεώσεις·

(ι) κατά περίπτωση, την ύπαρξη εξόδων, τα οποία καταβάλλει ο καταναλωτής σε συμβολαιογράφο κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης·

(ια) την τυχόν υποχρέωση σύναψης σύμβασης για συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως ασφάλισης, όταν η σύναψη σύμβασης για την υπηρεσία αυτή είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·

(ιβ) το επιτόκιο που προβλέπεται σε περίπτωση καθυστέρησης των καταβολών καθώς και τις λεπτομέρειες για την προσαρμογή του και, ενδεχομένως, τα έξοδα σε περίπτωση μη καταβολής ·

(ιγ) προειδοποίηση, για τις συνέπειες της παράλειψης καταβολής·

(ιδ) κατά περίπτωση, τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις·

(ιε) την ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης·

(ιστ) το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης και, κατά περίπτωση, το δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα και τον τρόπο καθορισμού της αποζημίωσης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 16·

(ιζ) το δικαίωμα του καταναλωτή να λαμβάνει άμεση και δωρεάν ενημέρωση για το αποτέλεσμα έρευνας σε βάση δεδομένων για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 9·

(ιη) το δικαίωμά του καταναλωτή να λαμβάνει δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης, κατόπιν αιτήσεως, εκτός εάν ο πιστωτικός φορέας, κατά την υποβολή της αίτησης, δεν επιθυμεί να προβεί στη σύναψη σύμβασης πίστωσης με τον καταναλωτή· και

(ιθ) κατά περίπτωση, το χρονικό διάστημα για το οποίο δεσμεύεται ο πιστωτικός φορέας από τις πληροφορίες τις οποίες παρέχει πριν από τη σύναψη της σύμβασης.

(4Α) Σε περίπτωση που η σύμβαση πίστωσης αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς, όπως αυτός ορίζεται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει το όνομα του δείκτη αναφοράς και του διαχειριστή του και τις δυνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές, σε χωριστό έγγραφο προοριζόμενο για τους καταναλωτές, το οποίο μπορεί να επισυνάπτεται στο έντυπο τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης.

(5) Κάθε πρόσθετη πληροφορία που επιθυμεί να παράσχει στον καταναλωτή ο πιστωτικός φορέας, παρέχεται σε χωριστό έγγραφο που δύναται να επισυνάπτεται στις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης.

(6) Στις περιπτώσεις επικοινωνιών φωνητικής τηλεφωνίας κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 του περί Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Νόμου, η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας που δίδεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 περιλαμβάνει τουλάχιστον-

(α) τα στοιχεία που προβλέπονται στις παραγράφους (γ), (δ), (ε), (στ) και (η) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου∙

(β) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, με τη βοήθεια αντιπροσωπευτικού παραδείγματος∙ και

(γ) το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής.

(7) Εάν η σύμβαση έχει συναφθεί κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως, το οποίο δεν επιτρέπει την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στα εδάφια (4) και (5), και ιδίως στην περίπτωση του εδαφίου (6), ο πιστωτικός φορέας παρέχει στον καταναλωτή πλήρη προσυμβατική πληροφόρηση με βάση το έντυπο για τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.

(8) Επιπρόσθετα από τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης, ο καταναλωτής λαμβάνει δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης, κατόπιν αιτήσεώς του:

Νοείται ότι, ο καταναλωτής δεν λαμβάνει δωρεάν αντίγραφο εάν κατά την υποβολή της αίτησης ο πιστωτικός φορέας δεν επιθυμεί να προβεί στη σύναψη σύμβασης πίστωσης με τον καταναλωτή.

(9) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης στο πλαίσιο της οποίας τα ποσά που καταβάλλει ο καταναλωτής δεν οδηγούν στην άμεση αντίστοιχη απόσβεση του συνολικού ποσού της πίστωσης, αλλά χρησιμοποιούνται για την ανασύσταση του κεφαλαίου κατά τις περιόδους και υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης ή σε συμπληρωματική σύμβαση, οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με τα εδάφια (4) και (5) πρέπει να περιλαμβάνουν σαφή και συνοπτική δήλωση ότι αυτές οι συμβάσεις πίστωσης δεν προβλέπουν εγγύηση εξόφλησης του συνολικού ποσού της πίστωσης που αναλαμβάνεται, εκτός εάν δοθεί τέτοια εγγύηση.

(10) O πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων, παρέχει επαρκείς για τον καταναλωτή εξηγήσεις, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αξιολογεί εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική του κατάσταση.

(11) Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων, όπου κρίνεται σκόπιμο-

(α) δίδει τις δέουσες επεξηγήσεις αναφορικά με τις πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (4) και (5)· και

(β) επισημαίνει τα βασικά χαρακτηριστικά των προτεινόμενων προϊόντων και τις συγκεκριμένες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής της οφειλής από τον καταναλωτή.

Συμβάσεις πίστωσης που έχουν τη μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και ειδικές συμβάσεις πίστωσης

6.-(1) Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει στον καταναλωτή εγκαίρως, πριν δεσμευθεί ο καταναλωτής από οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης ή από οποιαδήποτε προσφορά σχετική με σύμβαση πίστωσης όπως καθορίζεται στα εδάφια (2), (4), (5) ή (6) του άρθρου 3, βάσει των πιστωτικών όρων και προϋποθέσεων που προσφέρει ο πιστωτικός φορέας και, ενδεχομένως, των προτιμήσεων που έχει εκφράσει και των πληροφοριών που έχει παράσχει ο καταναλωτής, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη σύγκριση διάφορων προσφορών και τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης.

(2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) προσδιορίζουν:

(α) τον τύπο της πίστωσης·

(β) τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του πιστωτικού φορέα καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

(γ) το συνολικό ποσό της πίστωσης·

(δ) τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(ε) το χρεωστικό επιτόκιο, τους όρους που διέπουν την εφαρμογή του χρεωστικού επιτοκίου και κάθε δείκτη ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο· τις χρεώσεις που εφαρμόζονται από το χρόνο της σύναψης της σύμβασης πίστωσης και, κατά περίπτωση, τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να μεταβάλλονται οι χρεώσεις αυτές·

(στ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, μέσω αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων που αναφέρουν όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του εν λόγω επιτοκίου·

(ζ) τους όρους και τη διαδικασία καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης·

(η) στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3, κατά περίπτωση, ότι ο καταναλωτής μπορεί να κληθεί να εξοφλήσει πλήρως το ποσό της πίστωσης ανά πάσα στιγμή·

(θ) το εφαρμοζόμενο επιτόκιο υπερημερίας, τις ρυθμίσεις για την προσαρμογή του και, κατά περίπτωση, τα έξοδα για αθέτηση καταβολής·

(ι) το δικαίωμα που έχει ο καταναλωτής, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 9, να λαμβάνει άμεση και δωρεάν ενημέρωση για το αποτέλεσμα έρευνας που διεξάγεται σε βάση δεδομένων για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητάς του·

(ια) στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3, τα έξοδα που ισχύουν από το χρόνο σύναψης τέτοιων συμβάσεων πίστωσης καθώς και, κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα έξοδα αυτά μπορεί να τροποποιηθούν·

(ιβ) κατά περίπτωση, το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πιστωτικός φορέας δεσμεύεται από τις πληροφορίες τις οποίες παρέχει πριν από τη σύναψη της σύμβασης.

(3) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και είναι όλες εξίσου ευδιάκριτες.

(4) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) δύναται να παρέχονται και μέσω των ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης.

(5) Ο πιστωτικός φορέας τεκμαίρεται ότι εκπληρώνει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 4 και 5 του περί Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Νόμου εφόσον παρέχει στον καταναλωτή τις ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης.

(6) (α) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που καθορίζεται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 3 οι πληροφορίες που παρέχονται στον καταναλωτή δυνάμει του εδαφίου (1) προσδιορίζουν, επιπρόσθετα από τα στοιχεία που καθορίζονται στο εδάφιο (2), τα ακόλουθα:

(i) Το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από αυτόν και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία κατανέμονται οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης· και

(ii) το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης και, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα και τον τρόπο καθορισμού της αποζημίωσης αυτής.

(β) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου.

(7) Στην περίπτωση επικοινωνιών φωνητικής τηλεφωνίας εφόσον ο καταναλωτής έχει ζητήσει να είναι αμέσως διαθέσιμη η δυνατότητα υπερανάληψης, η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας περιλαμβάνει:

(α) τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (γ), (ε), (στ) και (η) του εδαφίου (2), και

(β) αναφορικά με συμβάσεις πίστωσης που καθορίζονται στο εδάφιο (6), εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α), τον προσδιορισμό της διάρκειας της σύμβασης πίστωσης.

(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που χορηγείται υπό μορφή διευκόλυνσης υπερανάληψης και η οποία πρέπει να εξοφλείται σε διάστημα ενός (1) μηνός, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (7).

(9) Ο καταναλωτής λαμβάνει, κατόπιν υποβολής αιτήματος, δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 10:

Νοείται ότι, εάν, κατά την υποβολή του αιτήματος, ο πιστωτικός φορέας δεν επιθυμεί να προβεί στη σύναψη σύμβασης πίστωσης με τον καταναλωτή, δεν παρέχεται σ’ αυτόν δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης.

(10) Εάν η σύμβαση έχει συναφθεί κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως που δεν επιτρέπει την παροχή στον καταναλωτή των πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (2), (3), (4), (5), (6) και (7) ο πιστωτικός φορέας, αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του δυνάμει των εδαφίων (2) έως (6) παρέχοντας τις σχετικές με τη σύμβαση πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 10.

Εξαιρέσεις από την υποχρέωση χορήγησης προσυμβατικών πληροφοριών

7. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του πιστωτικού φορέα να παρέχει στον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της σύμβασης τις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, οι διατάξεις των άρθρων 5 και 6 δεν εφαρμόζονται για τους προμηθευτές αγαθών ή υπηρεσιών που διαμεσολαβούν ως μεσίτες πιστώσεων στο πλαίσιο συμπληρωματικής δραστηριότητας.

Υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή

8.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Προσωπικών Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου και ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης, με βάση επαρκή στοιχεία που λαμβάνονται, κατά περίπτωση, από τον καταναλωτή και, όπου χρειάζεται, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων που λειτουργεί νόμιμα στη Δημοκρατία.

(2) Σε περίπτωση που τα μέρη συμφωνούν να αλλάξουν το συνολικό ποσό της πίστωσης μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας προσαρμόζει στα πρόσφατα δεδομένα τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του σχετικά με τον καταναλωτή και αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από οποιαδήποτε σημαντική αύξηση του συνολικού ποσού της πίστωσης.

Πρόσβαση πιστωτικού φορέα άλλου κράτους μέλους σε βάσεις δεδομένων

9.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου, σε περίπτωση διασυνοριακής πίστωσης, πιστωτικός φορέας άλλου κράτους μέλους έχει δικαίωμα πρόσβασης σε βάσεις δεδομένων που νόμιμα λειτουργούν στη Δημοκρατία για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των καταναλωτών σύμφωνα με τους όρους που αφορούν μη διασυνοριακή πίστωση.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), εάν η απόρριψη αίτησης πίστωσης βασίζεται σε έρευνα βάσης δεδομένων, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή, αμέσως και δωρεάν:

(α) σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας, και

(β) με τα στοιχεία της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων.

(3) Η ενημέρωση που αναφέρεται στο εδάφιο (2), δεν παρέχεται μόνον σε περίπτωση που η παροχή της απαγορεύεται από νομοθεσία που ενσωματώνει κοινοτικές νομικές πράξεις ή αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στη δημόσια ασφάλεια.

ΜΕΡΟΣ IΙΙ ΠΑΡΟΧΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ
Πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης

10.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου που αφορούν το κύρος της σύναψης σύμβασης, η σύναψη σύμβασης πίστωσης υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(β) Η σύμβαση πίστωσης καταρτίζεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και περιέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

(2) Αντίγραφο της σύμβασης πίστωσης δίδεται σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.

(3) Στη σύμβαση πίστωσης προσδιορίζονται με τρόπο σαφή και συνοπτικό:

(α) ο τύπος της πίστωσης·

(β) τα στοιχεία ταυτότητας και οι γεωγραφικές διευθύνσεις των συμβαλλομένων μερών καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και η γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

(γ) η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης και οι όροι που διέπουν τις αναλήψεις·

(ε) στην περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία ή στην περίπτωση συνδεδεμένης σύμβασης πίστωσης, το αγαθό ή η υπηρεσία και η τιμή του τοις μετρητοίς·

(στ) το χρεωστικό επιτόκιο, οι όροι που διέπουν την εφαρμογή του εν λόγω επιτοκίου και, εφόσον είναι διαθέσιμα, κάθε δείκτης ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο καθώς επίσης και οι περίοδοι, οι όροι και οι διαδικασίες τροποποίησης του χρεωστικού επιτοκίου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια υπό διαφορετικές συνθήκες, προσδιορίζονται οι πληροφορίες αυτές σχετικά με όλα τα ισχύοντα επιτόκια·

(ζ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, υπολογιζόμενο κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης πίστωσης και όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού·

(η) το ποσό, ο αριθμός και η περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, η σειρά με την οποία κατανέμονται οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·

(θ) σε περίπτωση απόσβεσης του κεφαλαίου σύμβασης πίστωσης που έχει σταθερή διάρκεια, το δικαίωμα του καταναλωτή να παραλαμβάνει δωρεάν, κατόπιν αίτησης, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων.

(ι) εάν υπάρχει καταβολή εξόδων και τόκων χωρίς να υπάρχει απόσβεση κεφαλαίου, η κατάσταση των περιόδων και των όρων καταβολής τόκων και τυχόν σχετικών περιοδικών και μη περιοδικών δαπανών·

(ια) κατά περίπτωση, οι χρεώσεις για την τήρηση ενός ή περισσότερων λογαριασμών, στους οποίους να καταγράφονται τόσο οι καταβολές όσο και οι αναλήψεις, εκτός εάν το άνοιγμα του λογαριασμού είναι προαιρετικό, καθώς και οι χρεώσεις για τη χρήση ενός μέσου πληρωμής τόσο για τις καταβολές όσο και για τις αναλήψεις, καθώς και κάθε άλλη χρέωση που προκύπτει από τις συμβάσεις πίστωσης και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν οι χρεώσεις αυτές·

(ιβ) το εφαρμοζόμενο επιτόκιο υπερημερίας, όπως ισχύει κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης πίστωσης, οι ρυθμίσεις για την προσαρμογή του και, κατά περίπτωση, τα έξοδα για αθέτηση καταβολής·

(ιγ) η προειδοποίηση για τις συνέπειες της παράλειψης καταβολής·

(ιδ) κατά περίπτωση, η επιβολή συμβολαιογραφικών τελών·

(ιε) οι τυχόν απαιτούμενες εγγυήσεις και ασφάλειες·

(ιστ) η ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης, η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να ασκηθεί και άλλοι όροι που διέπουν την άσκησή του εν λόγω δικαιώματος, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την υποχρέωση του καταναλωτή να καταβάλλει το αναληφθέν κεφάλαιο και οι τόκοι σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 14, και το ποσό των καταβλητέων τόκων σε ημερήσια βάση·

(ιζ) πληροφορίες για τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 15 καθώς και οι όροι άσκησης των δικαιωμάτων αυτών·

(ιη) το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης, η διαδικασία πρόωρης εξόφλησης και, κατά περίπτωση, το δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα και ο τρόπος καθορισμού της αποζημίωσης αυτής·

(ιθ) η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την άσκηση του δικαιώματος τερματισμού της σύμβασης πίστωσης·

(κ) η ύπαρξη ή μη εξωδικαστικών διαδικασιών και μηχανισμών επανόρθωσης στις οποίες έχει πρόσβαση ο καταναλωτής και, σε περίπτωση που υπάρχουν, ο τρόπος πρόσβασης σε αυτούς·

(κα) τυχόν άλλοι συμβατικοί όροι και προϋποθέσεις·

(κβ) κατά περίπτωση, η ονομασία και η διεύθυνση της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.

(4) Σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου (θ) του εδαφίου (3), ο πιστωτικός φορέας διαθέτει στον καταναλωτή, δωρεάν και οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων.

(5)(α) Ο πίνακας χρεολυσίων περιλαμβάνει:

(i) τις απαιτούμενες καταβολές καθώς και τις περιόδους και τους όρους βάσει των οποίων πρέπει να καταβάλλονται τα ποσά αυτά·

(ii) ανάλυση κάθε περιοδικής εξόφλησης, ούτως ώστε να φαίνεται το κεφάλαιο που έχει αποσβεσθεί, ο τόκος που υπολογίζεται βάσει του χρεωστικού επιτοκίου και, κατά περίπτωση, οι συμπληρωματικές χρεώσεις ·

(β) Σε περίπτωση που το επιτόκιο δεν είναι σταθερό ή οι συμπληρωματικές χρεώσεις βάσει της σύμβασης πίστωσης είναι μεταβλητές, στον πίνακα χρεολυσίων επισημαίνεται με σαφή και συνοπτικό τρόπο ότι τα δεδομένα του πίνακα αυτού ισχύουν μόνον έως ότου επέλθει η επόμενη μεταβολή του επιτοκίου ή των συμπληρωματικών χρεώσεων κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση πίστωσης

(6) Σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης στο πλαίσιο της οποίας τα ποσά που καταβάλλει ο καταναλωτής δεν οδηγούν σε άμεση αντίστοιχη απόσβεση του συνολικού ποσού της πίστωσης, αλλά χρησιμοποιούνται για την ανασύσταση του κεφαλαίου κατά τις περιόδους και υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης ή σε συμπληρωματική σύμβαση, οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με το εδάφιο (3) περιλαμβάνουν σαφή και συνοπτική δήλωση ότι η εν λόγω σύμβαση πίστωσης δεν προβλέπει εγγύηση εξόφλησης του συνολικού ποσού της πίστωσης που αναλαμβάνεται, εκτός εάν δοθεί τέτοια εγγύηση.

(7) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 προσδιορίζονται με τρόπο σαφή και συνοπτικό τα ακόλουθα:

(α) ο τύπος της πίστωσης·

(β) τα στοιχεία ταυτότητας και οι γεωγραφικές διευθύνσεις των συμβαλλομένων μερών καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και η γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

(γ) η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης και οι όροι που διέπουν τις αναλήψεις·

(ε) το χρεωστικό επιτόκιο, οι όροι που διέπουν την εφαρμογή του χρεωστικού επιτοκίου και, εφόσον είναι διαθέσιμα, κάθε δείκτης ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο καθώς και οι περίοδοι, οι όροι και οι διαδικασίες τροποποίησης του χρεωστικού επιτοκίου και, εάν ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια υπό διαφορετικές συνθήκες, οι πιο πάνω πληροφορίες προσδιορίζονται σχετικά με όλα τα ισχύοντα επιτόκια·

(στ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή που υπολογίζονται κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης πίστωσης καθώς επίσης όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του εν λόγω επιτοκίου κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 19·

(ζ) ότι ο καταναλωτής δυνατόν να κληθεί οποτεδήποτε να εξοφλήσει στο ακέραιο το ποσό της πίστωσης ·

(η) οι όροι που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη συμφωνία πίστωσης· και

(θ) τα στοιχεία σχετικά με τις χρεώσεις που ισχύουν από το χρόνο της σύναψης τέτοιας σύμβασης και, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι χρεώσεις αυτές δύνανται να τροποποιηθούν.

Πληροφορίες σχετικά με την τροποποίηση των όρων και προϋποθέσεων σύμβασης πίστωσης

10Α. Υπό την επιφύλαξη άλλων υποχρεώσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, πριν από την τροποποίηση των όρων και των προϋποθέσεων της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτής γνωστοποιεί στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Σαφή περιγραφή των προτεινόμενων τροποποιήσεων και, κατά περίπτωση, της ανάγκης συναίνεσης του καταναλωτή ή των τροποποιήσεων που επήλθαν με την εφαρμογή της νομοθεσίας·

(β) το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο (α) τροποποιήσεων·

(γ) τα διαθέσιμα στον καταναλωτή μέσα υποβολής καταγγελίας όσον αφορά τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) τροποποιήσεις·

(δ) τη διαθέσιμη προθεσμία για την υποβολή τυχόν καταγγελίας·

(ε) την ονομασία και τη διεύθυνση της αρμόδιας αρχής στην οποία ο καταναλωτής δύναται να υποβάλει καταγγελία.

Πληροφορίες για το χρεωστικό επιτόκιο

11.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο καταναλωτής, κατά περίπτωση, ενημερώνεται για:

(α) τυχόν μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, πριν από την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου,

(β) το ποσό των καταβολών μετά την έναρξη ισχύος του νέου χρεωστικού επιτοκίου και, εάν υπάρχει μεταβολή του αριθμού ή της περιοδικότητας των καταβολών, για τη μεταβολή αυτή.

(2) Τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν στη σύμβαση πίστωσης ότι, οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες παρέχονται στον καταναλωτή κατά περιόδους στην περίπτωση κατά την οποία η μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου οφείλεται σε αλλαγή του ποσοστού αναφοράς και το νέο ποσοστό αναφοράς δημοσιοποιείται καταλλήλως και οι σχετικές με το νέο ποσοστό αναφοράς πληροφορίες είναι επίσης διαθέσιμες στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού φορέα.

Υποχρεώσεις σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης

12.-(1) Όταν σύμβαση πίστωσης συνάπτεται υπό τη μορφή δυνατότητας υπερανάληψης, ο καταναλωτής ενημερώνεται περιοδικά μέσω ανάλυσης λογαριασμού εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, η οποία περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) την ακριβή περίοδο, την οποία αφορά η ανάλυση του λογαριασμού·

(β) τα αναληφθέντα ποσά και τις ημερομηνίες των αναλήψεων·

(γ) το υπόλοιπο από την προηγούμενη ανάλυση λογαριασμού και την ημερομηνία της προηγούμενης ανάλυσης·

(δ) το νέο υπόλοιπο·

(ε) τις ημερομηνίες και τα ποσά των καταβολών που πραγματοποιήθηκαν από τον καταναλωτή·

(στ) το εφαρμοσθέν χρεωστικό επιτόκιο·

(ζ) οποιεσδήποτε επιβληθείσες χρεώσεις·

(η) κατά περίπτωση, το ελάχιστο καταβλητέο ποσό.

(2) Ο καταναλωτής ενημερώνεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου για τις μεταβολές του χρεωστικού επιτοκίου ή των τυχόν πληρωτέων χρεώσεων πριν οι μεταβολές αυτές αρχίσουν να ισχύουν.

(3) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου οφείλεται σε αλλαγή του ποσοστού αναφοράς, τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν στη σύμβαση πίστωσης ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις μεταβολές του χρεωστικού επιτοκίου παρέχονται κατά τον προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) τρόπο.

(4) Στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο (3), το νέο ποσοστό αναφοράς δημοσιοποιείται καταλλήλως και οι σχετικές με το νέο ποσοστό αναφοράς πληροφορίες είναι διαθέσιμες στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού φορέα.

Συμβάσεις πίστωσης αόριστης διάρκειας

13.-(1) Ο καταναλωτής δύναται να τερματίσει σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας οποτεδήποτε και χωρίς χρέωση, εκτός εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει προθεσμία προειδοποίησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.

(2) Εφόσον προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης, μετά από συμφωνία των μερών, ο πιστωτικός φορέας δύναται να καταγγείλει σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας, νοουμένου ότι -

(α) τηρεί προθεσμία προειδοποίησης τουλάχιστον δύο (2) μηνών, και

(β) επιδίδει στον καταναλωτή σχετική δήλωση εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.

(3)(α) Εφόσον προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης, μετά από συμφωνία των μερών, ο πιστωτικός φορέας δύναται, για αντικειμενικούς λόγους, να καταγγέλλει το δικαίωμα του καταναλωτή να προβαίνει σε αναλήψεις πιστώσεων από σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας.

(β) Πριν από την καταγγελία ή το αργότερο αμέσως μετά από αυτήν, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή για την καταγγελία και τους σχετικούς λόγους εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, εκτός εάν η παροχή των πληροφοριών αυτών απαγορεύεται από νομοθεσία που ενσωματώνει κοινοτικές νομικές πράξεις ή αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στη δημόσια ασφάλεια.

Δικαίωμα υπαναχώρησης

14.-(1) Ο καταναλωτής δύναται, χωρίς να αναφέρει τους λόγους, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πίστωσης εντός προθεσμίας δεκατεσσάρων (14) ημερών.

(2) Η προθεσμία υπαναχώρησης αρχίζει:

(α) από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης πίστωσης· ή

(β) από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής παραλαμβάνει τους όρους της σύμβασης και τις πληροφορίες όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, σε περίπτωση που αυτή ακολουθεί την αναφερόμενη στην παράγραφο (α) ημερομηνία.

(3) Σε περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης-

(α) για να προβεί στην υπαναχώρηση πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ενημερώνει εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου τον πιστωτικό φορέα βάσει των πληροφοριών που παρέχει ο πιστωτικός φορέας σύμφωνα με την παράγραφο (ιστ) του εδαφίου (3) του άρθρου 10·

(β) καταβάλλει στον πιστωτικό φορέα το κεφάλαιο και τους δεδουλευμένους τόκους επί του κεφαλαίου αυτού από την ημερομηνία ανάληψης της πίστωσης μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του κεφαλαίου στον πιστωτικό φορέα, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την αποστολή της κοινοποίησης της υπαναχώρησης στον πιστωτικό φορέα.

(4) Για σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (3), η κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1) προθεσμία υπαναχώρησης θεωρείται ότι τηρείται εάν η ειδοποίηση αποσταλεί πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, εφόσον αυτή έχει υποβληθεί εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου που τίθεται στη διάθεση του πιστωτικού φορέα και στο οποίο ο τελευταίος έχει πρόσβαση.

(5) Οι τόκοι που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) υπολογίζονται βάσει του συμφωνηθέντος χρεωστικού επιτοκίου.

(6) Στην περίπτωση υπαναχώρησης κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου 3, ο πιστωτικός φορέας δε δικαιούται άλλης αποζημίωσης από τον καταναλωτή, εκτός της αποζημίωσης για μη επιστρεφόμενα τέλη τα οποία κατέβαλε ο πιστωτικός φορέας σε οποιοδήποτε κυβερνητικό τμήμα.

(7) Εάν ο πιστωτικός φορέας ή τρίτος παρέχει συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης βάσει συμφωνίας μεταξύ του τρίτου και του πιστωτικού φορέα, ο καταναλωτής μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν δεσμεύεται ως προς τη συμπληρωματική υπηρεσία εάν ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πίστωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(8) Τα άρθρα 10 έως 15 του περί Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών προς τους Καταναλωτές Νόμου και το άρθρο 8 του περί Σύναψης Καταναλωτικών Συμβάσεων εκτός Εμπορικού Καταστήματος Νόμου, δεν εφαρμόζονται όταν ο καταναλωτής έχει δικαίωμα υπαναχώρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Συνδεδεμένες συμβάσεις πίστωσης

15.-(1) Σε περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση παροχής αγαθών ή υπηρεσιών, σύμφωνα με νομοθεσία που ενσωματώνει κοινοτικές νομικές πράξεις, τότε αυτός δε δεσμεύεται εφεξής από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης.

(2) Σε περίπτωση που τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που καλύπτονται από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης δεν παρέχονται ή παρέχονται μόνο εν μέρει ή δεν πληρούν τους όρους της σύμβασης παροχής τους, ο καταναλωτής δύναται να στραφεί κατά του πιστωτικού φορέα, εφόσον έχει ήδη στραφεί κατά του προμηθευτή και αποτύχει να λάβει από αυτόν την ικανοποίηση την οποία δικαιούται δυνάμει νόμου ή της σύμβασης παροχής αγαθών ή υπηρεσιών.

(3) Το δικαίωμα του καταναλωτή εναντίον του πιστωτικού φορέα μπορεί να ασκηθεί μόνο αφού προηγουμένως επιδιώξει δικαστικώς ικανοποίηση της αξίωσής του από τον προμηθευτή και αποτύχει είτε ολικώς είτε μερικώς να ικανοποιηθεί από αυτόν.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν τις διατάξεις νόμου σύμφωνα με τις οποίες ο πιστωτικός φορέας είναι από κοινού και εξολοκλήρου υπεύθυνος για οποιαδήποτε αξίωση του καταναλωτή κατά του προμηθευτή, εάν η αγορά των αγαθών ή των υπηρεσιών από τον προμηθευτή έχει χρηματοδοτηθεί με σύμβαση πίστωσης.

Πρόωρη εξόφληση

16.-(1) Ο καταναλωτής δύναται οποτεδήποτε να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης.

(2) Σε περίπτωση που ασκηθεί το προβλεπόμενο από το εδάφιο (1) δικαίωμα, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που αποτελείται από τους τόκους και τις χρεώσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.

(3)(α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογης και αντικειμενικά αιτιολογημένης αποζημίωσης για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης, νοουμένου ότι, η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο είναι σταθερό.

(β) Η αποζημίωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα τοις εκατόν (1%) του τμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα, εφόσον το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας λήξης της σύμβασης πίστωσης υπερβαίνει το ένα (1) έτος.

(γ) Σε περίπτωση που το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, η αποζημίωση που δικαιούται ο πιστωτικός φορέας δεν δύναται να υπερβαίνει το 0,5 % του τμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα.

(4) Ο πιστωτικός φορέας δε δύναται να αξιώσει αποζημίωση για πρόωρη εξόφληση:

(α) όταν η εξόφληση πραγματοποιείται δυνάμει ασφαλιστικού συμβολαίου, το οποίο προβλέπει παροχή εγγύησης για την εξόφληση της πίστωσης·

(β) σε περιπτώσεις διευκολύνσεων υπερανάληψης· ή

(γ) όταν η εξόφληση πραγματοποιηθεί εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο δεν είναι σταθερό.

(5)(α) Ο πιστωτικός φορέας δύναται:

(i) να αξιώνει αποζημίωση μόνο όταν το ποσό της πρόωρης εξόφλησης υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) σε οποιοδήποτε διάστημα δώδεκα (12) μηνών·

(ii) να απαιτεί, κατ’ εξαίρεση, υψηλότερη αποζημίωση, εάν μπορεί να αποδείξει ότι η ζημιά που υπέστη από την πρόωρη εξόφληση υπερβαίνει το ποσό που καθορίζεται στο εδάφιο (3).

(β) Σε περίπτωση που η αποζημίωση που αξιώνει ο πιστωτικός φορέας υπερβαίνει την πραγματική ζημιά, ο καταναλωτής δύναται να αξιώνει ανάλογη μείωση.

(γ) Για σκοπούς της παραγράφου (β), η ζημιά συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που συμφωνήθηκε αρχικά με το επιτόκιο κατά το οποίο ο πιστωτικός φορέας είναι σε θέση να δανείσει στην αγορά το ποσό που εξοφλήθηκε πρόωρα, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο της πρόωρης εξόφλησης στα διοικητικά έξοδα.

(6) Αποζημίωση που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνει τους τόκους που θα είχε καταβάλει ο καταναλωτής κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας ημερομηνίας λήξης της πιστωτικής σύμβασης.

Καθυστερούμενες οφειλές και κίνηση νομικών μέτρων ή διαδικασιών

16Α.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), oι πιστωτές διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες κατά τρόπο ώστε να επιδεικνύουν, όπου απαιτείται, εύλογη ανοχή πριν από την κίνηση νομικών διαδικασιών ή μέτρων.

(β) Tα μέτρα ανοχής λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων, την κατάσταση του καταναλωτή και δύναται να συνίστανται, μεταξύ άλλων δυνατοτήτων, στα ακόλουθα:

(i) Πλήρη ή μερική αναχρηματοδότηση σύμβασης πίστωσης·

(ii) τροποποίηση των υφιστάμενων όρων και προϋποθέσεων της σύμβασης πίστωσης, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων-

(αα) παράταση της διάρκειας της σύμβασης πίστωσης·

(ββ) μετατροπή του είδους της σύμβασης πίστωσης·

(γγ) αναβολή της καταβολής του συνόλου ή μέρους των δόσεων αποπληρωμής για μια συγκεκριμένη περίοδο·

(δδ) αλλαγή του επιτοκίου·

(εε) παροχή αναστολής καταβολής δόσεων·

(στστ) μερική αποπληρωμή δόσεων·

(ζζ) μετατροπή νομίσματος· και

(ηη) μερική διαγραφή και ενοποίηση του χρέους.

(2) Η επίδειξη μέτρων ανοχής που προβλέπονται στο εδάφιο (1) δεν επηρεάζει οποιαδήποτε υποχρέωση προκύπτει από οποιαδήποτε νομοθεσία επιβάλλει σε πιστωτή να εφαρμόζει μέτρα ανοχής πριν από την κίνηση νομικών διαδικασιών ή μέτρων, περιλαμβανομένης της περί της Διαχείρισης Καθυστερήσεων Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οι υποχρεώσεις του πιστωτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και της περί της Διαχείρισης Καθυστερήσεων Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ή άλλης νομοθεσίας είναι οι ίδιες, δεν απαιτείται η επίδειξη, όπου απαιτείται, εύλογης ανοχής πριν από την κίνηση νομικών διαδικασιών ή μέτρων, πέραν της μίας φοράς.

(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που κατά την έναρξη της ισχύος του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2024 ο πιστωτής έχει ήδη υλοποιήσει ή υλοποιεί, οποιαδήποτε υποχρέωσή του σε σχέση με την περί της Διαχείρισης Καθυστερήσεων Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία ο πιστωτής επιβάλει επιβαρύνσεις στον καταναλωτή λόγω αθέτησης υποχρέωσης, οι επιβαρύνσεις αυτές δεν δύναται να είναι μεγαλύτερες από ό,τι είναι αναγκαίο για την αποζημίωση του πιστωτή για τη ζημία που υπέστη λόγω της αθέτησης υποχρέωσης.

Εκχώρηση δικαιωμάτων

17.-(1) Όταν τα δικαιώματα του πιστωτικού φορέα από σύμβαση πίστωσης ή η ίδια η σύμβαση εκχωρούνται σε τρίτο πρόσωπο, ο καταναλωτής δικαιούται να αντιτάσσει κατά του τρίτου αυτού προσώπου τα ίδια δικαιώματα που είχε κατά του αρχικού πιστωτικού φορέα, συμπεριλαμβανομένου του συμψηφισμού.

(2) Ο αρχικός πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή για την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) εκχώρηση, εκτός εάν, σε συμφωνία με το τρίτο πρόσωπο στο οποίο γίνεται η εκχώρηση, ο αρχικός πιστωτικός φορέας εξακολουθεί να καταβάλλει την πίστωση έναντι του καταναλωτή.

Υπέρβαση

18.-(1)(α) Σε περίπτωση σύμβασης ανοίγματος τρεχούμενου λογαριασμού, που περιλαμβάνει δυνατότητα να επιτραπεί υπέρβαση στον καταναλωτή, η σύμβαση αυτή περιέχει και τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 6.

(β) Ο πιστωτικός φορέας παρέχει εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου σε τακτά χρονικά διαστήματα τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α).

(2) Σε περίπτωση σημαντικής υπέρβασης, η οποία διαρκεί πάνω από ένα (1) μήνα ο πιστωτικός φορέας πρέπει να ενημερώνει αμελλητί τον καταναλωτή, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου για:

(α) το γεγονός της υπέρβασης·

(β) το σχετικό ποσό·

(γ) το χρεωστικό επιτόκιο·

(δ) τις ποινές, χρεώσεις ή τόκους υπερημερίας.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΚΑΙ ΜΕΣΙΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Υπολογισμός συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου

19.-(1) Το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο που εξισώνει σε ετήσια βάση την παρούσα αξία του συνόλου των τρεχουσών ή μελλοντικών υποχρεώσεων όπως αναλήψεων, εξοφλήσεων και χρεώσεων που έχουν συμφωνηθεί από τον πιστωτικό φορέα και τον καταναλωτή, υπολογίζεται σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που παρατίθεται στο Μέρος Ι του Παραρτήματος ΙΙΙ.

(2) Κατά τον υπολογισμό του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου, προσδιορίζεται το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, χωρίς να συνυπολογίζονται τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής, σε περίπτωση που έχει παραβεί οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του βάσει της σύμβασης πίστωσης και τα επιπλέον της τιμής αγοράς έξοδα που αυτός οφείλει να πληρώσει κατά την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, είτε αγοράζει επί πιστώσει είτε τοις μετρητοίς.

(3) Στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκτός εάν το άνοιγμα του λογαριασμού είναι προαιρετικό και τα έξοδα του λογαριασμού έχουν προσδιορισθεί σαφώς και αυτοτελώς στη σύμβαση πίστωσης ή οποιαδήποτε άλλη σύμβαση η οποία συνάπτεται με τον καταναλωτή, περιλαμβάνονται:

(α) τα έξοδα για την τήρηση λογαριασμού στον οποίο εγγράφονται ταυτόχρονα καταβολές και αναλήψεις,

(β) τα έξοδα για τη χρήση μέσου πληρωμής που επιτρέπει ταυτόχρονα τη διενέργεια καταβολών και αναλήψεων, και

(γ) τα λοιπά έξοδα που αφορούν καταβολές.

(4) Ο υπολογισμός του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου βασίζεται στο τεκμήριο ότι -

(α) η σύμβαση πίστωσης εξακολουθεί να ισχύει για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκειά της, και

(β) ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τους όρους και κατά τις ημερομηνίες που καθορίζονται στη σύμβαση πίστωσης.

(5) Σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης που περιέχει όρο για τη δυνατότητα διακύμανσης του χρεωστικού επιτοκίου και, κατά περίπτωση, των χρεώσεων που περιλαμβάνονται στο συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, των οποίων όμως το ύψος δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς κατά το χρόνο του υπολογισμού, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο υπολογίζεται με δεδομένο ότι το χρεωστικό επιτόκιο και τα λοιπά έξοδα παραμένουν σταθερά ως προς το αρχικό τους επίπεδο και ισχύουν μέχρι το τέλος της σύμβασης πίστωσης.

(6) Το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, εφόσον απαιτείται, δύναται να υπολογίζεται με τη χρήση των πρόσθετων κριτηρίων που καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ.

Υποχρεώσεις των μεσιτών πιστώσεων έναντι των καταναλωτών

20. Ο μεσίτης πιστώσεων -

(α) αναφέρει στις διαφημίσεις του και στα έγγραφα που προορίζονται για τους καταναλωτές την έκταση των αρμοδιοτήτων του και ιδιαίτερα κατά πόσο συνεργάζεται αποκλειστικά με έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς ή εργάζεται ως ανεξάρτητος μεσίτης·

(β) ενημερώνει γραπτώς τον καταναλωτή και συμφωνεί μαζί του εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, πριν από τη σύναψη της πιστωτικής σύμβασης, το ποσό της αμοιβής που τυχόν οφείλει να καταβάλει ο καταναλωτής στον μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του·

(γ) κοινοποιεί στον πιστωτικό φορέα, για σκοπούς υπολογισμού του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου, το ποσό της αμοιβής που τυχόν πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής στο μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του.

ΜΕΡΟΣ V ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, ΑΡΜΟ∆ΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθήκοντα και αρμοδιότητες της Υπηρεσίας

21.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου και του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, για σκοπούς του παρόντος Νόμου η Υπηρεσία έχει τα ακόλουθα καθήκοντα και αρμοδιότητες:

(α) εποπτεύει τους πιστωτικούς φορείς και τους μεσίτες πιστώσεων προς διασφάλιση της εφαρμογής του παρόντος Νόμου∙

(β) διεξάγει έρευνες για σκοπούς εξέτασης οποιασδήποτε πιθανής παράβασης των απαγορευτικών, ή/και προστατευτικών των συμφερόντων των καταναλωτών διατάξεων∙

(γ) λαμβάνει όλα ή οποιαδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 23, σε περίπτωση που πιστωτικός φορέας ή μεσίτης πιστώσεων παραβιάζει οποιαδήποτε απαγορευτική ή/και προστατευτική των συμφερόντων των καταναλωτών διάταξη∙

(δ) προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για την έκδοση δικαστικών διαταγμάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25∙ και

(ε) επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα σε περίπτωση παράβασης οποιωνδήποτε απαγορευτικών ή/και επιτακτικών διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Η Υπηρεσία δύναται να παρέχει πληροφορίες ή συμβουλές σε καταναλωτές αναφορικά με συμβάσεις πίστωσης και ιδιαίτερα με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους πιστωτές ή σ’ άλλα πρόσωπα από τον παρόντα Νόμο.

Εξουσίες της Υπηρεσίας σε σχέση με έρευνες

22.-(1) Η Υπηρεσία, μέσω εξουσιοδοτημένου λειτουργού που ενεργεί εκ μέρους της, δύναται για τους σκοπούς έρευνας που διεξάγεται με βάση τον παρόντα Νόμο να απαιτήσει από πρόσωπο το οποίο κατά τη γνώμη της κατέχει πληροφορίες ή έχει υπό τον έλεγχο ή την εξουσία του έγγραφα ή τα στοιχεία σχετικά με την έρευνα, να παράσχει αυτές τις πληροφορίες, τα έγγραφα ή στοιχεία στην Υπηρεσία και, εάν τούτο είναι αναγκαίο, δύναται να απαιτήσει από το πρόσωπο αυτό να προσέλθει στην Υπηρεσία για το σκοπό αυτό:

Νοείται ότι, για την απόκτηση πληροφοριών, εγγράφων ή στοιχείων που αφορούν παράπονα ή λογαριασμούς συγκεκριμένου πελάτη εξασφαλίζεται εκ των προτέρων η έγγραφη συγκατάθεσή του.

(2) Πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται οποιαδήποτε απαίτηση δυνάμει του εδαφίου (1) υποχρεούται να συμμορφωθεί με την απαίτηση αυτή, επιφυλασσομένων των ασυλιών και προνομίων που απολαμβάνει μάρτυρας ο οποίος καλείται να εμφανισθεί ενώπιον δικαστηρίου.

(3) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να παρακωλύει ή να παρεμποδίζει, με πράξη ή παράλειψή του, την Υπηρεσία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(4) Οποιοδήποτε πρόσωπο υποχρεούται να συμμορφώνεται με οποιαδήποτε απαίτηση απευθύνεται σε αυτό από την Υπηρεσία δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Εξέταση παραβάσεων

23.-(1) Η Υπηρεσία εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα, παραβάσεις οποιασδήποτε απαγορευτικής ή προστατευτικής των συμφερόντων των καταναλωτών διάταξης του παρόντος Νόμου από πιστωτικούς φορείς και μεσίτες πιστώσεων.

(2) Όταν η Υπηρεσία, κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση παραπόνου ή αυτεπάγγελτη έρευνα, διαπιστώσει παράβαση οποιασδήποτε απαγορευτικής ή προστατευτικής των συμφερόντων των καταναλωτών διάταξης του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέργειες είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ανάλογα με τη φύση, τη διάρκεια και τη βαρύτητα της παράβασης:

(α) να διατάξει ή να συστήσει στον ενδιαφερόμενο παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον ή, σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας, να βεβαιώσει με απόφασή της την παράβαση,

(β) να διατάξει ή να συστήσει στον παραβάτη τη λήψη διορθωτικών μέτρων που κατά την κρίση της αποκαθιστούν την παράνομη κατάσταση που δημιούργησε η παράβαση,

(γ) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, ύψους μέχρι και το πέντε τοις εκατόν (5%) του κύκλου εργασιών του παραβάτη, το οποίο σε καμία περίπτωση δε θα ξεπερνά τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), κατά το έτος μέσα στο οποίο συντελέστηκε η παράβαση ή κατά το αμέσως προηγούμενο της παράβασης έτος,

(δ) σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700), για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής, ή/και

(ε) να υποβάλει αίτηση προς το δικαστήριο για την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση της, ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25.

(3) Κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση οποιασδήποτε παράβασης, η Υπηρεσία δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης έναντι του καταναλωτή από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.

(4) Η Υπηρεσία αιτιολογεί δεόντως την απόφασή της σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2).

Επιβολή προστίμων

24.-(1) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 23 διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται στον παραβάτη, με αιτιολογημένη απόφαση της Υπηρεσίας που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο παραβάτη ή εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.

(2) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.

(3) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την Υπηρεσία όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146 του συντάγματος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (2) η εν λόγω προθεσμία αρχίζει, από την κοινοποίηση στον παραβάτη της απόφασης του Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής.

(4) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την Υπηρεσία διοικητικών προστίμων, η Υπηρεσία λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Έκδοση διαταγμάτων

25.-(1) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 23 έχει εξουσία να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-

(α) την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης·

(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών κατά την κρίση του δικαστηρίου μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβαση·

(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης· και/ή

(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

(2) Το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να αφορά όχι μόνο τις συγκεκριμένες πράξεις, παραλείψεις ή τη συμπεριφορά του πιστωτικού φορέα έναντι του συγκεκριμένου καταναλωτή, αλλά και παρόμοιες μελλοντικές πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά αυτού έναντι των καταναλωτών γενικά.

Οδηγίες της Υπηρεσίας αναφορικά με ανακοινώσεις και αγγελίες

26.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Υπηρεσία δύναται, με τρόπο που αυτή θεωρεί κατάλληλο, να εκδίδει οδηγίες ως προς τη μορφή, το περιεχόμενο, τη θέση και το μέγεθος οποιασδήποτε ανακοίνωσης ή αγγελίας που απαιτείται να δημοσιεύεται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται ή αφορά οδηγία, η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), υποχρεούται να συμμορφώνεται με την οδηγία αυτή.

Δημοσιοποίηση αποφάσεων και πληροφοριών

27. Η Υπηρεσία-

(α) δημοσιοποιεί αποφάσεις για επιβολή διοικητικών προστίμων και δικαστικά διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και

(β) μεριμνά για τη δημοσιοποίηση τέτοιων πληροφοριών, συμβουλών και αποφάσεων της αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, τις οποίες θεωρεί χρήσιμες για την εξυπηρέτηση του κοινού καθώς και όλων των προσώπων που ενδεχομένως επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Ευθύνη αξιωµατούχων νοµικών προσώπων

28. Όταν παράβαση δυνάμει του παρόντος Νόμου διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, συνενοχή ή έγκριση ή έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου που φαίνεται ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, το φυσικό αυτό πρόσωπο είναι επίσης ένοχο της προαναφερθείσας παράβασης.

ΜΕΡΟΣ VI ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αναγκαστικός χαρακτήρας των διατάξεων

29.-(1) Κάθε δικαίωμα ή προστασία που παρέχεται σε καταναλωτή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου απαγορεύεται να αναιρεθεί ή να περιοριστεί με οποιοδήποτε συμβατικό όρο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και οποιοσδήποτε τέτοιος όρος που τυχόν εισάγεται σε οποιαδήποτε συμφωνία είναι άκυρος.

(2) Απαγορεύεται σε πιστωτικό φορέα να διατυπώνει την πιστωτική σύμβαση κατά τρόπο που να καταστρατηγεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ιδιαίτερα με την ενσωμάτωση αναλήψεων ή συμβάσεων πίστωσης, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου σε συμβάσεις πίστωσης ο χαρακτήρας ή ο σκοπός των οποίων επιτρέπει τη μη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Επιλογή εφαρμοστέου δικαίου

30. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη οποιουδήποτε συμβατικού όρου ο οποίος καθιστά ή σκοπεί να καταστήσει εφαρμοστέο στη σύμβαση το δίκαιο επικράτειας όπου η Οδηγία 2008/48/ΕΚ δεν εφαρμόζεται, σε περίπτωση που η σύμβαση πίστωσης συνδέεται στενά με το έδαφος της Δημοκρατίας εφαρμόζεται ο παρών Νόμος.

Εξωδικαστική επίλυση διαφορών

31. Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων οφείλουν να συνεργάζονται με τον Ενιαίο Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης ή με τον Έφορο Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών, ανάλογα με τη περίπτωση ή με κάθε άλλο φορέα και αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη δια νόμου με την εξέταση καταγγελιών και παραπόνων από καταναλωτές με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις πίστωσης οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.

Κανονισµοί

32. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόµου.

Επιφυλάξεις

33.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόµος δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις πίστωσης που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση συμβάσεων πίστωσης αόριστης διάρκειας που βρίσκονται σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται διατάξεις των άρθρων 11, 12, 13, 17 και της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2) του άρθρου 18.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

(Άρθρο 2)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ:

 

1. Υπεραναλήψεις

2. Καταναλωτική Πίστη που προσφέρεται από ορισμένους Πιστωτικούς οργανισμούς σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 3 του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου του 2010

3. Μετατροπή χρεών

 

Ι. Στοιχεία ταυτότητας και στοιχεία επαφής του πιστωτικού φορέα/μεσίτη πιστώσεων

Πιστωτικός φορέας

Διεύθυνση

Ηλεκτρονική διεύθυνση [*]

Αριθμός φαξ [*]

Διεύθυνση ιστοτόπου [*]

[Στοιχεία ταυτότητας]

[Γεωγραφική διεύθυνση που χρησιμοποιείται για

την επαφή με τον καταναλωτή]

Κατά περίπτωση

Μεσίτης

Διεύθυνση

Αριθμός τηλεφώνου [*]

Ηλεκτρονική διεύθυνση [*]

Αριθμός φαξ [*]

Διεύθυνση ιστοτόπου [*]

[Στοιχεία ταυτότητας]

[Γεωγραφική διεύθυνση που χρησιμοποιείται για

την επαφή με τον καταναλωτή]

[*] Οι πληροφορίες αυτές είναι προαιρετικές για τον πιστωτικό φορέα.

Όπου σημειώνεται "κατά περίπτωση", ο πιστωτικός φορέας πρέπει να συμπληρώνει το τετραγωνίδιο εάν οι πληροφορίες αφορούν το πιστωτικό προϊόν ή να διαγράφει τις σχετικές πληροφορίες ή ολόκληρη τη σειρά εάν οι πληροφορίες δεν αφορούν τον συγκεκριμένο τύπο πίστωσης.

Οι μεταξύ αγκυλών ενδείξεις παρέχουν εξηγήσεις στον πιστωτικό φορέα και πρέπει να αντικαθίστανται από τις αντίστοιχες πληροφορίες.

 

ΙΙ. Περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του πιστωτικού προϊόντος

Είδος πίστωσης

Συνολικό ποσό της πίστωσης

Δηλαδή το ανώτατο όριο ή τα

συνολικά ποσά που διατίθενται βάσει

της σύμβασης πίστωσης


Διάρκεια της σύμβασης πίστωσης

Κατά περίπτωση

Πιθανό να σας ζητηθεί να εξοφλήσετε

το ποσό της πίστωσης στο ακέραιο και

ανά πάσα στιγμή μόλις σας ζητηθεί

 

ΙΙΙ. Κόστος της πίστωσης

Το χρεωστικό επιτόκιο, ή κατά

περίπτωση τα διάφορα χρεωστικά

επιτόκια που εφαρμόζονται στη

σύμβαση πίστωσης

[ %

- σταθερό, ή

- μεταβλητό (με τον δείκτη ή το επιτόκιο

αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό

χρεωστικό επιτόκιο)

- περίοδοι]

Κατά περίπτωση

Συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο

(ΣΕΠΕ)Πρόκειται για το συνολικό κόστος

εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό της

συνολικής πίστωσης. Το συνολικό ετήσιο

πραγματικό επιτόκιο βοηθά στη σύγκριση

διαφόρων προσφορών

[ % Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατεθεί

αντιπροσωπευτικό παράδειγμα που να

αναφέρει όλα τα τεκμήρια για τον υπολογισμό

του επιτοκίου]

Κατά περίπτωση

Έξοδα

Κατά περίπτωση

Προϋποθέσεις υπό τις οποίες

είναι δυνατόν να τροποποιηθούν

τα έξοδα αυτά

[Το εφαρμοζόμενο κόστος από τη στιγμή

που συνάπτεται η σύμβαση πίστωσης]

Έξοδα σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής

Θα επιβαρυνθείτε με [.... (εφαρμοστέα

επιτόκια και μέθοδος αναπροσαρμογής τους

και, κατά περίπτωση, πρόστιμα μη καταβολής)]

για τις μη πραγματοποιηθείσες καταβολές

 

IV. Άλλες σημαντικές νομικές πτυχές

Καταγγελία της σύμβασης πίστωσης

[Προϋποθέσεις και διαδικασία της καταγγελίας

μιας σύμβασης πίστωσης]

Έρευνα σε βάση δεδομένων

Ο πιστωτικός φορέας πρέπει να σας

πληροφορήσει αμέσως και δωρεάν για

τα αποτελέσματα έρευνας σε βάση

δεδομένων, εφόσον η αίτηση πίστωσης

απορρίπτεται βάσει της εν λόγω έρευνας.

Αυτό δεν ισχύει όταν η παροχή των

σχετικών πληροφοριών απαγορεύεται

από νομοθεσία που ενσωματώνει κοινοτικές

νομικές πράξεις ή αντιβαίνει στη δημόσια

πολιτική ή δημόσια ασφάλεια

Κατά περίπτωση

Χρονική περίοδος κατά την οποία ο

πιστωτικός φορέας δεσμεύεται από τις

προσυμβατικές υποχρεώσεις

Οι πληροφορίες αυτές ισχύουν από ... έως ...

Κατά περίπτωση

 

V. Πρόσθετες πληροφορίες που δίδονται σε περίπτωση που οι πληροφορίες πριν από τη σύναψη της σύμβασης παρέχονται από ορισμένους πιστωτικούς οργανισμούς σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 3 του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου του 2010 ή αφορούν καταναλωτική πίστη για μετατροπή χρεών

Δόσεις και, κατά περίπτωση, σειρά

με την οποία θα κατανεμηθούν οι

δόσεις

Θα πρέπει να καταβάλετε τα εξής:

[Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα πίνακα,

συμπεριλαμβανομένου του ποσού δόσεων, του

αριθμού και της συχνότητας των καταβολών που

θα πραγματοποιήσει ο καταναλωτής]

Συνολικό ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί

Πρόωρη εξόφληση

Έχετε δικαίωμα πρόωρης

εξόφλησης οποτεδήποτε, εν όλω ή εν μέρει

Κατά περίπτωση

Ο πιστωτικός φορέας δικαιούται αποζημίωση

σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης

[Προσδιορισμός της αποζημίωσης (μέθοδος

υπολογισμού) σύμφωνα με τις διατάξεις για

την εφαρμογή του άρθρου 16 του περί των

Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου

Κατά περίπτωση

 

VI. Πρόσθετες πληροφορίες που δίδονται σε περίπτωση εμπορίας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εξ αποστάσεως

(α) Όσον αφορά τον πιστωτικό

φορέα

Κατά περίπτωση

Εκπρόσωπος του πιστωτικού φορέα

στο κράτος μέλος κατοικίας σας

[Στοιχεία ταυτότητας]

Διεύθυνση

Αριθμός τηλεφώνου [*]

Ηλεκτρονική διεύθυνση [*]

Αριθμός φαξ [*]

Διεύθυνση ιστοτόπου [*]

 

[Γεωγραφική διεύθυνση που θα χρησιμοποιεί

ο καταναλωτής]

Κατά περίπτωση

Εγγραφή σε μητρώο

[Κατά περίπτωση, εμπορικό μητρώο στο οποίο

είναι εγγεγραμμένος ο πιστωτικός φορέας και

αριθμός καταχώρισής του ή ανάλογο μέσο

ταυτοποίησής του στο μητρώο αυτό]

Κατά περίπτωση

Εποπτική αρχή

(β) Όσον αφορά τη σύμβαση

πίστωσης

Δικαίωμα υπαναχώρησης

Έχετε το δικαίωμα να

υπαναχωρήσετε από την

πιστωτική σύμβαση εντός

14 ημερολογιακών ημερών

 

Κατά περίπτωση

 

Άσκηση του δικαιώματος

υπαναχώρησης

Ναι/όχι

[Πρακτικές οδηγίες για την άσκηση του

δικαιώματος υπαναχώρησης, οι οποίες

αναφέρουν, μεταξύ άλλων, τη διεύθυνση

στην οποία πρέπει να αποσταλεί η

κοινοποίηση της άσκησης του δικαιώματος

υπαναχώρησης· συνέπειες της μη

άσκησης του δικαιώματος]

Κατά περίπτωση

 

Δίκαιο το οποίο εφάρμοσε ο

πιστωτικός φορέας στις σχέσεις

του με τον καταναλωτή πριν από

τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης

Κατά περίπτωση

 

Όρος σχετικά με το δίκαιο που

διέπει τη σύμβαση πίστωσης και/ή

το αρμόδιο δικαστήριο

[Παρατίθεται ο σχετικός όρος]

Κατά περίπτωση

Γλωσσικό καθεστώς

Οι πληροφορίες και οι συμβατικοί

όροι παρέχονται στα [συγκεκριμένη

γλώσσα]. Με τη συγκατάθεσή σας,

σκοπεύουμε να επικοινωνούμε

στα [συγκεκριμένη γλώσσα/γλώσσες]

κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης

(γ) Όσον αφορά την επανόρθωση

Εξωδικαστικές διαδικασίες και

μηχανισμοί επανόρθωσης

[Εάν υφίστανται εξωδικαστικές

διαδικασίες και μηχανισμός

επανόρθωσης για τον καταναλωτή

ο οποίος συμμετέχει στη σύμβαση

εξ αποστάσεως και, εάν ναι,

τρόπος πρόσβασης σε αυτά]

[*] Οι πληροφορίες αυτές είναι προαιρετικές για τον πιστωτικό φορέα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

(Άρθρα 2 και 5)

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

 

Ι. Στοιχεία ταυτότητας και στοιχεία επαφής του πιστωτικού φορέα/μεσίτη πιστώσεων

Πιστωτικός φορέας

Διεύθυνση

 

Αριθμός τηλεφώνου [*]

Ηλεκτρονική διεύθυνση [*]

Αριθμός φαξ [*]

Διεύθυνση ιστοτόπου [*]

Στοιχεία ταυτότητας:

[Γεωγραφική διεύθυνση

που χρησιμοποιείται από

τον καταναλωτή]

Κατά περίπτωση

Μεσίτης

Διεύθυνση

Αριθμός τηλεφώνου [*]

Ηλεκτρονική διεύθυνση [*]

Αριθμός φαξ [*]

Διεύθυνση ιστοτόπου [*]

[Στοιχεία ταυτότητας]

 

[Γεωγραφική διεύθυνση που

χρησιμοποιείται από τον

καταναλωτή]

[*] Οι πληροφορίες αυτές είναι προαιρετικές για τον πιστωτικό φορέα

 

Όπου σημειώνεται "κατά περίπτωση", ο πιστωτικός φορέας πρέπει να συμπληρώνει το τετραγωνίδιο εάν οι πληροφορίες αφορούν το πιστωτικό προϊόν ή να διαγράφει τις σχετικές πληροφορίες ή ολόκληρη τη σειρά, εάν οι πληροφορίες δεν αφορούν τον συγκεκριμένο τύπο πίστωσης.

Οι μεταξύ αγκυλών ενδείξεις παρέχουν εξηγήσεις στον πιστωτικό φορέα και πρέπει να αντικαθίστανται από τις αντίστοιχες πληροφορίες.

 

 

ΙΙ. Περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του πιστωτικού προϊόντος

Είδος πίστωσης

Συνολικό ποσό της πίστωσης

Δηλαδή το ανώτατο όριο ή τα

συνολικά ποσά που διατίθενται

βάσει της σύμβασης πίστωσης

Όροι που διέπουν την ανάληψη

Δηλαδή πώς και πότε θα λάβετε τα

χρήματα

Διάρκεια της σύμβασης πίστωσης

Δόσεις και, κατά περίπτωση, σειρά

με την οποία θα κατανεμηθούν οι

δόσεις

Θα πρέπει να καταβάλετε τα εξής: [Ποσό,

αριθμός και συχνότητα των καταβολών

στις οποίες θα προβεί ο καταναλωτής]

Οι τόκοι και/ή τα τέλη θα καταβληθούν ως εξής:

Το συνολικό ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί

Δηλαδή το ποσό του κεφαλαίου δανεισμού

συν τους τόκους και τις ενδεχόμενες δαπάνες

που σχετίζονται με την πίστωση

[Άθροισμα του συνολικού ποσού της πίστωσης

και του συνολικού κόστους της πίστωσης]

Κατά περίπτωση

Πίστωση χορηγούμενη υπό μορφή

προθεσμιακής καταβολής για αγαθό ή υπηρεσία,

ή σχετιζόμενη με την παροχή συγκεκριμένου

αγαθού ή με την παροχή υπηρεσίας

Όνομα αγαθού/υπηρεσίας

Τιμή μετρητοίς

Κατά περίπτωση

Απαιτούμενες εγγυήσεις

Πρόκειται για περιγραφή της εγγύησης

που θα παρασχεθεί σε σχέση με

τη σύμβαση πίστωσης

[Είδος εγγυήσεων]

Κατά περίπτωση

Οι εξοφλήσεις δε συνεπάγονται

άμεση απόσβεση του κεφαλαίου

 

 

ΙΙΙ. Κόστος της πίστωσης

Το χρεωστικό επιτόκιο, ή,

ενδεχομένως, τα διάφορα χρεωστικά

επιτόκια που εφαρμόζονται στη

σύμβαση πίστωσης

[ %

- σταθερό, ή

- μεταβλητό (με τον δείκτη ή το επιτόκιο

αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό

χρεωστικό επιτόκιο)

- περίοδοι]

Συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο

(ΣΕΠΕ)

Πρόκειται για το συνολικό κόστος

που εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό της

συνολικής πίστωσης.

 

Το ΣΕΠΕ βοηθά στη σύγκριση διαφόρων

προσφορών

[ % Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να

παρατεθεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα

που να περιλαμβάνει όλα τα χρησιμοποιηθέντα

τεκμήρια για τον υπολογισμό του επιτοκίου]

Είναι υποχρεωτικό, για τη λήψη της πίστωσσης

ή για τη λήψη της σύμφωνα με τους εμπορικούς

όρους και προϋποθέσεις, η συνομολόγηση

- ασφάλισης που να εξασφαλίζει την πίστωση, ή

- άλλης σύμβασης συμπληρωματικής υπηρεσίας,

Εάν ο πιστωτικός φορέας δεν γνωρίζει εκ των

προτέρων το κόστος αυτών των υπηρεσιών,

δεν το περιλαμβάνει στο ΣΕΠΕ

Ναι/Όχι [εάν ναι, αναφέρατε το είδος

ασφάλισης]

Ναι/Όχι [εάν ναι, αναφέρατε το είδος

συμπληρωματικής υπηρεσίας]

Συναφή έξοδα

Κατά περίπτωση

Απαιτείται η τήρηση λογαριασμού

ή λογαριασμών στους οποίους να

εγγράφονται τόσο οι καταβολές όσο

και οι αναλήψεις

Κατά περίπτωση

Ποσό των εξόδων για τη χρήση

συγκεκριμένου μέσου πληρωμής

(π.χ. πιστωτικής κάρτας)

Κατά περίπτωση

Οποιαδήποτε άλλα έξοδα που

προκύπτουν από τη σύμβαση

πίστωσης

Κατά περίπτωση

Προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι

δυνατόν να τροποποιηθούν τα

προαναφερθέντα έξοδα τα σχετικά με

την πιστωτική συμφωνία

Κατά περίπτωση

Υποχρέωση καταβολής

συμβολαιογραφικής αμοιβής

Έξοδα σε περίπτωση καθυστέρησης

καταβολής

Η παράλειψη καταβολής ενδέχεται να

έχει σοβαρές συνέπειες (π.χ. αναγκαστική πώληση)

και να καθιστά τη χορήγηση πίστωσης δυσκολότερη

Θα επιβαρυνθείτε με [....(τα εφαρμοστέα

επιτόκια και μέθοδος αναπροσαρμογής

τους και, ενδεχομένως, πρόστιμα

μη καταβολής)] για καθυστερημένες

καταβολές

 

IV. Άλλες σημαντικές νομικές πτυχές

Δικαίωμα υπαναχώρησης

Έχετε το δικαίωμα να

υπαναχωρήσετε από την

πιστωτική σύμβαση εντός

14 ημερολογιακών ημερών

Ναι/όχι

Πρόωρη εξόφληση

Έχετε το δικαίωμα πρόωρης

εξόφλησης οποτεδήποτε, εν

όλω ή εν μέρει

Κατά περίπτωση

Ο πιστωτικός φορέας

δικαιούται αποζημίωση

σε περίπτωση πρόωρης

εξόφλησης

[Προσδιορισμός της αποζημίωσης

(μέθοδος υπολογισμού) σύμφωνα

με το άρθρο 16 του περί Συμβάσεων

Καταναλωτικής Πίστης Νόμου, όπως

τροποποιείται ή αντικαθίσταται εκάστοτε]

Έρευνα σε βάση δεδομένων

Ο πιστωτικός φορέας πρέπει

να σας πληροφορήσει αμέσως

και δωρεάν για τα αποτελέσματα

έρευνας σε βάση δεδομένων,

εφόσον η αίτηση πίστωσης

απορρίπτεται βάσει της εν λόγω

έρευνας. Αυτό δεν ισχύει όταν

η παροχή των σχετικών

πληροφοριών απαγορεύεται

από νομοθεσία που ενσωματώνει

κοινοτικές νομικές πράξεις ή

αντιβαίνει στη δημόσια πολιτική

ή δημόσια ασφάλεια

Δικαίωμα σε αντίγραφο της

σύμβασης πίστωσης

Έχετε το δικαίωμα να λάβετε

από τον πιστωτικό φορέα/μεσίτη

πίστωσης, κατόπιν αιτήσεως,

αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης

πίστωσης. Η παρούσα διάταξη δεν

ισχύει, εάν, κατά το χρόνο της

αίτησης ο πιστωτής δεν επιθυμεί

να συνάψει πιστωτική σύμβαση

με τον καταναλωτή

Κατά περίπτωση

Χρονική περίοδος κατά την

οποία ο πιστωτικός φορέας

δεσμεύεται από τις πληροφορίες

που παρέχει πριν από τη σύναψη

της σύμβασης

Οι πληροφορίες αυτές ισχύουν από ..... έως ....

Κατά περίπτωση

 

 

 

V. Πρόσθετες πληροφορίες σε περίπτωση εμπορίας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εξ αποστάσεως

(α) Όσον αφορά τον πιστωτικό

φορέα

Κατά περίπτωση

Εκπρόσωπος του πιστωτικού φορέα

στο κράτος μέλος κατοικίας σας

 

Διεύθυνση

Αριθμός τηλεφώνου [*]

Ηλεκτρονική διεύθυνση [*]

Αριθμός φαξ [*]

Διεύθυνση ιστοτόπου [*]

[Στοιχεία ταυτότητας]

[Γεωγραφική διεύθυνση που

θα χρησιμοποιεί ο καταναλωτής]

Κατά περίπτωση

Εγγραφή σε μητρώο

[Κατά περίπτωση, εμπορικό

μητρώο στο οποίο είναι

εγγεγραμμένος ο πιστωτικός

φορέας και αριθμός καταχώρισής

του ή ανάλογο μέσο ταυτοποίησής

του στο μητρώο αυτό]

Κατά περίπτωση

Αρμόδια εποπτική αρχή

(β) Όσον αφορά τη σύμβαση

πίστωσης

Κατά περίπτωση

Άσκηση του δικαιώματος

υπαναχώρησης

[Πρακτικές οδηγίες για την

άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης,

μεταξύ άλλων περίοδος κατά την

οποία ασκείται· διεύθυνση προς την

οποία πρέπει να αποσταλεί η κοινοποίηση

της άσκησης του δικαιώματος

υπαναχώρησης· συνέπειες της μη άσκησης

του δικαιώματος]

Κατά περίπτωση

Δίκαιο το οποίο εφήρμοσε ο

πιστωτικός φορέας στις σχέσεις

του με τον καταναλωτή πριν από

τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης

Κατά περίπτωση

Όρος σχετικά με το δίκαιο που

διέπει τη σύμβαση πίστωσης και/ή

το αρμόδιο δικαστήριο

[Παρατίθεται ο σχετικός όρος]

Κατά περίπτωση

Γλωσσικό καθεστώς

Οι πληροφορίες και οι συμβατικοί

όροι παρέχονται στα [συγκεκριμένη

γλώσσα]. Με τη συγκατάθεσή σας,

σκοπεύουμε να επικοινωνούμε

στα [συγκεκριμένη γλώσσα/γλώσσες]

κατά τη διάρκεια της σύμβασης

πίστωσης

(γ) Όσον αφορά την επανόρθωση

Ύπαρξη εξωδικαστικών διαδικασιών

υποβολής ενστάσεων και προσφυγών

[Εάν υφίστανται εξωδικαστικές

διαδικασίες υποβολής ενστάσεων

και προσφυγών για τον καταναλωτή,

ο οποίος συμμετέχει στη σύμβαση

εξ αποστάσεως και, εάν ναι, τρόπος

πρόσβασης σε αυτές]

[*] Οι πληροφορίες αυτές είναι προαιρετικές για τον πιστωτικό φορέα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

(Άρθρα 5 και 19)

Εξίσωση Υπολογισμού του Συνολικού Ετήσιου Πραγματικού Επιτοκίου και

Πρόσθετα Κριτήρια

 

Ι. Βασική εξίσωση που εκφράζει την ισοδυναμία των

αναλήψεων, αφενός, και των εξοφλητικών δόσεων

και καταβολών, αφετέρου

Η βασική εξίσωση, με την οποία προσδιορίζεται το

συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ), εκφράζει

σε ετήσια βάση την ισοδυναμία μεταξύ του αθροίσματος

της παρούσας αξίας των αναλήψεων, αφενός, και του

αθροίσματος της παρούσας αξίας των ποσών των

εξοφλητικών δόσεων και των καταβολών, αφετέρου,

ήτοι:

 

"PHOTO ΤΥΠΟΣ"

 

 

όπου:

X | είναι το ΣΕΠΕ, |

m | είναι ο αύξων αριθμός της τελευταίας ανάληψης, |

k | είναι ο αύξων αριθμός μιας ανάληψης, με 1 ≤ k ≤ m, |

Ck | είναι το ποσό της υπ’ αριθμόν k ανάληψης, |

tk | είναι το χρονικό διάστημα, που εκφράζεται

σε έτη και κλάσματα έτους, μεταξύ της ημερομηνίας

της πρώτης ανάληψης και της ημερομηνίας κάθε

νέας ανάληψης, με t1 = 0, |

m' | είναι ο αύξων αριθμός της τελευταίας

εξοφλητικής δόσης ή καταβολής, |

l | είναι ο αύξων αριθμός μιας εξοφλητικής

δόσης ή καταβολής, |

Dl | είναι το ποσό μιας εξοφλητικής

δόσης ή καταβολής, |

sl | είναι το χρονικό διάστημα, που εκφράζεται

σε έτη και κλάσματα έτους, μεταξύ της ημερομηνίας

της πρώτης ανάληψης και της ημερομηνίας κάθε

εξοφλητικής δόσης ή καταβολής. |

Παρατηρήσεις:

(α) Τα ποσά που καταβάλλονται και από τις δύο

πλευρές σε διαφορετικές χρονικές στιγμές δεν είναι

κατ’ ανάγκη ίσα ούτε καταβάλλονται κατ’ ανάγκη

ανά ίσα διαστήματα.

 

(β) Εναρκτήρια ημερομηνία είναι η ημερομηνία

της πρώτης ανάληψης.

(γ) Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των

ημερομηνιών που λαμβάνονται υπόψη κατά

τον υπολογισμό εκφράζεται σε έτη ή κλάσματα

έτους∙ το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες

(για τα δίσεκτα έτη 366 ημέρες), 52 εβδομάδες

ή 12 ισόχρονους μήνες. Ο ισόχρονος μήνας

έχει 30,41666 ημέρες δηλαδή 365/12, είτε

ανήκει σε δίσεκτο έτος είτε όχι.

(δ) Το αποτέλεσμα του υπολογισμού εκφράζεται

με ακρίβεια ενός δεκαδικού ψηφίου. Εάν το επόμενο

δεκαδικό ψηφίο είναι μεγαλύτερο ή ίσο του 5, το

πρώτο δεκαδικό ψηφίο αυξάνεται κατά τη μονάδα.

(ε) Η εξίσωση μπορεί να ξαναγραφεί με τη χρήση

ενός μόνο αθροιστικού συμβόλου και με την

εισαγωγή της έννοιας των χρηματικών ροών

(Ak), που θα έχουν είτε θετικό είτε αρνητικό

πρόσημο, είτε δηλαδή θα καταβάλλονται είτε

θα εισπράττονται κατά τις χρονικές περιόδους 1

έως k, αντίστοιχα, και εκφράζονται σε έτη, ήτοι:

 

"PHOTO ΤΥΠΟΣ"

 

 

όπου S είναι το υπόλοιπο της παρούσας

αξίας των ροών∙ η τιμή του πρέπει να είναι

μηδενική, εάν ο σκοπός είναι να διατηρηθεί

η ισοδυναμία.

II. Τα πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του

συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου είναι τα εξής:

(α) Εάν η σύμβαση πίστωσης δίνει στον καταναλωτή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, θεωρείται ότι πραγματοποιείται πλήρης και άμεση ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης.

(β) Εάν η σύμβαση πίστωσης δίνει γενικά στον καταναλωτή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, αλλά επιβάλλει, μεταξύ των διαφόρων τρόπων ανάληψης, περιορισμό ως προς το ποσό και τη χρονική περίοδο, θεωρείται ότι το ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται κατά την πρώτη ημερομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση και σύμφωνα με τα καθοριζόμενα όρια ανάληψης.

(γ) Εάν η σύμβαση πίστωσης προβλέπει διαφορετικούς τρόπους ανάληψης με διαφορετικές επιβαρύνσεις ή χρεωστικά επιτόκια, θεωρείται ότι το συνολικό ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται με την υψηλότερη επιβάρυνση και χρεωστικό επιτόκιο που ισχύει για την κατηγορία των αναλήψεων που χρησιμοποιούνται συχνότερα στο πλαίσιο της εν λόγω κατηγορίας σύμβασης πίστωσης.

(δ) Σε περίπτωση διευκόλυνσης υπερανάληψης, θεωρείται ότι πραγματοποιείται πλήρης ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Εάν η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης δεν είναι γνωστή, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο υπολογίζεται βάση της παραδοχής ότι η διάρκεια της σύμβασης είναι τρίμηνη.

(ε) Στην περίπτωση μιας σύμβασης πίστωσης αόριστης διάρκειας, εκτός της διευκόλυνσης υπερανάληψης θεωρείται ότι:

(i) Η πίστωση χορηγείται για περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης και ότι με την τελική πληρωμή που πραγματοποιεί ο καταναλωτής εξοφλείται κάθε υπόλοιπο από κεφάλαιο, τόκους και τυχόν άλλες επιβαρύνσεις·

(ii) το κεφάλαιο εξοφλείται από τον καταναλωτή σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης έναν μήνα μετά την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης. Ωστόσο, όταν το κεφάλαιο πρέπει να εξοφληθεί πλήρως μόνο με εφάπαξ, σε κάθε περίοδο πληρωμής, οι διαδοχικές αναλήψεις και εξοφλήσεις ολόκληρου του κεφαλαίου από τον καταναλωτή θεωρείται ότι πραγματοποιούνται εντός περιόδου ενός έτους. Οι τόκοι και οι άλλες επιβαρύνσεις εφαρμόζονται σύμφωνα με τις εν λόγω αναλήψεις και εξοφλήσεις του κεφαλαίου και όπως προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, μια σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας είναι μια σύμβαση πίστωσης χωρίς σταθερή διάρκεια και περιλαμβάνει πιστώσεις που πρέπει να εξοφληθούν πλήρως εντός μιας περιόδου ή με τη λήξη της αλλά, μόλις εξοφληθούν, είναι εκ νέου διαθέσιμες για ανάληψη.

(στ) Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης πλην των υπεραναλήψεων και των πιστώσεων αόριστης διάρκειας που αναφέρονται στα κριτήρια των παραγράφων (δ) και (ε)·

(i) εάν η ημερομηνία ή το ποσό εξόφλησης του κεφαλαίου που πρέπει να πραγματοποιήσει ο καταναλωτής δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν, θεωρείται ότι η εξόφληση πραγματοποιείται την πρώτη ημερομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης και για το χαμηλότερο ποσό το οποίο προβλέπει η σύμβαση πίστωσης·

(ii) εάν η ημερομηνία σύναψης της σύμβασης πίστωσης δεν είναι γνωστή, η ημερομηνία της αρχικής ανάληψης θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία που έχει ως αποτέλεσμα το συντομότερο διάστημα μεταξύ της εν λόγω ημερομηνίας και της ημερομηνίας πρώτης πληρωμής που θα πραγματοποιήσει ο καταναλωτής.

(ζ) Όταν η ημερομηνία ή το ποσό πληρωμής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο καταναλωτής δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν βάσει της σύμβασης πίστωσης ή βάσει των κριτηρίων των παραγράφων (δ), (ε) ή (στ), θεωρείται ότι η πληρωμή γίνεται σύμφωνα με τις ημερομηνίες και τους όρους που απαιτεί ο πιστωτής και, όταν αυτά δεν είναι γνωστά -

(i) οι τόκοι καταβάλλονται μαζί με τις εξοφλήσεις του κεφαλαίου·

(ii) η επιβάρυνση που δεν έχει σχέση με τόκο, εκφραζόμενη ως κατ' αποκοπή ποσό, πληρώνεται την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης πίστωσης·

(iii) οι επιβαρύνσεις που δεν έχουν σχέση με τόκο, εκφραζόμενες ως διάφορες πληρωμές, καταβάλλονται σε τακτά διαστήματα, αρχής γενομένης από την ημερομηνία της πρώτης εξόφλησης του κεφαλαίου, και, αν το ποσό των πληρωμών αυτών δεν είναι γνωστό, θεωρούνται ισόποσες·

(iv) με την τελική πληρωμή εξοφλείται κάθε υπόλοιπο κεφαλαίου, τόκων και άλλων επιβαρύνσεων, αν υπάρχουν.

(η) Το εφαρμοζόμενο ανώτατο όριο της πίστωσης, εάν δεν έχει συμφωνηθεί ήδη, θεωρείται ότι ανέρχεται σε 1500 ευρώ.

(θ) Εάν προσφέρονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια και επιβαρύνσεις για περιορισμένο διάστημα ή ποσό, ως χρεωστικό επιτόκιο και επιβαρύνσεις θεωρούνται τα υψηλότερα για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης.

(ι) Όσον αφορά τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης για τις οποίες συμφωνείται σταθερό χρεωστικό επιτόκιο σε σχέση με την αρχική περίοδο, στο τέλος της οποίας καθορίζεται νέο χρεωστικό επιτόκιο το οποίο εν συνεχεία προσαρμόζεται περιοδικά βάσει συμφωνηθέντος δείκτη, ο υπολογισμός του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου βασίζεται στην παραδοχή ότι, στο τέλος της περιόδου για την οποία έχει καθοριστεί σταθερό χρεωστικό επιτόκιο, το χρεωστικό επιτόκιο είναι ίσο προς εκείνο που ισχύει κατά τον χρόνο υπολογισμού του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου, βάσει της αξίας του συμφωνηθέντος δείκτη κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Σημείωση
5 του Ν. 42(Ι)/2017Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 42(Ι)/2017]

5.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.:δηλαδή ο Ν. 42(Ι)/2017] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου τίθενται σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2018.