9.-(1) Ο Επίτροπος έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες-
(α) Αναλαμβάνει την καθημερινή διαχείριση του Φορέα και την εσωτερική οργάνωση του προσωπικού του Φορέα, σε συνεργασία με τον Βοηθό Επίτροπο·
(β) δέχεται και επιλαμβάνεται παραπόνων κατά χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και σε Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει αυτού αυτού και κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου·
(γ) διορίζει διαμεσολαβητή ως προς την αναδιάρθρωση πιστωτικών διευκολύνσεων μετά από αίτηση του χρεώστη δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIA του παρόντος Νόμου και των Οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
(δ) ασκεί όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες που του ανατίθενται κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και σε Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
(ε) προτείνει στο Συμβούλιο την πρόσληψη προσωπικού ή/και τη σύναψη συμβάσεων με φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την παροχή υπηρεσιών σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμο·
(στ) εφαρμόζει τις αποφάσεις του Συμβουλίου·
(ζ) ετοιμάζει, υποβάλλει και δημοσιεύει εκθέσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20·
(η) καταρτίζει και εκδίδει Οδηγίες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21·
(θ) συνεργάζεται στα θέματα των αρμοδιοτήτων του με τα αρμόδια όργανα άλλων κρατών μελών και με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές της Δημοκρατίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24·
(ι) δύναται, σε συνεργασία με το Φορέα, να εκδίδει ή να δημοσιεύει ενημερωτικά δελτία που να παρέχουν πληροφορίες ή συμβουλές, τις οποίες θεωρεί κατάλληλες με βάση τα παράπονα που υποβλήθηκαν ή βάσει των γραπτών αποφάσεών του·
(ια) τηρεί και δημοσιεύει Ειδικό Μητρώο Διαμεσολαβητών· και
(ιβ) διορίζει εμπειρογνώμονα για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (4).
(1Α) Ο Επίτροπος επιλαμβάνεται παραπόνων κατά χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων σε σχέση με τα οποία πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Το παράπονο να υποβάλλεται από καταναλωτή·
(β) προτού να υποβληθεί το παράπονο εναντίον χρηματοοικονομικής επιχείρησης στον Επίτροπο, ο καταναλωτής να έχει υποβάλει το παράπονό του στην επηρεαζόμενη χρηματοοικονομική επιχείρηση κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 11·
(γ) η χρηματοοικονομική επιχείρηση, κατά της οποίας υποβάλλεται το παράπονο, να λειτουργούσε κατά το χρόνο στον οποίο αναφέρεται το παράπονο βάσει νομίμως χορηγηθείσας άδειας λειτουργίας ή να λειτουργούσε δυνάμει καθεστώτος ελεύθερης εγκατάστασης ή να εποπτευόταν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δυνάμει της εναρμονιστικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167 στο ημεδαπό δίκαιο:
(1Β) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1Α), ο Επίτροπος επιλαμβάνεται επιπροσθέτως, παραπόνου επιλέξιμου οφειλέτη κατά χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, το οποίο υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.
(2) Με την υποβολή ενός παραπόνου, ο καταναλωτής δύναται να παραπονεθεί εναντίον περισσοτέρων της μιας χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στην ίδια διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι το παράπονο εναντίον της κάθε χρηματοοικονομικής επιχείρησης συνδέεται άμεσα με το ίδιο αντικείμενο με αυτό του παραπόνου.
(3) Ο Επίτροπος δεν επιλαμβάνεται παραπόνου, το οποίο -
(α) αφορά συναλλαγή, που δεν εμπίπτει στις εποπτικές αρμοδιότητες των αρμοδίων εποπτικών αρχών·
(β) κατά την ημέρα υποβολής του, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 12 διαδικασία, είχε ήδη εκδοθεί απόφαση για το ίδιο παράπονο από δικαστήριο της Δημοκρατίας ή έχει εξεταστεί προηγουμένως από τον Επίτροπο ή από άλλο φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών ή ευρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαδικασία για την εξέταση του ίδιου παραπόνου τηρουμένης της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (2) του άρθρου 13·
(γ) υποβάλλεται στον Επίτροπο μετά την πάροδο δεκαοχτώ μηνών (18) από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής έλαβε γνώση ή, που λογικά θα έπρεπε κατά την κρίση του Επιτρόπου να είχε λάβει γνώση της επιβλαβούς πράξης ή παράλειψης της χρηματοοικονομικής επιχείρησης ή του γεγονότος ότι είχε έρεισμα για υποβολή παραπόνου· ή
(δ) κατά την κρίση του είναι κακόβουλο ή η διαφορά που προκύπτει είναι επουσιώδης.
(4) Ο Επίτροπος δύναται να χρησιμοποιεί εμπειρογνώμονες στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τεκμηριωμένα απαιτείται να λάβει γνώμη, για συγκεκριμένης εξειδικευμένης φύσεως παράπονα ή καταγγελίες, περιλαμβανομένων και όχι περιορισμένων, σε ιατρική γνωμάτευση, αναλογιστική μελέτη, μελέτη εκτίμησης ακινήτου, εξειδικευμένης χρηματοοικονομικής ανάλυσης:
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (3), ο Επίτροπος δύναται να επιληφθεί παραπόνου κατά χρηματοοικονομικής επιχείρησης εάν το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται δικαστική διαδικασία για υπόθεση το αντικείμενο της οποίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν από την έκδοση απόφασης-
(α) καλέσει τους διάδικους να παραστούν ενώπιόν του για ενημέρωση αναφορικά με τη δυνατότητα υποβολής παραπόνου από καταναλωτή εναντίον χρηματοοικονομικής επιχείρησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και διακανονισμό της διαφοράς τους με τη διαδικασία αυτή· και
(β) κατόπιν κοινής αίτησης όλων των διαδίκων ή κατόπιν αίτησης ενός από τους διάδικους και με τη ρητή συναίνεση των υπολοίπων, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να λάβει χώρα εξώδικος διακανονισμός της διαφοράς που προκύπτει σύμφωνα με το παράπονο.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε από τους διάδικους δεν συμφωνεί με την προσφυγή στον Επίτροπο, το δικαστήριο προχωρεί με τη δικαστική διαδικασία.
(7) Στην απόφαση του δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στη συναίνεση των διαδίκων και στη διάρκεια του διακανονισμού της διαφοράς, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.
(8) Με τη συμπλήρωση της χρονικής διάρκειας που καθορίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της εξέτασης του παραπόνου και, σε περίπτωση που δεν έχουν καταλήξει σε διακανονισμό της διαφοράς, δύναται να ζητήσουν παράταση της διάρκειας της εξέτασης του παραπόνου για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.
(9) Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διάδικου, να διακόψει τη διαδικασία εξέτασης του παραπόνου πριν από τη λήξη της καθορισμένης δυνάμει του παρόντος άρθρου προθεσμίας.
(10) Απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (8) και (9) δεν υπόκειται σε έφεση.