18.-(1) Το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδομάδα σύμφωνα με τις παραγράφους (α), (β), (ε), (στ) και (ζ) του εδαφίου (1) και το εδάφιο (3) του άρθρου 17, είναι ίσο με το ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και μειώνεται ανάλογα εάν πρόκειται για περίοδο μικρότερη της εβδομάδας:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών δε μπορεί να είναι χαμηλότερο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του επόμενου έτους εισφορών:
Νοείται περαιτέρω ότι, το άθροισμα του ποσού των εξουμοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 17 και των υπέρ του ασφαλισμένου πραγματικών και εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών για το έτος εισφορών στο οποίο αναφέρονται δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μία (1) ασφαλιστική μονάδα.
(2) Το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδομάδα, σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 17, είναι ίσο με την εβδομαδιαία αξία των ασφαλιστικών μονάδων, πάνω στις οποίες υπολογίστηκε το ύψος της σχετικής παροχής που καταβλήθηκε στον ασφαλισμένο, σε καμιά περίπτωση όμως, δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και μειώνεται ανάλογα όταν η περίοδος είναι μικρότερη της εβδομάδας:
Νοείται ότι, το ποσό των ανωτέρω εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών συμψηφίζεται με το ποσό των τυχόν πραγματικών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου για την ίδια εβδομάδα.
(3) Το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδομάδα, σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 17, είναι ίσο με την εβδομαδιαία αξία των ασφαλιστικών μονάδων αναφορικά με τις οποίες υπολογίστηκε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής και συμπληρωματικής σύνταξης ανικανότητας, σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και μειώνεται ανάλογα όταν η περίοδος είναι μικρότερη της μιας εβδομάδας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση σύνταξης για μερική ανικανότητα προς εργασία, το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών μειώνεται, κατά την εκατοστιαία αναλογία της αντίστοιχης σύνταξης ανικανότητας:
Νοείται περαιτέρω ότι, το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών συμψηφίζεται με το ποσό των τυχόν πραγματικών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου, για την ίδια εβδομάδα.
(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) εφαρμόζονται για περιόδους εισφοράς που είναι μεταγενέστερες της 31ης Μαρτίου 1983.
(5) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1), (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, «εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών» σημαίνει το ορισμένο για κάθε έτος εισφορών εβδομαδιαίο ποσό ασφαλιστέων αποδοχών, σύμφωνα με το άρθρο 20.
(6) Το εβδομαδιαίο ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 17, είναι ίσο με την εβδομαδιαία αξία του ετήσιου μέσου όρου των ασφαλιστικών μονάδων συμπληρωματικής ασφάλισης του ασφαλισμένου για την περίοδο από τις 6 Οκτωβρίου 1980 ή από την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών, μέσα στο οποίο ο ασφαλισμένος συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαέξι (16) ετών, εάν αυτή είναι μεταγενέστερη της 6ης Οκτωβρίου 1980, μέχρι την τελευταία εβδομάδα εισφορών πριν από τον ουσιώδη χρόνο:
Νοείται ότι, εάν η περίοδος αυτή υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη λαμβάνεται υπόψη η αμέσως προ του ουσιώδους χρόνου περίοδος των πέντε (5) ετών, εάν αυτό είναι ευεργετικότερο για τον ασφαλισμένο:
Νοείται περαιτέρω ότι, εάν ο ασφαλισμένος συμπλήρωσε την ηλικία των είκοσι πέντε (25) ετών μετά τις 6 Οκτωβρίου 1980 λαμβάνεται υπόψη, εφόσον τούτο είναι ευεργετικότερο για τον ασφαλισμένο, η περίοδος από την εβδομάδα εισφορών μέσα στην οποία συμπλήρωσε την ηλικία των είκοσι πέντε (25) ετών μέχρι την τελευταία εβδομάδα πριν από τον ουσιώδη χρόνο, σε καμιά όμως περίπτωση λαμβάνεται υπόψη περίοδος μικρότερη των πέντε (5) ετών.