2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«δικαστήριο» σημαίνει δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας·
«δυνατότητα υπερανάληψης» σημαίνει ρητή σύμβαση πίστωσης με την οποία πιστωτικός φορέας διαθέτει σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρέχοντος λογαριασμού του καταναλωτή·
«Ενιαίος Φορέας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης» σημαίνει τον φορέα που συνίσταται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου∙
«ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης» σημαίνει τις πληροφορίες που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι∙
«Έφορος Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 4 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου διοριζόμενον Έφορο∙
«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός 2016/2011 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«καταναλωτής» σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο για σκοπούς συναλλαγής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ενεργεί εκτός της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητάς του·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«μεσίτης πιστώσεων» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν ενεργεί ως πιστωτικός φορέας και το οποίο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, έναντι αμοιβής η οποία μπορεί να είναι χρηματική ή να έχει οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθείσα μορφή οικονομικού ανταλλάγματος-
(α) προτείνει ή προσφέρει συμβάσεις πίστωσης στους καταναλωτές·
(β) παρέχει βοήθεια στους καταναλωτές αναλαμβάνοντας προπαρασκευαστικές εργασίες, για τη σύναψη συμβάσεων πίστωσης, άλλων από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο (α)· ή
(γ) συνάπτει συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές εξ ονόματος του πιστωτικού φορέα·
«Οδηγία 2008/48/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου» όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«πιστωτικός φορέας» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·
«σταθερό μέσο» σημαίνει κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·
«σταθερό χρεωστικό επιτόκιο» σημαίνει όρο στη σύμβαση πίστωσης με τον οποίο ο πιστωτής και ο καταναλωτής συμφωνούν για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης ως προς ένα χρεωστικό επιτόκιο ή ως προς πλείονα χρεωστικά επιτόκια για τμηματικές περιόδους, εφαρμόζοντας αποκλειστικά συγκεκριμένο σταθερό ποσοστό:
Νοείται ότι, εάν η σύμβαση πίστωσης δεν ορίζει όλα τα χρεωστικά επιτόκια, το χρεωστικό επιτόκιο τεκμαίρεται ότι ορίζεται μόνο για τις τμηματικές περιόδους, στην περίπτωση των οποίων τα χρεωστικά επιτόκια ορίζονται αποκλειστικά με συγκεκριμένο σταθερό ποσοστό που συμφωνείται κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης·
«σύμβαση πίστωσης» σημαίνει σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, εξαιρουμένης σύμβασης που συνάπτεται για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών ή για την προμήθεια αγαθών του ίδιου είδους, σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής καταβάλλει με δόσεις το τίμημα για τις εν λόγω υπηρεσίες ή αγαθά κατά τη διάρκεια της παροχής τους·
«συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης» σημαίνει σύμβαση πίστωσης στην οποία:
(α) η πίστωση χρησιμεύει αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση σύμβασης που αφορά την προμήθεια συγκεκριμένων αγαθών ή την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας· και
(β) οι δυο συνδεδεμένες συμβάσεις συνιστούν αντικειμενικά μία οικονομική ενότητα· θεωρείται ότι υπάρχει οικονομική ενότητα όταν ο προμηθευτής του αγαθού ή ο πάροχος της υπηρεσίας χρηματοδοτεί ο ίδιος την πίστωση του καταναλωτή ή σε περίπτωση χρηματοδότησης της πίστωσης από τρίτο, εάν ο πιστωτικός φορέας χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του προμηθευτή του αγαθού ή του παρόχου της υπηρεσίας για τη σύναψη ή την προετοιμασία της σύμβασης πίστωσης ή εάν τα συγκεκριμένα αγαθά ή η παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας καθορίζονται ρητώς στη σύμβαση πίστωσης·
«συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο» σημαίνει το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 19·
«συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» σημαίνει το σύνολο των χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων, των τελών, και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, εξαιρουμένων των συμβολαιογραφικών δαπανών και περιλαμβάνει τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα εάν, επιπρόσθετα, η σύναψη της σύμβασης υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·
«συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή» σημαίνει το άθροισμα του συνολικού ποσού της πίστωσης και του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή·
«συνολικό ποσό της πίστωσης» σημαίνει το ανώτατο όριο ή το σύνολο των ποσών που διατίθενται βάσει σύμβασης πίστωσης·
«τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης» σημαίνει τις πληροφορίες που καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ∙
«Υπηρεσία» σημαίνει το Διευθυντή της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και οποιονδήποτε λειτουργό της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών ο οποίος είναι γραπτώς εξουσιοδοτημένος από τον Διευθυντή για να ενεργεί εκ μέρους αυτού·
«υπέρβαση» σημαίνει σιωπηρή αποδοχή υπερανάληψης στο πλαίσιο της οποίας ο πιστωτικός φορέας διαθέτει σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρέχοντος λογαριασμού του καταναλωτή ή τη συμφωνημένη δυνατότητα υπερανάληψης·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
«χρεωστικό επιτόκιο» σημαίνει επιτόκιο εκφραζόμενο ως σταθερό ή μεταβλητό ποσοστό, το οποίο εφαρμόζεται σε ετήσια βάση στο ποσό της πίστωσης που αναλαμβάνεται.