3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε οικείου νόμου, ή άλλου γενικού νόμου ή κανονισμών ή συμβάσεων απασχόλησης ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που καθορίζουν τους κανόνες καταβολής συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, κατά τον υπολογισμό και την καταβολή τέτοιων ωφελημάτων εφαρμόζονται οι ακόλουθες γενικές αρχές:
(α)Σε περίπτωση που αξιωματούχος δικαιούται στην καταβολή περισσοτέρων της μιας σύνταξης λόγω της υπηρεσίας του σε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση, το σύνολο των συντάξεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ήμισυ των υψηλότερων συντάξιμων απολαβών για οποιοδήποτε εξ αυτών:
Νοείται ότι για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «αξιωματούχος» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει ή ανέλαβε οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση αλλά παρά τις διατάξεις του άρθρου 2 δεν περιλαμβάνει λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση με βάση τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο, τον περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο, τον περί Εθνικής Φρουράς Νόμο, τον περί Αστυνομίας Νόμο, óπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται ή με βάση νόμο με τον οποίο καθιδρύεται ή λειτουργεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά περιλαμβάνει λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση στην οποία διορίζεται ή εκλέγεται πολίτης της Δημοκρατίας με υπόδειξη ή με πρόταση ή κατόπιν συναίνεσης της Δημοκρατίας σε ευρωπαϊκά όργανα ή ευρωπαϊκούς οργανισμούς ή σε διεθνείς οργανισμούς, ή θέση Ευρωβουλευτή:
Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που αξιωματούχος δικαιούται στην καταβολή περισσοτέρων της μιας σύνταξης λόγω της υπηρεσίας του σε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση εφόσον γίνεται πρόβλεψη στον οικείο νόμο για τον υπολογισμό των συντάξεων, ώστε αυτές είτε να μη συντρέχουν, είτε να συντρέχουν υπό προϋποθέσεις, δεν τυγχάνει εφαρμογής η παρούσα παράγραφος, αλλά οι σχετικές διατάξεις του οικείου νόμου:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι σε περίπτωση που το σύνολο των συντάξεων είναι κατώτερο του ήμισυ των αντίστοιχων εκάστοτε σε ισχύ υψηλότερων συντάξιμων απολαβών αξιωματούχου για το αντίστοιχο αξίωμα ή λειτούργημα ή θέση με τις ψηλότερες απολαβές, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι ο υπολογισμός του εφάπαξ ποσού ή φιλοδωρήματος γίνεται με βάση τις διατάξεις του οικείου για κάθε περίπτωση νόμου ή κανονισμού κατά την ημερομηνία αποχώρησης από κάθε αξίωμα ή λειτούργημα ή θέση.
(β)Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), σε περίπτωση που αξιωματούχος ή συνταξιούχος ανέλαβε ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση, η σύνταξη που θα καταβάλλεται ή καταβάλλεται σ’ αυτόν αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή υπηρεσία του στο λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο μηνιαίος μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία, είναι χαμηλότερος της μηνιαίας σύνταξης κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, καταβάλλεται σ΄ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης το οποίο προστιθέμενο στο μισθό, τον εξισώνει με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης:
Νοείται περαιτέρω ότι η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό της θητείας ή υπηρεσίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, στο ύψος που αυτή θα ευρίσκετο αν δεν είχε ανασταλεί.
(γ)Για σκοπούς υπολογισμού της σύνταξης και του εφάπαξ ποσού ή του φιλοδωρήματος αξιωματούχου που αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση μετά τη ψήφιση του παρόντος Νόμου δε λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε πρόσθετη υπηρεσία·
(δ)Όπου παρέχεται δικαίωμα επιλογής μεταξύ καταβολής σύνταξης μόνον ή ελαττωμένης σύνταξης και εφάπαξ ποσού, αυτό καταργείται και ο αξιωματούχος λαμβάνει σύνταξη (αντίστοιχη της ελαττωμένης) και εφάπαξ ποσό, νοουμένου ότι με βάση την οικεία νομοθεσία διασφαλίζει δικαίωμα καταβολής τέτοιων ωφελημάτων.
(ε)Χρέη προς τη Δημοκρατία εξοφλούνται με αποκοπή από το δικαιούμενο φιλοδώρημα κατά την αποχώρηση από κάθε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση και, σε περίπτωση που αυτό δεν επαρκεί, με δόσεις από τη μηνιαία σύνταξη που καταβάλλεται από την ημερομηνία αποχώρησης, όπως αυτές καθορίζονται από το Γενικό Λογιστή. Υποχρέωση εισφοράς για σκοπούς καταβολής σύνταξης.
(στ)Για σκοπούς καταβολής της προβλεπόμενης στον παρόντα Νόμο σύνταξης, υπουργός και βουλευτής καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του υποχρεούται να καταβάλλει ως εισφορά στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας ποσοστό ύψους 6.8% επί των μηνιαίων του απολαβών.