11.(1) H κεντρική διεύθυνση και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα οφείλουν να διαπραγματεύονται με πνεύμα συνεργασίας με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τις λεπτομέρειες της υλοποίησης της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς, οι οποίες προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3.
(2) Άνευ επηρεασμού της αυτονομίας των μερών, η συμφωνία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η οποία διατυπώνεται γραπτώς μεταξύ της κεντρικής διεύθυνσης και της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, προσδιορίζει τα ακόλουθα:
(α) τις επιχειρήσεις μέλη του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων ή τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας, τις οποίες αφορά η συμφωνία·
(β) τη σύνθεση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων, τον αριθμό των μελών, την κατανομή των εδρών, λαμβανομένης υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, της ανάγκης ισόρροπης εκπροσώπησης των εργαζομένων κατά δραστηριότητα, κατηγορία εργαζομένων και φύλο, και τη διάρκεια της θητείας·
(γ) τα καθήκοντα του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και τη διαδικασία για την ενημέρωσή του και τη διαβούλευση με αυτό, καθώς και τις ρυθμίσεις διασύνδεσης μεταξύ της ενημέρωσης και διαβούλευσης του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και της ενημέρωσης και διαβούλευσης των εθνικών οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων, τηρουμένων των αρχών στις οποίες αναφέρεται το εδάφιο (3) του άρθρου 3·
(δ) τον τόπο, τη συχνότητα και τη διάρκεια των συνεδριάσεων του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων·
(ε) τη σύνθεση, τη διαδικασία διορισμού, τα καθήκοντα και τους κανόνες λειτουργίας της επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης που μπορεί συνιστάται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων·
(στ) τους οικονομικούς πόρους και τα υλικά μέσα που διατίθενται στο ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων·
(ζ) την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας και τη διάρκειά της, τις ρυθμίσεις βάσει των οποίων δύναται να τροποποιηθεί η συμφωνία ή να καταγγελθεί, καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να γίνεται επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας και τη διαδικασία για την επαναδιαπραγμάτευσή της, συμπεριλαμβανομένων, των περιπτώσεων εκείνων κατά τις οποίες επέρχονται τροποποιήσεις στη δομή της κοινοτικής κλίμακας επιχείρησης ή ομίλου επιχειρήσεων.
(3)(α) H κεντρική διεύθυνση και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα δύνανται να αποφασίζουν γραπτώς και να θεσπίζουν μία ή περισσότερες διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης αντί να συστήνουν ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων.
(β) H συμφωνία προβλέπει ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι εκπρόσωποι των εργαζομένων έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται προκειμένου να προβούν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις πληροφορίες που τους ανακοινώνονται.
(γ) Oι πληροφορίες αυτές αφορούν, ιδίως, τα διακρατικά θέματα τα οποία επηρεάζουν σημαντικά τα συμφέροντα των εργαζομένων.
(4) Oι συμφωνίες που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3) δεν υπόκεινται, εκτός εάν οι εν λόγω συμφωνίες προβλέπουν διαφορετικά, στις επικουρικές υποχρεώσεις των άρθρων 12 έως 16.
(5) Για τους σκοπούς της σύναψης των συμφωνιών που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3), η ειδική διαπραγματευτική ομάδα αποφασίζει με πλειοψηφία των μελών της.