9.-(1) Ο Επίτροπος επιλαμβάνεται παραπόνων κατά χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων σε σχέση με τα οποία πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Το παράπονο να υποβάλλεται από καταναλωτή·
(β) προτού να υποβληθεί το παράπονο εναντίον χρηματοοικονομικής επιχείρησης στον Επίτροπο, ο καταναλωτής να έχει υποβάλει το παράπονό του στην επηρεαζόμενη χρηματοοικονομική επιχείρηση κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 11·
(γ) η χρηματοοικονομική επιχείρηση, κατά της οποίας υποβάλλεται το παράπονο, να λειτουργούσε κατά το χρόνο στον οποίο αναφέρεται το παράπονο βάσει νομίμως χορηγηθείσας άδειας λειτουργίας ή να λειτουργούσε δυνάμει καθεστώτος ελεύθερης εγκατάστασης:
(2) Με την υποβολή ενός παραπόνου, ο καταναλωτής δύναται να παραπονεθεί εναντίον περισσοτέρων της μιας χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στην ίδια διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι το παράπονο εναντίον της κάθε χρηματοοικονομικής επιχείρησης συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο του παραπόνου.
(3) Ο Επίτροπος δεν επιλαμβάνεται παραπόνου, το οποίο -
(α) αφορά συναλλαγή, που δεν εμπίπτει στις εποπτικές αρμοδιότητες των αρμοδίων εποπτικών αρχών·
(β) κατά την ημέρα υποβολής του, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 12 διαδικασία, είχε ήδη εκδοθεί απόφαση για το ίδιο παράπονο από δικαστήριο της Δημοκρατίας ή ευρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαδικασία για την εξέταση του ίδιου παραπόνου·
(γ) υποβάλλεται στον Επίτροπο μετά την πάροδο είκοσι δύο μηνών (22) από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής έλαβε γνώση ή, που λογικά θα έπρεπε κατά την κρίση του Επιτρόπου να είχε λάβει γνώση της επιβλαβούς πράξης ή παράλειψης της χρηματοοικονομικής επιχείρησης ή του γεγονότος ότι είχε έρεισμα για υποβολή παραπόνου· ή
(δ) κατά την κρίση του Επιτρόπου δεν είχε ως αποτέλεσμα σημαντική ζημία.