7Γ.-(1) Ο Διευθυντής δύναται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, να διενεργεί όλες τις απαραίτητες έρευνες και συγκεκριμένα-
(α) Να εισέρχεται σε κάθε γραφείο, χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο των εμπόρων, καθώς και σε κάθε άλλο επαγγελματικό χώρο, εξαιρουμένων των κατοικιών·
(β) να ελέγχει τα αρχεία, τα βιβλία, τους λογαριασμούς, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους·
(γ) να λαμβάνει ή να αποκτά υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους και οπουδήποτε και αν αυτά φυλάσσονται·
(δ) να σφραγίζει οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα επαγγελματικής φύσης, κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·
(ε) να υποβάλλει σε κάθε έμπορο, αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού του εμπόρου ερωτήσεις και να ζητά επεξηγήσεις περί των γεγονότων ή εγγράφων που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις απαντήσεις.
(2) Οι έρευνες διενεργούνται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση του εμπόρου, εκτός εάν ο Διευθυντής κρίνει ότι η παροχή ειδοποίησης θα υποβοηθήσει στην άσκηση των εξουσιών που του παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(3) Η έρευνα διενεργείται κατόπιν επίδειξης γραπτής εντολής του Διευθυντή που καθορίζει επακριβώς το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνας, ορίζει την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, τη διάταξη η οποία προβλέπει την εξουσία του Διευθυντή για την εν λόγω έρευνα και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης του εμπόρου να συμμορφωθεί προς την εντολή του Διευθυντή.
(4) Ο έμπορος, ο οποίος υπόκειται σε έρευνα, δύναται να συμβουλευθεί το συνήγορό του κατά τη διάρκεια της έρευνας, η παρουσία όμως αυτού δε συνιστά νομική προϋπόθεση για το έγκυρο της έρευνας και/ ή υπεράσπιση για την μη και/ ή πλημμελή συμμόρφωση στην εντολή του Διευθυντή.
(5) Ο Διευθυντής, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, ζητά τη συνδρομή της Αστυνομίας προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση των εξουσιών του κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
(6) Κάθε έμπορος, ο οποίος υπόκειται σε έρευνα, και κάθε πρόσωπο στο οποίο υποβάλλονται ερωτήσεις ή από το οποίο ζητούνται επεξηγήσεις δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στο Διευθυντή, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί –
(α) Οποιαδήποτε διευκόλυνση,
(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και
(γ) οποιαδήποτε δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχουν.
(7) Σε περίπτωση που πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, δυνάμει του παρόντος άρθρου, και/ή αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που αποτελεί αντικείμενο έρευνας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ή παρέχει στο Διευθυντή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει στο Διευθυντή πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που ζητείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(β) Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης του ίδιου προσώπου, το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τον ένα (1) χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες ευρώ (€8.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.