15.-(1) Σε περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση παροχής αγαθών ή υπηρεσιών, σύμφωνα με νομοθεσία που ενσωματώνει κοινοτικές νομικές πράξεις, τότε αυτός δε δεσμεύεται εφεξής από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης.
(2) Σε περίπτωση που τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που καλύπτονται από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης δεν παρέχονται ή παρέχονται μόνο εν μέρει ή δεν πληρούν τους όρους της σύμβασης παροχής τους, ο καταναλωτής δύναται να στραφεί κατά του πιστωτικού φορέα, εφόσον έχει ήδη στραφεί κατά του προμηθευτή και αποτύχει να λάβει από αυτόν την ικανοποίηση την οποία δικαιούται δυνάμει νόμου ή της σύμβασης παροχής αγαθών ή υπηρεσιών.
(3) Το δικαίωμα του καταναλωτή εναντίον του πιστωτικού φορέα μπορεί να ασκηθεί μόνο αφού προηγουμένως επιδιώξει δικαστικώς ικανοποίηση της αξίωσής του από τον προμηθευτή και αποτύχει είτε ολικώς είτε μερικώς να ικανοποιηθεί από αυτόν.
(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν τις διατάξεις νόμου σύμφωνα με τις οποίες ο πιστωτικός φορέας είναι από κοινού και εξολοκλήρου υπεύθυνος για οποιαδήποτε αξίωση του καταναλωτή κατά του προμηθευτή, εάν η αγορά των αγαθών ή των υπηρεσιών από τον προμηθευτή έχει χρηματοδοτηθεί με σύμβαση πίστωσης.